Αυτές τις ημέρες επρόκειτο να έρθουν στην Bουλή προς ψήφιση δύο μνημόνια συνεργασίας και μια σύμβαση με την, ούτω πως αποκαλούμενη, «Δημοκρατία της Β. Μακεδονίας». Τα τρία αυτά νομοθετήματα είναι παρακολουθήματα της συμφωνίας των Πρεσπών, μια συμφωνία στην οποία η Νέα Δημοκρατία αντιτάχθηκε σθεναρά όταν ήρθε προς ψήφιση στην Βουλή των Ελλήνων.
Επιπροσθέτως, τόσον ο αρχηγός της παράταξης Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και κορυφαία στελέχη της, τότε ξεκαθάριζαν σε όλους τους τόνους πως το κρίσιμο ζήτημα είναι να μην ψηφισθεί η συμφωνία γιατί η μετέπειτα ακύρωση της είναι αδύνατη.
Μάλιστα, ήμουν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των όσων είπε ο τότε αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Άδωνις Γεωργιάδης σε ακροατήριο τουλάχιστον 600 πολιτών στην Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 2018. Τότε δηλαδή που οι κουβέντες για το Σκοπιανό «έκαιγαν».
Ρωτήθηκε από τον πρόεδρο της Παμμακεδονικής Ένωσης τι θα πράξει επί του θέματος η Νέα Δημοκρατίας, όταν γίνει κυβέρνηση. Ο Άδωνις Γεωργιάδης, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, είπε πως «εμείς δεν είμαστε πολιτικοί απατεώνες να σας πούμε πως θα ακυρώσουμε την συμφωνία. Υπάρχει στις διεθνείς σχέσεις συνέχεια του κράτους». Απ΄ όσο θυμάμαι αυτή η τοποθέτηση προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες μέρους του ακροατηρίου.
Τούτων δοθέντων, σήμερα οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας δεν έπρεπε να αντιμετωπίζουν κανένα πολιτικό πρόβλημα ως προς την ψήφιση των δύο μνημονίων και της μιας σύμβασης, καθώς αφορούσαν την διαχείριση μιας διεθνούς συμφωνίας την οποία καταψήφισαν όταν έπρεπε.
Όμως υπεισέρχεται και ο ηθικός παράγοντας που περιπλέκει την κατάσταση και εγείρει συνειδησιακά ζητήματα.
Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε ονομαστική ψηφοφορία για να προκαλέσει, ούτως ή άλλως, εσωκομματικό πρόβλημα στην Νέα Δημοκρατία και φθορά στην κυβέρνηση. Και καλώς το έπραξε, γιατί αυτή είναι η δουλειά ενός κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Να προκαλεί ρήγματα στην κυβέρνηση.
Με αφορμή το ίδιο ζήτημα ο ΣΥΡΙΖΑ, και στο παρελθόν, αποπειράθηκε να διασπάσει την Νέα Δημοκρατία, αλλά όχι μόνον απέτυχε, αλλά αυτός εισέπραξε την πολιτική ζημία, όπως φάνηκε στα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του 2019.
Προχθές η κυβέρνηση μπροστά σε έναν υπαρκτό κίνδυνο, έπραξε το αυτονόητο. Έδωσε μια «καντηλιά» στην μπάλα—όπως λέγαμε πιτσιρικάδες—και την έστειλε όχι στην κερκίδα, αλλά έξω από το γήπεδο.
Ο Πρόεδρος της Βουλής ανακοίνωσε πως η ψήφιση των τριών νομοσχεδίων δεν επείγει και μετατίθεται στο μέλλον. Σιγά μην αφήσει ο Μητσοτάκης τον Τσίπρα να του προκαλέσει εσωκομματικό ζήτημα. Σιγά μην του επιτρέψει να αλλάξει την πολιτική ατζέντα.
Έτσι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και οι συνεργαζόμενοι, που βιάστηκαν να μιλήσουν για «158 συγγνώμες», έμειναν με τις συγγνώμες στο χέρι.
Με τις υγείες τους!
Είναι πολιτική να κουκουλώνεται ένα πρόβλημα; Αν αυτό το απαιτεί η συγκυρία, ναι. Αν αποφεύγεται η δημιουργία μιας δυσάρεστης κατάστασης σήμερα, ναι αυτό είναι πολιτική. Ή μάλλον, αυτό ακριβώς είναι πολιτική.
Κάθε ομάδα παίζει την «μπαλίτσα» της, ανάλογα με τον αντίπαλο που έχει. Και η Νέα Δημοκρατία με αντίπαλο τον ΣΥΡΙΖΑ πετυχαίνει τις λεγόμενες «επαγγελματικές» νίκες. Παίζει όσο για να κερδίσει, ή να αποφύγει μιαν ήττα. Δεν κουράζεται. Κάνει διαχείριση δυνάμεων.
Από την στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ θέλησε να δικαιωθεί για την συμφωνία των Πρεσπών, μέσω της ψήφισης των τριών παρεπόμενων νομοσχεδίων, η Νέα Δημοκρατία έκανε αυτό που έπρεπε.
Δεν του το επέτρεψε. Όλα τα υπόλοιπα που λέγονται και γράφονται, βρίσκονται εκτός πολιτικής. Είναι τσιριδούλες.