«Ξεμπλοκάρει» η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας - Κύπρου μετά τη συνάντηση στο Μαξίμου
Eurokinissi
Eurokinissi

«Ξεμπλοκάρει» η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας - Κύπρου μετά τη συνάντηση στο Μαξίμου

Η χθεσινή συνάντηση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη και του προέδρου της Κύπρου Ν. Χριστοδουλίδη έδωσε ένα θετικό πολιτικό μήνυμα, δρομολόγησε τη λύση σοβαρών εκκρεμοτήτων που υπήρχαν, για την προώθηση του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης -Κύπρου.

Αν και οι δύο ηγέτες δεν αναφέρθηκαν στη σύντομη δήλωσή τους στο θέμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης, σε ανακοίνωση της Κυπριακής Προεδρίας επισημαίνεται ότι «επαναβεβαιώθηκε το ενδιαφέρον και την πολιτική δέσμευση Κύπρου και Ελλάδας για υλοποίηση της υψηλής στρατηγικής και οικονομικής σημασίας έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης ανάμεσα στις δύο χώρες» και ότι ο Ν. Χριστοδουλίδης «…επιβεβαίωσε την πολιτική δέσμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας για συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο του έργου το συντομότερο δυνατόν, και αφού ολοκληρωθεί η μελέτη της δέουσας επιμέλειας και η σύσταση εταιρείας ειδικού σκοπού, για την οποία βρίσκονται σε εξέλιξη προχωρημένες διαβουλεύσεις και με τρίτα κράτη».

Κάτι που σημαίνει ότι η συμμετοχή της Κύπρου στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας που θα υλοποιήσει το έργο με 100 εκ. ευρώ παραμένει ακόμη σε εκκρεμότητα… Σύμφωνα με πληροφορίες, αναμένεται επίσης από τη ΡΑΕΚ, πιθανότατα και εντός της Παρασκευής, να εγκρίνει το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο στα σημεία που αφορά την ανάκτηση από τον ΑΔΜΗΕ ποσού 125 εκατομμυρίων από την Κύπρο μέχρι την ολοκλήρωση του έργου, η παράταση της παραχώρησης αυξημένου ποσοστού απόδοσης κεφαλαίου (premium WACC) για περίοδο 17 χρόνων, αντί 12, όπως προβλεπόταν, και πιθανότατα το θέμα επιμερισμού του κόστους από ενδεχόμενη εμπλοκή του έργου από το λεγόμενο γεωπολιτικό ρίσκο.

Εφόσον προχωρήσουν έτσι τα πράγματα, τότε ουσιαστικά θα δίνεται το «πράσινο φως» για τη συνέχιση του έργου από τη γαλλική Nexans, η οποία έχει θέσει τελεσίγραφο ως σήμερα για τη λήψη αποφάσεων. Αν και η γαλλική εταιρεία πολύ δύσκολα θα εγκαταλείψει το έργο, έχοντας ήδη μεγάλη έκθεση σε αυτό.

Όταν, πριν από σχεδόν δέκα χρόνια, έπεσε στο τραπέζι το φιλόδοξο σχέδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ευρώπης-Ασίας με το υποθαλάσσιο καλώδιο που θα συνέδεε το Ισραήλ μέσω Κύπρου με την Ελλάδα, αυτό χαιρετίστηκε ως ένα πρωτοπόρο και οραματικό project που δεν ήταν μόνο οικονομικής, αλλά στρατηγικής σημασίας έργο.

Διότι όχι μόνο θα εξασφάλιζε την ενεργειακή ασφάλεια της Κύπρου, η οποία, λόγω γεωγραφίας, είναι απομονωμένη από τα ευρωπαϊκά δίκτυα, αλλά γιατί συγχρόνως προσέφερε μια εναλλακτική αμφίδρομη ηλεκτρική διασύνδεση της Ευρώπης με το Ισραήλ. Οπού, από την Ασία η παραγόμενη μέσω φυσικού αερίου ή ΑΠΕ ηλεκτρική ενέργεια στο Ισραήλ ή και σε γειτονικές χώρες θα μεταφέρονταν στην Ευρώπη και συγχρόνως το ίδιο το Ισραήλ θα αποκτούσε μια αυτονομία σε περίπτωση που το ίδιο είχε ελλείψεις λόγω και των γεωπολιτικών συνθηκών. Κυρίως, όμως, αποτελούσε ένα σχέδιο για μια εναλλακτική πηγή ενέργειας για την Ε.Ε. που θα συνέδεε το Ισραήλ με την Ευρώπη και επίσης θα αποτελούσε μια «γέφυρα» διασύνδεσης και των χωρών της Μ. Ανατολής με την Ευρώπη.

Οι γεωπολιτικές εξελίξεις και ειδικά ο πόλεμος στη Γάζα έχουν οδηγήσει σε πισωγυρίσματα το έργο αυτό το οποίο από τις αρχές του χρόνου έχει αναλάβει ο ΑΔΜΗΕ και μετονομάστηκε από Eurasia Interconnector σε Great Sea Interconnector και στην παρούσα φάση του αφορά στην ηλεκτρική διασύνδεση της Ελλάδας με την Κύπρο.

Οι παλινωδίες της κυπριακής πλευράς αλλά και η «επιχειρηματική» αγωνία του ΑΔΜΗΕ να αποσπάσει με κάθε τρόπο τη συναίνεση της Λευκωσίας στους οικονομικούς όρους του έργου, καθώς έχει ήδη διαθέσει ένα μεγάλο ποσό μερικών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, έχουν υπονομεύσει τη «βιωσιμότητα» του έργου αυτού. Και πάντως έχουν δημιουργήσει ένα βαρύ κλίμα μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, για ένα έργο το οποίο θα έπρεπε να αποτελεί οικονομική και στρατηγική προτεραιότητα πρωτίστως για τη Λευκωσία αλλά και για την Αθήνα.

Οι φοβίες και αναστολές της κυπριακής πλευράς είναι σε ένα βαθμό κατανοητές. Ενδεχόμενη μη ολοκλήρωση του έργου, μετά το φιάσκο του Τερματικού στο Βασιλικό, ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία θα έχει διαθέσει μεγάλα ποσά, τόσο για τη συμμετοχή στο έργο, όσο και μέσω της επιβάρυνσης των κύπριων καταναλωτών, θα προκαλέσει σοβαρό πλήγμα στη μικρού μεγέθους κυπριακή οικονομία.

Όμως, υπάρχει στο παρασκήνιο και η πίεση των κυπριακών επιχειρήσεων ηλεκτροπαραγωγής που ουσιαστικά βλέπουν το μονοπώλιό τους που εξασφαλίζει μεγάλα κέρδη (με τις υψηλότερες τιμές ρεύματος στην Ε.Ε.) να απειλείται από την ηλεκτρική διασύνδεση της Κύπρου με την Ελλάδα. Και σε αυτό το ερώτημα δεν έχει απαντήσει πειστικά η κυπριακή πλευρά η οποία επικαλούμενη διαδικαστικά προσχήματα, δεν δίνει καθαρές απαντήσεις και παραπέμπει τις κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον.

Από ελληνικής πλευράς, είναι προφανές ότι η στάση της Λευκωσίας είχε προκαλέσει εκνευρισμό, καθώς δινόταν η εντύπωση ότι η Λευκωσία είτε δεν επιθυμεί το έργο και έτσι κλωτσάει κάθε φορά το «ντενεκεδάκι» παρακάτω, είτε θέλει να αποφύγει την οποιαδήποτε οικονομική επιβάρυνση και ρίσκο, θεωρώντας ότι για ένα έργο που τουλάχιστον από πρώτη εικόνα θα επωφεληθούν οι Κύπριοι καταναλωτές και η κυπριακή οικονομία και που θα βγάλει την Κύπρο από την ενεργειακή απομόνωση, θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί αποκλειστικά σχεδόν από την Ελλάδα.

Βεβαίως, μετά τη χθεσινή συνάντηση διαφαίνεται άρση του αδιεξόδου, παρά το γεγονός ότι η Κύπρος μετέθεσε για τους επόμενους μήνες την απόφαση για τη συμμετοχή της στη μετοχική σύνθεση της εταιρείας.

Υπάρχει βεβαίως και το ζήτημα του λεγόμενου «γεωπολιτικού ρίσκου» που ίσως κακώς τέθηκε με τον τρόπο αυτό, καθώς επικεντρώνεται κυρίως στην ενδεχόμενη αλλά πολύ πιθανή αντίδραση της Τουρκίας στην πόντιση του καλωδίου. Οι λόγοι της τουρκικής στάσης είναι, αφενός ότι δεν επιθυμεί μια τέτοια διασύνδεση να προσφέρει αυτονομία στην Κυπριακή Δημοκρατία την οποία δεν αναγνωρίζει ως κράτος, αλλά και γιατί με την αντίθεση της στο έργο επιβεβαιώνει τη διακήρυξή της ότι κανένα έργο δεν θα γίνει στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς τη συναίνεσή της και επίσης δημιουργεί τετελεσμένα που σχετίζονται και με το Τουρκολυβικό Μνημόνιο.

Αν και πρόσφατα, στο επεισόδιο της Κάσου, επικαλέστηκε ότι η περιοχή έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα αφορά «τουρκική υφαλοκρηπίδα», οι έρευνες αλλά και η πόντιση καλωδίου είναι ελεύθερη στα διεθνή ύδατα και έτσι η Τουρκία επιχειρεί να κατοχυρώσει τετελεσμένα μέσω της αρμοδιότητας έκδοσης NAVTEX καθώς διεκδικεί η περιοχή ευθύνης της να συμπίπτει με τη μονομερώς και αυθαιρέτως δηλωθείσα «ΑΟΖ» στην Ανατολική Μεσόγειο. Και οι δηλώσεις ότι δεν υφίσταται «γεωπολιτικό ρίσκο» κάθε άλλο παρά δίνουν απάντηση στο πως θα ξεπερασθεί ο παράγων «Τουρκία».

Κανείς δεν θέλει και δεν πιστεύει ότι θα πρέπει η Κυπριακή κυβέρνηση να αγοράσει «γουρούνι στο σακί» και να διακυβεύσει την οικονομική σταθερότητα της χώρας. Όμως, η Λευκωσία θα πρέπει να αντιληφθεί ότι το ζήτημα της ηλεκτρικής διασύνδεσης υπερβαίνει μια οικονομοτεχνική μελέτη, η το πολιτικό κόστος από την επιβάρυνση των κύπριων καταναλωτών με μερικά λεπτά του ευρώ ανά KW.

Όμως και από ελληνικής πλευράς θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι δεν είναι υποχρεωτικό να ακολουθεί η Κύπρος και μελλοντικά το Ισραήλ τους ρυθμούς του ΑΔΜΗΕ που ενεπλάκη στη διαδικασία αυτή αναλαμβάνοντας το έργο με μια νέα εταιρεία, έχει εκτεθεί οικονομικά ξεκινώντας τις εργασίες χωρίς να έχει υπάρξει πλήρης γραπτή συμφωνία. Κάτι που μπορεί να εκληφθεί από τους άλλους παράγοντες του έργου ως προσπάθεια εκβιαστικής απόσπασης της συναίνεσής τους.

Ο ΑΔΜΗΕ στην Ελλάδα και η ΡΑΕΚ στην Κύπρο έχουν τους δικούς τους κανόνες και τις δικές τους διαδικασίες λήψης αποφάσεων και τον δικό τους σχεδιασμό πολιτικής. Αθήνα και Λευκωσία δεν πρέπει να εγκλωβισθούν στο μπρα ντε φερ των δυο Ρυθμιστικών Αρχών με αποτέλεσμα να τεθεί σε κίνδυνο το έργο και πολύ απλά να μεταφρασθεί αυτό ως αποδοχή του «βέτο» της Τουρκίας.

Για την απόφαση της ηλεκτρικής διασύνδεση Ελλάδας - Κύπρου είναι προφανές ότι σημαίνοντα ρόλο έχει η οικονομική βιωσιμότητα και οικονομική σκοπιμότητα του έργου. Όμως, Αθήνα και Λευκωσία θα πρέπει να δουν τη μεγάλη εικόνα και να αντιληφθούν ότι η απόφαση για το έργο αυτό είναι κυρίως πολιτική και μάλιστα στρατηγικού χαρακτήρα. Και οι αποφάσεις αυτές δεν είναι ούτε δωρεάν, ούτε χωρίς σημαντικό γεωπολιτικό ρίσκο.