Τις μέρες αυτές στεγάζεται στην αίθουσα της «dreamideamachine» μια έκθεση έργων που ανήκουν στη συλλογή του Χρίστου Χριστοφή. Το γεγονός δεν έχει εμπορικό χαρακτήρα και παρουσιάζεται μόνο για λίγες ημέρες (έως 3/3) στον φιλόξενο χώρο της καλής δημοσιογράφου και τεχνοκριτικού Έφης Μιχάλαρου. Δείχνει ζωγραφικά έργα των Βασίλη Βασιλακάκη και Βαγγέλη Γκόκα, που συνοδεύονται από μικρά σημειώματα του Φώτη Θαλασσινού. Τα κείμενα του συγγραφέα-φωτογράφου έχουν αφετηρία τη ζωγραφική και όλα μαζί προσφέρουν ένα βλέμμα, αντί ενός σημειώματος θεωρητικού.
Κοινή περπατησιά μοιάζουν να μοιράζονται οι δύο ζωγράφοι. Γεννημένοι στα τέλη τις δεκαετίας του ’60, διατηρούν μια φιλία που πηγαίνει πίσω στο χρόνο κι επιλέγουν συχνά να εκθέτουν μαζί. Αυτό δεν γίνεται μόνο από την εκτίμηση που τρέφει ο ένας για τον άλλο, όσο από τη ματιά τους στην τέχνη. Υπάρχει η αγάπη για τη ζωγραφική την οποία και ξαναβρίσκουν στη μνήμη και την ιστορία, στην αλληλεπίδρασή της με μέσα όπως η φωτογραφία, η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος. Η τέχνη τους αναμοχλεύει έργα του παρελθόντος, τις αναπαραστάσεις και τις εντυπώσεις που δημιουργεί μια εικόνα.
Αποφεύγοντας το μεγαλειώδες στη φόρμα, το στιλ ή το θέμα, ο Βασίλης Βασιλακάκης (γενν. 1968) εστιάζει σε ταπεινά αντικείμενα – ας πούμε, ένα κούτσουρο– σε αναφορές απογυμνωμένες από κάθε αφηγηματικότητα. Τα αντικείμενα που απεικονίζει είναι πλήρη και ταυτοχρόνως χαμένα σε ένα περιβάλλον απροσδιόριστο. Προβάλλουν ολόκληρα, αλλά χωρίς ταυτότητα. Δείχνουν ευαισθησία και μια ερμηνεία, σχεδόν μεταφυσική. Σαν τον πρωτόπλαστο πού' ρχεται αντιμέτωπος για πρώτη φορά με κάτι. Το χρώμα, παρόλο που δεν είναι πλακάτο ή χυμώδες, έχει δύναμη και είναι σταθερό, σαν μεταμοντέρνος απόηχος των συνθέσεων του Καραβούζη.
Βασίλης Βασιλακάκης, «Κούτσουρο ΙΙ» (2021, λάδι σε χαρτί, 35Χ40 εκ.)
Αντιθέτως, ο Βαγγέλης Γκόκας (γενν. 1969) εργάζεται επίμονα πάνω στις δυνατότητες του γκρίζου, επιτρέποντας λίγες μόνο προσμίξεις, ενώ το σχέδιό του βγάζει αποφασιστικά τη δύναμη και τις διαβαθμίσεις που προσφέρει το κάρβουνο. Θυμόμαστε το αφιέρωμα που του είχε γίνει στη Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας το 2021.
Οι χώροι όσο και τα πρόσωπα στη ζωγραφική του Γκόκα παραμορφώνονται όπως στο όνειρο. Σα να τοποθετεί μια ημιδιαφανή κουρτίνα που αποκρύπτει, αλλά και φανερώνει. Με φροντίδα και ευαισθησία, μοιάζει ν’ αποζητά τη «ρωγμή στο μπετόν» καθώς έλεγε ο Μιχάλης Κατσάρος. Εκείνο που προσπερνάμε στην πραγματικότητα, αλλά μπορεί να μας οδηγήσει σε έναν αναστοχασμό. Τα έργα του κρατούν έναν πυρήνα αφήγησης, περισσότερο όμως υποβάλουν έναν αέρα μυστικισμού. Κι εδώ είναι που συναντιέται με τον Βασιλακάκη.
Βαγγέλης Γκόκας, «Campo Santo» (2010, δίπτυχο,λάδι σε καμβά, 24Χ36 εκ. το καθένα)
Ο χαρακτήρας της έκθεσης, εκτός του ότι μας δίνει μια αντιπροσωπευτική εικόνα της δουλειάς των δύο, επαναφέρει στους τοίχους ενός διαμερίσματος – εκεί δηλαδή που κατεξοχήν τη χαιρόμαστε – μια ζωγραφική που δεν σχετίζεται με το «σαλόνι» και τις απαιτήσεις του. Στέκεται δηλαδή κρεμασμένη στο σπίτι, με γνήσια συγκίνηση ως αξία αισθητική. Και βγάζει τη γλώσσα στους εννοιολογίζοντες, σε αυτούς που μιλούν για το «τέλος της αναπαράστασης».
Το γεγονός είναι και μια βαθιά υπόκλιση στην τέχνη της παράδοσης από τον Χρίστο Χριστοφή (ενός συλλέκτη, θυμίζουμε, που δεν έχει στεγανά στις επιλογές του). Εντέλει υψώνεται στον δεύτερο όροφο του κτίσματος στην οδό Κολωνού 55-59 το πάθος για τη ζωγραφική.
Κλείνοντας, μεταφέρουμε από τον μικρότερο στα χρόνια με το εξόχως ποιητικό όνομα, Φώτη Θαλασσινό (1977): «Η προσωπική μου ματιά έχει να κάνει με τις απροσδόκητες, αναπάντεχες και καινοφανείς εικόνες. Εξοικειώνω τον κόσμο με ό,τι πριν διέλαθε την προσοχή του, με ό,τι όλοι αντιπαρέρχονται αφήνοντας αμαρτωλά ανείδωτες τις πιο εκλεπτυσμένες και παρθένες απεικονισμένες συγκινήσεις».
«Αναζητώντας αξίες ευαίσθητες και αναπάντεχες» dreamideamachine Κολωνού 55-59, 2ος Όροφος, Μεταξουργείο.
Κεντρική φωτ.: Τμήμα του έργου του Βαγγέλη Γκόκα, «Άτιτλο (after Rembrandt)» (2014, λάδι σε ξύλο, 25Χ20 εκ.)