Υπαινικτικός και ολιγογράφος, από τους σημαντικότερους Έλληνες διηγηματογράφους ο Η.Χ.Παπαδημητρακόπουλος διασώζει κάτι από την Ελλάδα που χάνεται και από τον δικό μας απολεσθέντα παράδεισο, παρεμβάλλοντας πού και πού το δικό μας ανθρώπινο σκοτάδι.
Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη», εκδ. Κίχλη
«Οι φρακασάνες», «Ο Νίκος ο Σερέτης», «Η Εκτέλεση», «Το πάρτυ», «Η Γλυκερία», «Μάθημα χορού», «Ο τελευταίος επιζών», «Ερωτική ιστορία», «Ανάσταση», «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη», «Εις μνήμην».
Θα μπορούσε να είναι και λογοτεχνικό αίνιγμα. Τι είναι εκείνο που, πενήντα χρόνια από την πρώτη τους κυκλοφορία, τροφοδοτεί με σώμα και αίμα αυτά τα έντεκα διηγήματα και υπό τον αλησμόνητο τίτλο, μένουν αξέχαστα, ολοζώντανα κι ενδιαφέροντα, βγαίνουν και ξαναβγαίνουν. Τα θυμόμαστε ήδη σαν το «Όνειρο στο κύμα» του Παπαδιαμάντη και «Το γιούσουρι» του Καρκαβίτσα, κρατούν κάτι από τον χαμένο παράδεισο, υπόσχονται χίλια δυο που κρύβουν κι ακόμα περισσότερα, ενώνουν το υπέρτατο αγαθό της ζωής το μέγα θαύμα με την ανθρώπινη τραγωδία και το τραύμα.
Μαζί με το «Χριστός Ανέστη» κι ένα κομμένο κεφάλι από τον εμφύλιο, μαζί με την ανάμνηση μιας οδοντόκρεμας με χλωροφύλλη που διασώθηκε και η πνιγμένη κορασίδα που την χάρισε, μαζί με σκηνές νοσταλγικής ζωής αθώας κι ο τελευταίος επιζών μιας παρέας ή ενός πολέμου.
Χωρίς πολλά λόγια, δίχως περίτεχνα τεχνάσματα, με τα απολύτως απαραίτητα που, ωστόσο μονάχα αυτά και στα συγκεκριμένα σημεία θα μπορούσαν να ‘ναι.
Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, από τους βασικούς και καθοριστικούς κρίκους της μεγάλης αλυσίδας των σημαντικών διηγηματογράφων αυτό επέλεξε εξ αρχής: να πει τα πάντα με ολίγιστα. Λάτρης της μικρής φόρμας και της μινιμαλιστικής έκφρασης, καλλιεργεί με επιμονή και πάθος το διήγημα, το οποίο και θεωρεί από τα κορυφαία επιτεύγματα του ελληνικού αφηγηματικού λόγου. Εξάλλου γι’ αυτό βραβεύτηκε (Δεκέμβριος 2016, Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων 2015, για το σύνολο του έργου του στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας και 2010 Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) και αυτό εξ ολοκλήρου αναλαμβάνει η Κίχλη να ξαναβγάλει.
Το πρώτο της σειράς «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη» που ήδη κυκλοφόρησε και αισθητικά είναι ένα κόσμημα. Με όλη την ηθική και την αισθητική του συγγραφέα και της εκδότριας.
Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, υπενθυμίζουμε και για την ιστορία γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας 1930, όπου έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Μετά το θάνατο του δικηγόρου πατέρα του, η οικογένειά του πέρασε δύσκολες μέρες. Όπως έγραψε ο ίδιος αργότερα, «από ανάγκη σπούδασε στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης». Και κατά την δεκαετία 1959 έως 1968 υπηρέτησε στην Καβάλα. Στην Καβάλα συνάντησε έναν εύρωστο λογοτεχνικό κύκλο που απάρτιζαν οι: Πρόδρομος Μάρκογλου, Γιώργος Στογιαννίδης, Γιώργος Χουρμουζιάδης, Μιχαήλ Μήτρας, Χαράλαμπος Λαλένης, ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης κ. ά. H παρέα έβγαζε περιοδικά Λόγου και Τέχνης, όπως την «Αργώ» και την «Σκαπτή ύλη», όπως θα αφηγηθεί σε αφιέρωμα ο Καβαλιώτης συγγραφέας Διαμαντής Αξιώτης.
Εξάλλου στην Καβάλα ο Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος δεν έμεινε μόνο γιατρός. Διετέλεσε ιδρυτικό μέλλος της κινηματογραφικής λέσχης, αφού ο κινηματογράφος ήταν η άλλη μεγάλη του αγάπη.
Στην Σκαπτή Ύλη Α’ περιόδου δημοσιεύτηκε το πρώτο του διήγημα, “Οι φρακασάνες”, το 1962, με ψευδώνυμο φυσικά, αφού ήταν στρατιωτικός. Όταν άρχισε να δημοσιεύει με το όνομά του, επέλεξε να υπογράφει ως Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, «για να ξέρουν ότι είναι αυτός. Αλλά δεν είχε ποτέ πρόβλημα». Στην Καβάλα συνεργάστηκε επίσης με την εφημερίδα Ταχυδρόμος. Το λογοτεχνικό του ξεκίνημα δεν έμεινε μετέωρο. Συνέχισε να γράφει, «επειδή είδε ότι είχε μια αποδοχή, αλλά και μια εσωτερική ανάγκη». Ακολούθησε δε τη μικρή φόρμα «επειδή απεχθάνεται τα πολλά λόγια».
Στη συνέχεια εξελίχθηκε σε ένα από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους, με λιτή, υπαινικτική, υπόγεια γραφή στην οποία κυριαρχεί το χιούμορ, η λιτότητα του λόγου, μ' ένα υπόγειο, αλλά διαρκές χιούμορ, λεπτή ειρωνεία και τρυφερή νοσταλγία για τα δύσκολα χρόνια της νεότητας. «Θα ήθελα να γράφω με τη λιτότητα και τη δραματικότητα ενός ταφικού επιγράμματος» είχε πει σε συνέντευξή του στην Ελευθεροτυπία το 2005.
Αναφέροντας ενδεικτικά μερικά από τα έργα του: Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη. Θεσσαλονίκη, Τραμ, 1973. Θερμά θαλάσσια λουτρά. Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1980. Βουστροφηδόν (δοκίμια). Αθήνα, Ύψιλον, 1987. Ο Γενικός Αρχειοθέτης. Αθήνα, Κείμενα, 1989. Επί πτίλων αύρας νυχτερινής (πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη), Αθήνα, Νεφέλη, 1992. Ροζαμούνδη. Αθήνα, Νεφέλη, 1995. Επίσης έχουν δημοσιευθεί πολλά άλλα πεζά και κριτικές σε εφημερίδες, περιοδικά και συλλογικές εκδόσεις.
Η τελευταία παρουσία του στα Γράμματα ήταν η έκδοση του τόμου ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ, σελ. 334, εκδ. Γαβριηλίδη, Αθήνα 2014. Ο τόμος περιλαμβάνει ποικίλα κείμενα «εκτός διηγηματογραφίας», όπως λέει ο ίδιος, γραμμένα από το 2000 ως το 2013.
Για το έργο του Η.Χ.Παπαδημητρακόπουλου έχουν γραφτεί διθύραμβοι. Από παλιό αφιέρωμα του Αντί, θα υπενθυμίσουμε όσα έγραψε ο Αριστείδης Αντονάς:
«Η οπτική γωνία από την οποία ο συγγραφέας βλέπει τον κόσμο δεν προσφέρεται από το εσωτερικό του κόσμου. Κοιτάζει όσα έζησε από τον κόσμο των νεκρών. Εκεί να αναζητάει κανείς την προέλευση της ειρωνικής του γλώσσας και τη νοσταλγία του».
Και ο Δημήτρης Νόλλας: «Αυτό που με συγκινεί στα κείμενα του Παπαδημητρακόπουλου είναι η ακραία ακρίβεια της αποτύπωσης κι εκείνο το παράξενο συναίσθημα, ανάλογο της γοητείας που μας καταλαμβάνει όταν οι πρώτες φωτοσκιάσεις αρχίζουν να απλώνονται πάνω στο φωτογραφικό χαρτί μέσα στα υγρά της εμφάνισης, και μας κάνουν να υποψιαζόμαστε, συχνά μετά βεβαιότητας, εκείνο που μας πλησιάζει».
Ολοκληρώνοντας το μικρό σημείωμα θα κλείσουμε με λόγια του ίδιου: «Είμαι βιωματικός συγγραφέας. Δεν αυτοβιογραφούμαι πάντα, αλλά δεν μπορώ να γράψω κάτι που δεν με αφορά. Μου έχουν διηγηθεί μια ιστορία και μου έχουν πει να την κάνω διήγημα. Δεν μπορώ, αν δεν το νιώσω, αν δεν περάσει πρώτα μέσα μου η ιστορία, να γίνει η σχετική κουζίνα και μετά να βγει προς τα έξω».
Και αυτό ακριβώς κάνει από την πρώτη κιόλας συλλογή του «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη», διασώζει ό,τι είδε και χάρηκε, ό,τι αξιώθηκε στον παιδικό και εφηβικό παράδεισο, επιτρέποντας πού και πού στην ανθρώπινη μοίρα να ρίξει και το δικό της σκοτάδι. Εξάλλου γνωρίζει καλά, η χλωροφύλλη της τέχνης όλα τα φωτίζει, τελικά, και τα καθαγιάζει.