Ένα μουσείο που λείπει από τη χώρα μας, αν και τα ενάλια ευρήματα είναι πάρα πολλά, το Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων, θα γίνει σύντομα πράξη. Θα έχει σπουδαία εκθέματα, αλλά και διαδραστικές και πολυμεσικές εφαρμογές περιεχομένου, ώστε να είναι και πρωτότυπο και συμμετοχικό. Το Συμβούλιο Μουσείων γνωμοδότησε ομόφωνα θετικά ως προς διάφορες προμελέτες που συζητήθηκαν και αυτό αποτελεί πρώτη πράξη έναρξης των εργασιών στο κτίριο, που είναι το Silo στην Ηετιώνεια ακτή του Πειραιά.
Το Συμβούλιο δέχθηκε προτάσεις επί των αρχιτεκτονικών, στατικών και ηλεκρομηχανολογικών προμελετών, την μουσειογραφική προμελέτη και την τροποποίηση του κτηριολογικού προγράμματος για το Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων. Με τον τρόπο αυτό ξεκινά η μετατροπή του βιομηχανικού κτηρίου του Σιλό –στον χώρο του ΟΛΠ- σε ένα πρωτοποριακό Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων, το οποίο θα αναδεικνύει τους θησαυρούς των ελληνικών θαλασσών, αποτελώντας εμβληματικό πολιτιστικό τοπόσημο για το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας.
Η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, μετά τη θετική γνωμοδότηση δήλωσε τα εξής: «Ένα όραμα δεκαετιών, χάρη στην συνεργασία μας με τον ΟΛΠ, με το Ιδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη -που χρηματοδότησε την εκπόνηση των προμελετών- και με την χρηματοδότηση του έργου μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, βρίσκεται σε τροχιά υλοποίησης. Ο μοναδικός πλούτος των ελληνικών θαλασσών αποκτά, στο παλαιό κτήριο του Σιλό, που από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 έχει συνδέσει την παρουσία του με την ιστορία του Πειραιά, τον ιδανικό χώρο φιλοξενίας του. Το κτήριο του Σιλό είναι ο πλέον κατάλληλος χώρος για να στεγαστούν τα πολυάριθμα και ήδη συντηρημένα ενάλια ευρήματα, που παραμένουν για χρόνια στις αποθήκες της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων. Βασικός σκοπός της δημιουργίας του Μουσείου Ενάλιων Αρχαιοτήτων είναι να αναδειχθεί η σχέση της χώρας μας με τη θάλασσα και ο ελληνικός πολιτισμός στη μεγάλη διαχρονία του μέσα από τα ευρήματα των θαλασσών μας. Παγκοσμίως είναι ελάχιστα τα μουσεία που εκθέτουν αποκλειστικά ενάλιες αρχαιότητες. Είναι φανερό ότι το Μουσείο μπορεί να εισάγει τον Πειραιά στους διεθνείς πολιτιστικούς προορισμούς».
Το Μουσείο θα φιλοξενήσει ευρήματα ανελκυσθέντα από όλες τις ελληνικές θάλασσες: Αγάλματα, τμήματα γλυπτών, μέσα συναλλαγών, σκαριά και εξαρτήματα εξοπλισμού πλοίων, οπλικά εργαλεία, επιγραφές, είδη καλλωπισμού, χρηστική και επιτραπέζια κεραμική, εργαλεία και ποικίλα αντικείμενα, προερχόμενα από υποβρύχιες αυτοψίες, έρευνες και ανασκαφές, αλλά και αυτόβουλες παραδόσεις ιδιωτών ή κατασχέσεις. Θα προσφέρει στον επισκέπτη την εμπειρία της κατάδυσης στο παρελθόν, με σταθμούς στον χρόνο, καταβυθισμένους οικισμούς, ναυάγια, ομοιώματα πλοίων, σκαριά και φορτία εμπορικών πλοίων, χάρτες και διαγράμματα, ψηφιακές εφαρμογές και προβολές, ενώ ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί σε εκπαιδευτικές δράσεις και προγράμματα.
Με την προβλεπόμενη νέα προσθήκη, οι εγκαταστάσεις του Μουσείου θα ξεπερνούν τα 13.000 τ.μ., τα οποία κατανέμονται σε εκθεσιακούς χώρους για μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις, σε χώρους για εκπαιδευτικά προγράμματα και επιστημονικές δράσεις (αμφιθέατρο, βιβλιοθήκη, πολυμέσα), εργαστήρια συντήρησης, χώρους παροχής υπηρεσιών προς τους επισκέπτες (υποδοχή, βεστιάριο, πωλητήριο, αναψυκτήριο, εστιατόριο, ιατρείο), γραφεία διοίκησης.
Η πολυώροφη σιταποθήκη στην προβλήτα Ηετιώνειας, (προβλήτα Ε2), δίπλα στις δεξαμενές, ήταν το πλέον ογκώδες κτίριο από τη γέννηση του. Το 1929 προκηρύχθηκε διεθνής διαγωνισμός για την ανέγερση εγκαταστάσεων σιλό χωρητικότητας 15.000 τόνων με δυνατότητες επέκτασης σε εγκαταστάσεις χωρητικότητας 40.000 τόνων. Το 1931 δόθηκε εντολή κατασκευής στην «SiemensBauunion G.F.T.H.-Berlin», την ελληνική εταιρεία του πολιτικού μηχανικού Νικολάου Γαβαλά και το εργοστάσιο μηχανών «Hartmann A.G. Offenbach a.M.».
Η έναρξη της κατασκευής της σιταποθήκης, αφού προηγήθηκαν δύο αλλαγές στη θέση του κτιρίου και αύξηση της χωρητικότητας του στους 20.000 τόνους, καθυστέρησε μέχρι τον Οκτώβριο 1934. Κτίστηκε εν τέλει μέσα σε δύο χρόνια και λειτούργησε από τον Νοέμβριο του 1936 μέχρι τα τέλη του 2010. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για ένα κτίριο εγκαταλελειμμένο, με φανερή την φθορά του χρόνου τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό του. Πολλά από τα επιχρίσματα έχουν αποσαρθρωθεί φανερώνοντας άλλοτε το σιδηρό οπλισμό του φέροντος οργανισμού και άλλοτε τις οπτοπλινθοδομές, ενώ και τα μεταλλικά στοιχεία των εγκαταστάσεων παρουσιάζουν εκτεταμένες φθορές.
Η προμελέτη αφορά στην επανάχρηση του κτιρίου της σιταποθήκης και την επέκτασή του, μέσω της προσθήκης ενός νέου διακριτού κτιριακού όγκου που καλείται να στεγάσει τα εκθέματα, με σκοπό την απόδοση μουσειακής χρήσης η οποία περιγράφεται στην εγκεκριμένη μουσειολογική μελέτη για την οργάνωση της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου Εναλίων Αρχαιοτήτων. Στόχος της αρχιτεκτονικής προμελέτης και της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, η οποία αφορά τόσο το υφιστάμενο όσο και το νέο κέλυφος είναι, ολόκληρη η έκθεση να είναι έυκολα προσβάσιμη από όλους και να δίνεται η αίσθηση της συνέχειας.
Πρόκειται για μια συνεχόμενη αφήγηση, η οποία αποτυπώνεται και στο κτίριο, εντάσσοντας τους άξονες της μουσειολογικής μελέτης. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργούνται οι απαιτούμενοι χώροι, οι οποίοι υποστηρίζουν την μουσειολογική μελέτη και τα εκθέματα, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και από μόνοι τους σημεία μιας διαδρομής, η οποία καταδύεται στο παρελθόν (κτίριο Σιλό), αναδύεται στην επιφάνεια (Νέο κτίριο) και επιστρέφει στο παρόν μέσω του πρόσφατου βιομηχανικού παρελθόντος (ταινιόδρομος).
Με αυτόν τον τρόπο, ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί ανενόχλητα και να δει το «εσωτερικό» του υφιστάμενου κτιρίου, σημεία στα οποία υπό κανονικές συνθήκες δεν θα είχε πρόσβαση, και με αυτό τον τρόπο να κατανοήσει την λειτουργία του. Η δομή των κυψελών και η λειτουργία τους αποκαλύπτονται στον επισκέπτη ενώ περιηγείται στην έκθεση μέσω μιας ομαλής διαδρομής με ράμπες, η οποία σαν μια συνεχής γραμμή ακολουθεί την αλληλουχία των θεματικών ενοτήτων της μουσειολογικής μελέτης.
Σύμφωνα με τη μελέτη διατηρούνται τα στοιχεία του φέροντος οργανισμού στην όψη του κτιρίου, ακόμα και όταν καθαιρούνται ορισμένοι τοίχοι για τη δημιουργία μεγαλύτερων υπαίθριων χώρων, ώστε να μην μεταβάλλεται η συνολική όψη και προστίθενται υαλοστάσια όπου κρίνεται απαραίτητο για τις εσωτερικές λειτουργίες.
Το ρολόι, το οποίο αποτελεί τοπόσημο για την ευρύτερη περιοχή αποκαθίσταται τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, με επισκευή των όποιων βλαβών και καθαρισμό του κλιμακοστασίου που οδηγεί σε αυτό. Όπου κρίνεται απαραίτητο γίνονται ενισχύσεις του φέροντος οργανισμού και επικάλυψη με νέα επιχρίσματα
Το νέο κτίριο χωροθετείται στη Νοτιοδυτική πλευρά του υφιστάμενου κτιρίου, παράλληλα με τον ταινιόδρομο. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σύμπλεγμα κλειστών αιθουσών που «αιωρούνται» πάνω από τον υπαίθριο χώρο του ισογείου και ενώνονται μεταξύ τους με γυάλινες γέφυρες – διαδρόμους. Ένα μεγάλο «στέγαστρο» ενοποιεί όλες τις αίθουσες, οι οποίες μοιάζουν να κρέμονται από αυτό. Με αυτόν τον τρόπο, επιτρέπεται η ανεμπόδιστη κίνηση στο ισόγειο του κτιρίου, η οπτική επαφή με τον ταινιόδρομο. Το νέο κτίριο δεν αποτελεί εμπόδιο, αλλά ενοποιητικό στοιχείο ανάμεσα στους δύο άξονες κίνησης της αποβάθρας.