Τη ζωγραφική του Χρήστου Μποκόρου αναγνωρίζει πολύς κόσμος. Αυτό είναι μια προσωπική κατάκτηση που δεν είναι αυτονόητη για ζώντα δημιουργό. Προσωπικά, με συγκινεί γιατί μοιράζομαι στο έργο του ένα βλέμμα με πρόσωπα οικεία που δε ζουν ανάμεσά μας. Μπορούμε να μιλήσουμε για προϋποθέσεις, για σχολές, για δασκάλους κ.λπ., αλλά το ίδιο το έργο, καθώς στεκόμαστε μπρος του και το βλέπουμε, δεν έχει ιστορία. Είναι πέραν του χρόνου, είναι πέραν του παρελθόντος και του μέλλοντος. Είναι εκεί, ανοιχτό στην παρατήρησή μας, αλλά δεν έχει ηλικία. Ο χρόνος πάνω του είναι μια πληροφορία που έχεις, το ίδιο το έργο δεν έχει χρόνο πάνω του. Εκεί, λοιπόν, βρίσκω «μια απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών», καθώς έλεγε ο Σεφέρης. Αν έχεις κάνει το σπίτι σου στον κόσμο της τέχνης, θα νιώσεις αυτές τις παράδοξες συναντήσεις.
Στον ίδιο τον ζωγράφο αγαπημένο θέμα είναι το αναμμένο κερί στο καντήλι, έξω στο σκοτάδι ή κάτω από τον έναστρο ουρανό, μόνο του ή ένα σμάρι μέσα στη σημαία, συμβολίζοντας αυτό που ο Μποκόρος πιστεύει πως είναι η ζωγραφική: ένα φωτεινό παραπέτασμα στο χάος.
Τ’ άναμμα του κεριού έχει βεβαίως ξεχωριστό συμβολισμό στη ζωή της Εκκλησίας. Ακόμη όμως και η κίνηση που προϋποθέτει το κερί του μνημόσυνου, δημιουργεί μια μνήμη συλλογική με μια έντονα αρχετυπική, ας επιτραπεί ο όρος, θεολογική έννοια. Να πως αποκαλύπτει ο δημιουργός αυτή τη μεταφορά στη ζωγραφική του πράξη σε ανάρτηση που έκανε πριν από λίγες ημέρες στο Facebook:
«Μου ‘στειλε πριν από λίγο ο Τάσης αυτές τις φωτογραφίες απ’ το ‘ξωκλήσι τ’ Αγίου Σάββα στη Φολέγανδρο. Τέτοια μέρα, τριάντα κάτι χρόνια πριν, στεκόμουνα σ’ αυτή τη θέση κι αυτή την εικόνα είχα δει, το σκοτεινό παράθυρο με τα κεριά, έργο μονάχο του στον τοίχο. Μ’ αυτή τη μνήμη ζωγράφισα ύστερα τα έργα με τις φλόγες και τα κεριά. Μύριζαν φρέσκο ασβέστη οι πέτρες, θυμάρι η γη κι όλο τριγύρω θάλασσα. Φιλοξενούμενος τότε του Γιάννη Παρασκευάδη και της Ελένης Μπεχράκη στην Αλυσιδερή, πλάι στο Καραβοστάσι. Το ‘κλησάκι μικρό, μονόχωρο, στο πουθενά έξω απ’ τη Χώρα προς την Άνω Μεριά, είχανε πάει από νωρίς η Ελένη με τη μάνα της να το παστρέψουνε για τη γιορτή του, το ‘χαν δικό τους και το φρόντιζαν, εγώ με τον Γιάννη ανεβαίναμε αργότερα χαζολογώντας, έγερνε ο ήλιος να βουτήξει πέρα απ’ το φρυγανισμένο τοπίο του νησιού, κι εκεί όπως περπατούσαμε έσκυψε μια στιγμή κι έπιασε ένα σκονισμένο ξερόχορτο μικρό, το ‘τριψε στα δάχτυλα, ευώδιασε ένα άρωμα σεμνό, δεσποινοβότανο, και μου ‘πε ένα ντόπιο τετράστιχο γι’ αυτό που το ‘χε μάθει απ’ την πεθερά του, τη μητέρα της Ελένης: “το δεσποινοβοτανάκι κι ένα άλλο χορταράκι, αν δεν σκύψεις να τα πιάσεις, την αγάπη σου θα χάσεις”. Και ποιό είναι τ’ άλλο βότανο, τον ρώτησα. Εδώ είναι το μυστικό, μου λέει, αυτό καθένας πρέπει να το ‘βρει μόνος του. Ζωγράφος τρυφερός, γλυκύτατος ο Γιάννης, είχε γεμίσει ένα στρατσόχαρτο μικρούλια θυμαράκια τόσα δα, ζωγραφισμένα με χρωματιστά μολύβια, το ‘χα ζηλέψει κι ακόμα το θυμάμαι εκείνο το χαρτάκι, δεν θέλει πολλά ν’ αποδοθεί η ψυχή, το πρώτο βλέμμα, φτιαγμένο με το τίποτε, λίγο πρασινάκι θαμπό, λίγο ρόδινο μαβί, μια στάλα σκουρότερη στη ρίζα για σκιά, ίσα να σταθεί, ούτε προοπτική, τίποτα, μόνο η χωροταξία και το αίσθημα του γύρω τόπου, ανάλαφρα, λιτά και μυρωμένα».