Όποτε τον ρωτούσαν αν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να αποκτήσει γυναίκα και οικογένεια, απαντούσε πως ήταν ήδη νυμφευμένος με την τέχνη κι ότι παιδιά του ήταν τα έργα του· αυτά θα εξασφάλιζαν τη διαιώνιση της φήμης του καλύτερα απ’ ότι οποιοσδήποτε άσωτος απόγονος. Ο Μιχαήλ Αγγελος κέρδισε επάξια μια θέση στο πάνθεο της Ιστορίας με αριστουργήματα της τέχνης, όπως η Καπέλα Σιστίνα και τα αγάλματα του Δαυίδ και της Πιετά.
Ωστόσο, δεν σμίλεψε μόνο μάρμαρα, δεν ζωγράφισε μόνο μνημειακές παραστάσεις. Δοκιμάστηκε και στην ποίηση σε μία εσωτερική συνομιλία, μία διαρκή πνευματική αναζήτηση, που αναπαράγει την ουσία της ιστορίας του βίου του, με μορφή λογοτεχνικού έργου. Μια νέα έκδοση στα ελληνικά σε μετάφραση και σχολιασμό της Κίας Σακελλαρίδου φανερώνει τα κεντρικά θέματα του προβληματισμού του: το εφήμερο της ζωής, η φθορά του χρόνου, η φύση και η τέχνη, η ομορφιά και η δύναμη του έρωτα και το φιλοσοφικό τους νόημα ως κλίμακα ανέλιξης προς το θείο.
Γιος του Λοντοβίκο ντι Λιονάρντο ντι Μπουοναρότι Σιμόνι και της Φραντσέσκα ντε Νέρι ντι Μινιάτο ντελ Σέρα, γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1475. Η οικογένεια Μπουαναρότι καταγόταν από παλιά φλωρεντινή οικογένεια και κατά το παρελθόν είχε καταλάβει σημαντικές θέσεις, απολαμβάνοντας σχετική ευημερία. Η οικονομική κάμψη φαίνεται να ξεκινάει στα μέσα του 15ου αιώνα με τον Λιονάρντο. Τότε, ο γιος του Λοντοβίκο αποδέχεται θέσεις έξω από την πόλη, ενώ το 1474 διορίζεται ως τοποτηρητής στην περιοχή του Αρέτσο, πρώτα στην πόλη Κιούζι κι έπειτα στο Καπρέζε, όπου γεννιέται ο δεύτερος γιος του, που παίρνει το όνομα του αρχάγγελου Μιχαήλ.
Εξι χρόνια αργότερα, η γυναίκα του πεθαίνει. Στο μεταξύ, η οικογένεια μετακομίζει στο Σετινιάνο, κοντά στη Φλωρεντία, και ο Λοντοβίκο εμπιστεύεται την ανατροφή του μικρού Μιχαήλ Αγγελου σε μία παραμάνα, γυναίκα λιθοξόου. Ο πατέρας του, προσβλέποντας στη μελλοντική βοήθεια των γιων του, αντιστέκεται στην αυθόρμητη κλίση του Μιχαήλ Άγγελου προς το σχέδιο και τον στέλνει να σπουδάσει υπό την καθοδήγηση του ουμανιστή Φραντσέσκο ντα Ουρμπίνο.
Το 1487, ωστόσο, συγκατατίθεται να πάει μαθητευόμενος στο εργαστήριο ζωγραφικής του Ντομένικο Γκιρλαντάγιο, ο οποίος, εκείνη την περίοδο, είχε αναλάβει ένα από τα πιο σπουδαία έργα της εποχής, τη διακόσμηση του Παρεκκλησίου Τορναμπουόνι, στη Σάντα Μαρία Νοβέλα. Στο εργαστήριο του Γκιρλαντάγιο, στη Φλωρεντία, ο νεαρός Μιχαήλ Αγγελος μαθαίνει την τεχνική της νωπογραφίας και εξασκείται στο σχέδιο.
Εν τούτοις, η υφολογική του εξέλιξη κινείται ανεξάρτητα από τον «σχετικά» συμβατικό χαρακτήρα της ζωγραφικής του Γκιρλαντάγιο, κρατώντας σαφείς αποστάσεις από την εκλεπτυσμένη γραμμικότητα, το πλήθος των ανθρώπινων μορφών σε κάθε σκηνή, τη σκηνογραφική δόμηση με βάση τους κανόνες της προοπτικής.
Σονέτο με καρικατούρα
Αν και υποστηρίζεται ότι ο Μιχαήλ Αγγελος εγκατέλειψε αμέσως το εργαστήριο του Γκιρλαντάγιο, είναι πιο πιθανό ότι συμπλήρωσε τα τρία χρόνια της σύμβασης μαθητείας που είχε υπογράψει ο πατέρας του το 1488. Σε κάθε περίπτωση, ως καλλιτέχνης υπήρξε κυρίως αυτοδίδακτος, ενώ μεγάλο μέρος της κατάρτισής του το απέκτησε μελετώντας τα αρχαία ελληνικά αγάλματα και τα έργα των μεγάλων ανανεωτών της φλωρεντινής τέχνης.
Παρά τον μελαγχολικό και μονήρη χαρακτήρα του, ο Μιχαήλ Αγγελος πολλές φορές είχε παρασυρθεί σε παράφορους έρωτες για όμορφους νέους ή χαρισματικές καλλονές. Η ιατρική της εποχής θα τον χαρακτήριζε «πάσχοντα από ερωτική μελαγχολία», ή αλλιώς «μανιακό» των εικόνων που αποτύπωνε και επανέφερε βασανιστικά στη σκέψη και στη φαντασία του. Η ομορφιά ήταν ένα φάντασμα που αποκαλυπτόταν και αποκτούσε υπόσταση, όχι μόνο στα γλυπτά και στα σχέδιά του, αλλά και στους στίχους του.
Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων του Μιχαήλ Αγγέλου, που εκτός από σονέτα, περιλαμβάνει μαδριγάλια και επιτάφιους, έγινε στα 1623. Η έκδοση του Αρμού ακολουθεί τη συλλογή Letteratura Italiana Einaudi, Michelangelo Buonarroti, Rime, a cura di Enzo Noè Girardi, Laterza, Bari 1960 και η αρίθμηση των ποιημάτων και των αποσπασμάτων αντιστοιχεί σε εκείνη της συλλογής.
Χειρόγραφο ποιήματος του Μιχαήλ Άγγελου
Στις 18 Φεβρουαρίου 1564, σε βαθιά γεράματα, σχεδόν 90 χρόνων πια, πεθαίνει ο Μιχαήλ Αγγελος. Ο πάπας θέλει η ταφή του να γίνει στη Ρώμη, όπου είχε μετακομίσει οριστικά ο καλλιτέχνης τριάντα χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο, η Φλωρεντία διεκδικεί τη σορό του για να του αποδόσει τον ύστατο φόρο τιμής, εκπληρώνοντας έτσι και την τελευταία του επιθυμία. Λίγο αργότερα, ένας ανιψιός του ενορχηστρώνει την κλοπή της σορού και μεταφέρει το λείψανο στην πόλη των Μεδίκων. Πέρα από τα όποια ζητήματα οικογενειακής υπερηφάνειας, απώτερος στόχος του είναι να μετατρέψει τον καλλιτέχνη σε «έμβλημα» της νέας Ακαδημίας ζωγραφικής, που είχε ιδρύσει ένα χρόνο νωρίτερα ο Βαζάρι, με τη γενναιόδωρη υποστήριξη του δούκα Κόζιμο Α΄.
Ο ίδιος ο Βαζάρι, γράφοντας τους περίφημους «Βίους» του, το 1550, επρόκειτο να τροφοδοτήσει κατ’ εξοχήν τον μύθο του Μιχαήλ Αγγέλου. Στα διαδοχικά κεφάλαια του βιβλίου του, ο Βαζάρι επιχειρεί μια κλιμακωτή παρουσίαση των μεγάλων μορφών της τέχνης, στον κολοφώνα της οποίας τοποθετεί τον Μιχαήλ Άγγελο.