«Έξω πάμε καλά»

Αυτή είναι η γνωστή ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η Ελλάδα συγκλονιζόταν από διαδηλώσεις την ίδια στιγμή που οι διαδικασίες ένταξης στην ΕΟΚ προχωρούσαν με γοργούς ρυθμούς. Έκτοτε, αυτή η δήλωση έτυχε πολλαπλών χρήσεων από τους εκάστοτε κυβερνώντες, όμως διατηρεί σταθερά την αξία της, καθώς δείχνει πόσο πιο πολύπλοκη είναι η διαχείριση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης. 

Μέσα σε λίγες μέρες η κυβέρνηση πέτυχε σημαντικές νίκες στην εξωτερική της πολιτική. Η κυβέρνηση της Λιβύης ουσιαστικά ακύρωσε το τουρκολιβυκό μνημόνιο για την ΑΟΖ, καθώς στον πρόσφατο διαγωνισμό για τα θαλάσσια πάρκα για πρώτη φορά αναγνωρίζει τα όρια της ελληνικής ΑΟΖ, όπως ορίστηκαν με τον νόμο του Γιάννη Μανιάτη το 2011. Αμέσως μετά ήρθε και η Chevron η οποία εκδήλωσε ενδιαφέρον για έρευνα υδρογονανθράκων σε δύο θαλάσσια οικόπεδα νοτίως της Κρήτης (Βλ. εμπεριστατωμένο άρθρο κυρίας Μαργαρίτας Ασημακοπούλου εδώ). Δηλαδή, de facto το τουρκολιβυκό μνημόνιο έχει μείνει στα χαρτιά. 

Επίσης, σημαντική ήταν και η δήλωση του Αμερικανού προέδρου Ντ. Τραμπ προσωπικά για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Τέτοιες δηλώσεις, που ξεφεύγουν από τον πανηγυρικό χαρακτήρα της ημέρας, δεν γράφονται εκ του προχείρου. Είναι αποτέλεσμα συνεργασίας πολλών συνεργατών του και περνούν από πολλά φίλτρα για έναν απλό λόγο: διότι στέλνουν μηνύματα. Και το μήνυμα που έστειλε η συγκεκριμένη δήλωση του Τραμπ ήταν υποστηρικτικό προς την Ελλάδα πρωτίστως, και τον Έλληνα πρωθυπουργό ακολούθως. Τερματίζεται έτσι μια περίοδος αβεβαιότητας και νευρικότητας που επικρατούσε στην Αθήνα σχετικά με τις προθέσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Σε αυτό το ρευστό κλίμα εμφανίστηκαν διάφορα σενάρια δήθεν υπονόμευσης του Μητσοτάκη, τα οποία διαψεύστηκαν πανηγυρικά. 

Η Ελλάδα, σύμφωνα με τη δήλωση Τραμπ, παραμένει ένας σταθερός σύμμαχος στην περιοχή –γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη βάση της Σούδας– αναπόσπαστο μέρος ενός ομίλου κρατών που αποτελούν μια πρόσθετη ασπίδα για το Ισραήλ. Όσοι έκαναν όνειρα για την ανατροπή Μητσοτάκη από το περιβάλλον του νέου Αμερικανού προέδρου τους διέφευγε αυτή ακριβώς η παράμετρος. Η στρατηγική σχέση Ελλάδας-Ισραήλ, την οποία ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί από το πολιτικό μας σύστημα είναι ο πρωθυπουργός. 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα συνεκτιμήσουμε και την αποτυχημένη επίσκεψη του Χακάν Φιντάν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Δεν έφυγε απλώς με άδεια χέρια, δεν έφυγε χωρίς κοινό ανακοινωθέν, αλλά εισέπραξε και τις ανησυχίες των ΗΠΑ για τη σύλληψη του Ιμάμογλου. 

Σε αυτή την εικόνα να βάλουμε και το ταξίδι του Μητσοτάκη στην Ιερουσαλήμ την Κυριακή για την υπόθεση της ηλεκτρικής διασύνδεσης, καθώς η Ελλάδα είναι λογικό να ενδιαφέρεται για την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ασφάλεια του πρότζεκτ. Φυσικά, οι δύο πρωθυπουργοί θα συζητήσουν και άλλα θέματα κοινού ενδιαφέροντος. 

Όλα αυτά τα τόσο σημαντικά στο εξωτερικό μέτωπο συμβαίνουν ενώ στο εσωτερικό αποκαλύπτονται δόλιοι σχεδιασμοί με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών, που ξεφεύγουν εντελώς από το πλαίσιο του δικαιολογημένου θυμού. Στο εγγύτατο μέλλον εκτιμώ ότι θα έρθουν και άλλες σχετικές αποκαλύψεις. Πάντως, φαίνεται πως η κυβέρνηση συνεχίζει το έργο της στηριγμένη σε μια ατράνταχτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και με διευρυμένα πλέον τα στηρίγματά της στις ΗΠΑ.