Τα τελευταία χρόνια, η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων στην Ελλάδα έχει τραβήξει την προσοχή των αναλυτών, αλλά αυτή η συζήτηση συχνά παραβλέπει τις βαθύτερες κοινωνικές τάσεις που συνέβαλαν στην άνοδό τους. Αντί να εστιάσουμε στα ίδια τα κόμματα, είναι κρίσιμο να εξετάσουμε τις αλλαγές που έχουν οδηγήσει πολλούς πρώην υποστηρικτές της κεντροδεξιάς να στραφούν προς την ακροδεξιά.
Η κεντροδεξιά παραμένει η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα. Κυβερνά κυρίως από το κέντρο, επιδεικνύοντας πραγματισμό στα περισσότερα ζητήματα, αλλά δεν διστάζει να επιβεβαιώσει τις συντηρητικές της αξίες όταν αυτό γίνεται απολύτως απαραίτητο. Ωστόσο, η αυξανόμενη απήχηση της ακροδεξιάς, ιδιαίτερα στην επαρχία και κυρίως τη Βόρεια Ελλάδα, δείχνει μια σημαντική κοινωνική μεταβολή. Πολλοί από τους σημερινούς ψηφοφόρους της ακροδεξιάς προέρχονται από κοινωνικές ομάδες που πριν από 20 χρόνια αποτελούσαν τη βάση της κεντροδεξιάς: θρησκευόμενοι, οικογενειάρχες, άνθρωποι του μόχθου που είναι απογοητευμένοι από την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των περιοχών τους.
Οι Αθηναίοι αστοί μπορεί να βρίσκουν τη μετατόπιση αυτών των ψηφοφόρων ακατανόητη, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν αλλάξει ριζικά αυτοί οι ψηφοφόροι τα τελευταία 20 χρόνια. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η πολιτική και πολιτιστική αφήγηση της κεντροδεξιάς, η οποία έχει απομακρυνθεί από την ικανοποίηση των αναγκών αυτών των κοινωνικών ομάδων.
Το πρόβλημα βρίσκεται σε μια αυξανόμενη πολιτιστική διαίρεση. Θέματα όπως ο γάμος των ομοφυλοφίλων και τα δικαιώματα φύλου είναι αποδεκτά από τις αστικές ελίτ, αλλά για πολλούς στην επαρχία αυτά τα ζητήματα φαίνονται ξένα ή ακόμα και απωθητικά. Αυτή η πολιτιστική μετατόπιση δεν είναι απλά αποτέλεσμα μιας διαγενεακής διαμάχης, αλλά μιας αποτυχίας επικοινωνίας με εκείνους που αισθάνονται ότι έχουν μείνει πίσω από τις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Η κεντροδεξιά δεν έχει εξηγήσει επαρκώς στους παραδοσιακούς της ψηφοφόρους γιατί αυτά τα θέματα προωθούνται και, πιο σημαντικό, γιατί θα έπρεπε να τους αφορούν.
Ταυτόχρονα, η οικονομική πραγματικότητα σε αυτές τις περιοχές παραμένει ζοφερή. Παρά τις περιοδικές υποσχέσεις, οι αγροτικές περιοχές και η Βόρεια Ελλάδα συνεχίζουν να υποφέρουν από έλλειψη επενδύσεων, ανεπαρκείς υποδομές και υψηλή ανεργία. Για τους ανθρώπους που ζουν σε αυτές τις περιοχές, οι υποσχέσεις της κεντροδεξιάς συχνά αποδεικνύονται κενές. Η οικονομική στασιμότητα τροφοδοτεί την αγανάκτηση και την απογοήτευση, την οποία η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται, προσφέροντας ένα αφήγημα πολιτιστικής διατήρησης του ελληνισμού, εθνικισμού και επιστροφής στις παραδοσιακές αξίες.
Η κεντροδεξιά έχει επικεντρωθεί κυρίως στο να διατηρήσει την κυριαρχία της στα αστικά κέντρα, αλλά έχει αποτύχει να προσφέρει ένα πειστικό όραμα για όσους ζουν εκτός των πόλεων. Το μήνυμα που λαμβάνουν οι ψηφοφόροι της επαρχίας είναι ξεκάθαρο: οι ανησυχίες τους είναι δευτερεύουσες. Αυτό έχει ανοίξει το δρόμο για την ακροδεξιά, η οποία προσφέρει υποσχέσεις - όσο κενές κι αν είναι - για αποκατάσταση της εθνικής υπερηφάνειας, προστασία της παράδοσης και ανάκτηση της ελληνικής ταυτότητας.
Για να επανακτήσει αυτούς τους ψηφοφόρους, η κεντροδεξιά πρέπει να κάνει περισσότερα από το να προσφέρει οικονομικές λύσεις ή αόριστες υποσχέσεις για “ανάπτυξη”. Πρέπει να ασχοληθεί ουσιαστικά με τις πολιτιστικές ανησυχίες αυτών των ψηφοφόρων, και παράλληλα να προσφέρει ρεαλιστικές λύσεις για την οικονομική αναζωογόνηση των περιοχών που το έχουν ανάγκη περισσότερο. Αυτό σημαίνει να αντιμετωπιστούν επιτέλους ζητήματα όπως οι υποδομές, η αποκέντρωση και η εκπαίδευση με έναν τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της υπόλοιπης Ελλάδας, και όχι με το γνωστό αθηνοκεντρικό τρόπο.
Η κεντροδεξιά δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζει αυτούς τους ψηφοφόρους ως περιθωριακή ομάδα. Αποτελούν σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος, και η μετατόπισή τους προς την ακροδεξιά αποτελεί αποτυχία όχι των ψηφοφόρων, αλλά των κομμάτων εξουσίας να γεφυρώσουν το πολιτιστικό και οικονομικό χάσμα που διευρύνεται. Αν η κεντροδεξιά επιθυμεί να διατηρήσει την κυριαρχία της στην ελληνική πολιτική σκηνή, πρέπει να ξαναβρεί τη σύνδεσή της με αυτούς τους ψηφοφόρους και να αναγνωρίσει ότι οι ανησυχίες τους δεν είναι τόσο απομακρυσμένες από εκείνες της αστικής της βάσης.