Όταν η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή (BEC) της Ρουμανίας αποφασίζει να αποκλείσει από την προεκλογική κούρσα έναν υποψήφιο που προηγούνταν σε ορισμένες δημοσκοπήσεις, δεν μιλάμε απλώς για μια τυπική διαδικασία, αλλά για μια δοκιμασία της ίδιας της δημοκρατίας. Η αναβολή των προεδρικών εκλογών λόγω ρωσικής ανάμειξης το 2024, η δικαστική έρευνα σε βάρος του Καλίν Γκεοργκέσκου και η πολιτική πόλωση υπογραμμίζουν πόσο λεπτές είναι οι ισορροπίες ανάμεσα στη διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας και στο σεβασμό της λαϊκής βούλησης.
Ενώ πολλοί θεωρούν την κίνηση του BEC υπερβολική – «ένα πραξικόπημα στην κάλπη», λένε οι υποστηρικτές του – άλλοι τη θεωρούν αναγκαία θωράκιση απέναντι σε έναν υποψήφιο που κατηγορείται για αντισημιτισμό, φιλοναζιστικές θέσεις και συμμαχίες, παραβάσεις των κανονισμών για το πολιτικό χρήμα και άλλα πολλά. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν αυτή η απαγόρευση προστατεύει τη δημοκρατική ομαλότητα ή ανοίγει ένα ολισθηρό μονοπάτι όπου η κυβέρνηση θα μπορεί να φιμώνει πολιτικούς αντιπάλους.
Σε μια Ρουμανία που γειτνιάζει με μια Ουκρανία σε πόλεμο και έχει κάθε λόγο να φοβάται τη ρωσική επιρροή, το επιχείρημα υπέρ της απαγόρευσης ξεκινά από την ανάγκη προάσπισης της εθνικής σταθερότητας. Η ακύρωση των εκλογών το 2024, λόγω αποδεδειγμένης ανάμειξης ρωσικών λογαριασμών στο TikTok, αποτελεί σοβαρό προηγούμενο. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το φαινόμενο δεν ήταν απλώς ένα διαδικτυακό παιχνίδι, αλλά στοχευμένη προσπάθεια αλλοίωσης του αποτελέσματος. Προσθέστε στο μείγμα την ποινική δίωξη εναντίον του Γκεοργκέσκου για «υποκίνηση κατά της συνταγματικής τάξης» και «υποστήριξη φασιστικών ομάδων», και το σκεπτικό του BEC μοιάζει λογικό: ένα άτομο που φέρεται να έχει επωφεληθεί από εξωτερικές παρεμβάσεις και υπερβολική ρητορική μίσους ίσως δεν πληροί τους όρους «προστασίας της δημοκρατίας». Αν μάλιστα είχε κερδίσει ξανά σημαντικό ποσοστό (οι δημοσκοπήσεις του Φεβρουαρίου 2025 τον έφερναν στο 40-45%), η ρουμανική πολιτεία νιώθει υποχρεωμένη να ενεργήσει αποτρεπτικά πριν η κατάσταση επαναληφθεί ή επιδεινωθεί.
Από την άλλη πλευρά, όταν μια εκλογική αρχή απαγορεύει σε έναν δημοφιλή υποψήφιο να κατέβει στις εκλογές, δεν διακυβεύεται απλώς η τύχη ενός πολιτικού. Διακυβεύεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στη διαφάνεια και στην ισότητα στην πολιτική αρένα. Το να βγάζεις νοκ-άουτ κάποιον με μια διοικητική-δικαστική απόφαση, ειδικά αν η πλήρης αιτιολόγηση δεν έχει δημοσιευτεί, ρισκάρει να θεωρηθεί «χειραγώγηση του εκλογικού παιχνιδιού». Αν ο στόχος είναι η πάταξη της ξένης χειραγώγησης, τότε οφείλεις να τεκμηριώσεις ανοιχτά τη σύνδεσή του με τέτοιου είδους παρέμβαση. Αλλιώς, μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης – ιδίως όσοι στηρίζουν τον Γκεοργκέσκου ή συμμερίζονται την καχυποψία έναντι της κατεστημένης πολιτικής – νιώθουν ότι το πολιτικό σύστημα «φιμώνει» μια αντίπαλη φωνή. Η ειρωνεία εδώ είναι ότι όσο πιο ασαφής είναι ο φάκελος του BEC, τόσο περισσότερο τρέφεται μια ατμόσφαιρα αμφισβήτησης για την εγκυρότητα του κράτους δικαίου.
Για να μη μετατραπεί η Ρουμανία σε πεδίο εδραιωμένων εξαιρέσεων, το βασικό ζητούμενο είναι η ταχύτητα και η διαφάνεια στη δικαστική διαδικασία. Ναι, η απαγόρευση μπορεί να είναι θεμιτή σε περιπτώσεις όπου τα στοιχεία υποδεικνύουν πράγματι «αλλοίωση της δημοκρατίας»· αλλά μόνο αν τα αποδεικτικά έρχονται στο φως έγκαιρα. Με τα κακόφημα παραδείγματα άλλων χωρών που έχουν καταδικάσει πολιτικούς αντιπάλους για ασήμαντα ή αμφιλεγόμενα αδικήματα, αυτό που ξεκινά ως δικαιολογημένο μέτρο ασφαλείας μπορεί να καταλήξει μηχανισμός λογοκρισίας. Το ανοιχτό παράθυρο της 15ης Μαρτίου για υποβολή υποψηφιοτήτων και η απουσία πλήρους αιτιολογίας από το BEC προτού να εξαντληθούν τα ένδικα μέσα δεν βοηθούν. Απαιτείται μια στιβαρή, γρήγορη και – προπαντός – διάφανη κρίση από το Δικαστήριο, για να πειστεί ο πολίτης ότι όλο αυτό δεν είναι παρωδία. Διαφορετικά, η κοινωνία θα διχαστεί βαθύτερα.