Η τραγωδία στα Τέμπη οδήγησε σε «κολοσσιαίες» διαδηλώσεις, έτοιμες να παραλύσουν τη χώρα. Το ξέσπασμα οργής καθοδηγείται αναμφίβολα από μια γνήσια ηθική αγανάκτηση: πολλοί πολίτες φοβούνται ότι η δικαιοσύνη ίσως δεν αποδοθεί ποτέ. Όμως, μαζί με την οργή που τους κατεβάζει στους δρόμους, κρύβονται κίνδυνοι αποσταθεροποίησης και κοινωνικής χειραγώγησης, ενώ στο υπόβαθρο όλα τα προβλήματα μεγεθύνονται από τη χαμηλή εμπιστοσύνη που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία.
Οι διαδηλώσεις, όσο δικαιολογημένες και αν είναι, μπορούν να εξελιχθούν σε μια γενικευμένη κοινωνική αναστάτωση. Σε μια περίοδο που η χώρα πασχίζει να σταθεί στα πόδια της οικονομικά και διεθνώς, τυχόν ψυχολογικές επιχειρήσεις (psy-ops) με στόχο να εντείνουν τα πάθη, ενδέχεται να ανοίξουν επικίνδυνες ρωγμές στο πολιτικό μας σύστημα. Δεν είναι απίθανο κάποιοι δρώντες, εσωτερικοί ή ξένοι, να εκμεταλλεύονται τις διαδηλώσεις για να κερδίσουν επιρροή ή να επιταχύνουν την πολιτική αστάθεια.
Πέρα από το άμεσο ζήτημα του τραγικού δυστυχήματος, η εγχώρια κρίση εμπιστοσύνης είναι βαθιά ριζωμένη. Δεν πρόκειται για ασαφή «κοινωνική κρίση», αλλά για μια πραγματικότητα που επιδρά σε τρεις κεντρικές διαστάσεις: οικονομία, πολιτική, και κοινωνική συνοχή.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης αποτρέπει επενδύσεις, καθώς επιχειρηματίες και αγορές θεωρούν το θεσμικό πλαίσιο ασταθές. Οι πολίτες, αισθανόμενοι ότι το κράτος ούτε τους προστατεύει, ούτε διαχειρίζεται σωστά τους φόρους που πληρώνουν, έχουν λιγότερα κίνητρα για οικονομική δράση και όρεξη για μεταρρυθμίσεις. Από την ανάπτυξη νέων καινοτόμων επιχειρήσεων μέχρι την εφαρμογή διαρθρωτικών πολιτικών, κάθε βήμα σκοντάφτει στην αμφιβολία: «Θα αξιοποιηθούν σωστά οι φόροι; Θα τηρηθούν οι κανόνες;» Το αποτέλεσμα είναι υποτονική δραστηριότητα και φυγή εγκεφάλων ή κεφαλαίων, που διαιωνίζει την οικονομική στασιμότητα η οποία αποτυπώνεται στην αναιμική οικονομική ανάπτυξη.
Χωρίς εμπιστοσύνη, οι πολίτες δεν αναθέτουν στις πολιτικές ελίτ ρεαλιστική εντολή για ριζικές μεταρρυθμίσεις, ενώ οι αντίπαλοι αυτών των μεταρρυθμίσεων ενθαρρύνονται να επιμείνουν σε «κυνικά» παιχνίδια ψηφοθηρίας. Ταυτόχρονα, σε κάθε κρίση-όπως η σιδηροδρομική τραγωδία-κυριαρχεί η άποψη ότι «τίποτα δεν θα αλλάξει» και ότι οι θεσμοί είναι «μπλοκαρισμένοι από συμφέροντα». Αυτό παράγει έναν φαύλο κύκλο πολιτικού κυνισμού: οι πολίτες κατεβαίνουν στους δρόμους, δικαίως, όμως αντί να περιμένουν αποτέλεσμα μέσω της Δικαιοσύνης, επιδιώκουν να τιμωρήσουν την εκάστοτε κυβέρνηση στηρίζοντας άλλες, πιο ακραίες ή λαϊκιστικές φωνές.
Η αδυναμία των πολιτών να εμπιστευτούν όχι μόνο το κράτος, αλλά και ο ένας τον άλλον, φανερώνει έναν διαβρωμένο κοινωνικό ιστό. Όταν η συνεργασία μεταξύ ιδιωτών, επιχειρήσεων, τοπικών κοινοτήτων και δημόσιων υπηρεσιών περιορίζεται, όλα δυσλειτουργούν. Στα σχολεία ή στα νοσοκομεία, συναντάμε πολίτες απρόθυμους να συνεργαστούν με τους θεσμούς επειδή υποψιάζονται διαφθορά ή ανικανότητα. Το ίδιο ισχύει και στις σχέσεις εργοδότη-εργαζόμενου· η καχυποψία δεν αφήνει περιθώριο για συνεννόηση και συνδιαμόρφωση λύσεων.
Αναπόφευκτα, η επίλυση δεν συνδέεται μόνο με την εύρεση ή την τιμωρία των υπευθύνων για το δυστύχημα στο Τέμπη. Απαιτείται μια συνολική επανάκτηση της εμπιστοσύνης. Η δικαιοσύνη δεν μπορεί να θεωρείται εργαλείο της εκτελεστικής εξουσίας που ενδέχεται να «κουκουλώσει» ευθύνες. Αντίθετα, πρέπει να λειτουργεί με διαφάνεια, λογοδοσία και ταχύτητα. Οι πολιτικοί θεσμοί οφείλουν να δείξουν ότι λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις ανησυχίες των πολιτών και να αλλάξουν ρότα.
Ταυτοχρόνως, πρέπει να υπάρξει προσοχή ώστε μαζικές και ορμητικές διαδηλώσεις να μη γίνονται όχημα για όσους επιδιώκουν τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής, εκμεταλλευόμενοι τη ρήξη εμπιστοσύνης. Τυχόν «ψυχολογικές επιχειρήσεις» που διοχετεύουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε ακραία πολιτικά κινήματα αποτελούν πραγματική απειλή για μια ήδη εύθραυστη δημοκρατία. Με άλλα λόγια, η έλλειψη εμπιστοσύνης μεγαλώνει τον κίνδυνο η λαϊκή πίεση να αποβεί καταστροφική, αντί να επιφέρει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Αν η Ελλάδα επιθυμεί να ξεπεράσει την πολλαπλή κρίση —οικονομική, πολιτική, ηθική— οφείλει να θεραπεύσει πρωτίστως την πληγή της αμοιβαίας καχυποψίας. Αυτό σημαίνει καθαρούς κανόνες, συνεχή αξιολόγηση και πολιτικούς/θεσμικούς λειτουργούς που δεν θα κρύβονται πίσω από συντεχνιακές νοοτροπίες. Η εμπιστοσύνη δεν επανέρχεται σε μια νύχτα, αλλά κάθε βήμα προς τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τη δικαιοσύνη τροφοδοτεί την προοπτική μιας κοινωνίας που μπορεί να διαχειριστεί κρίσεις χωρίς να θέτει τον εαυτό της σε κίνδυνο αποσταθεροποίησης. Γιατί τελικά, το μεγαλύτερο στοίχημα δεν είναι μόνο η αποτροπή επόμενων δυστυχημάτων, αλλά το να ξανά πιστέψουμε ότι οι θεσμοί μας μπορούν, υπό θεμελιώδεις αλλαγές, να ανταποκριθούν στο δημόσιο συμφέρον.