Τις τελευταίες μέρες πολλοί διατείνονται πως ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ «υπέκυψε» στον Ντόναλντ Τραμπ, αφήνοντας το Facebook να λειτουργήσει σαν όργανο «δεξιού λαϊκισμού» υιοθετώντας την πολιτική ουδετερότητα σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της πλατφόρμας. Μια πιο προσεκτική ματιά, ωστόσο, δείχνει ότι τα πράγματα ακολούθησαν διαφορετική διαδρομή. Στην πραγματικότητα, το Facebook δεν έγινε ποτέ «συμμαχικό» προς τον Τραμπ – αντίθετα, υπήρξε αρχικά μια ουδέτερη πλατφόρμα που βαθμιαία άρχισε να παίρνει αριστερή κλίση, επηρεασμένη από την κουλτούρα της Silicon Valley αλλά και τις πολιτικές πιέσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ. Την τελική φάση αυτής της πορείας – την ανοιχτή λογοκρισία «ενοχλητικών» απόψεων – επέβαλαν ουσιαστικά οι πιέσεις του Λευκού Οίκου του Τζο Μπάιντεν, σε συνεργασία με υπηρεσίες πληροφοριών και ευρωπαϊκούς θεσμούς, απειλώντας τη Meta (πρώην Facebook) με αυστηρές ρυθμίσεις.
Στην πρώτη του περίοδο, το Facebook προέβαλλε τον εαυτό του ως την απόλυτα ουδέτερη πλατφόρμα. Οποιοσδήποτε μπορούσε να δημιουργήσει λογαριασμό, να επικοινωνεί, να μοιράζεται ειδήσεις, απόψεις και περιεχόμενο, χωρίς (θεωρητικά) να κινδυνεύει με λογοκρισία. Αυτή η ουδετερότητα αντικατόπτριζε εν μέρει το γενικότερο πνεύμα της Silicon Valley της εποχής, το οποίο έτεινε να προάγει την καινοτομία και να αποφεύγει τις παρεμβάσεις στην ελευθερία έκφρασης.
Μετά τις αμερικανικές εκλογές του 2016 και την αναπάντεχη – για πολλούς – επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ, άρχισαν να υψώνονται φωνές μέσα στον προοδευτικό χώρο που κατηγορούσαν το Facebook πως επέτρεψε τη διασπορά «ψευδών ειδήσεων» και «ρωσικής προπαγάνδας». Οι ρυθμιστικές Αρχές στην Ευρώπη (παραδοσιακά πιο επιθετικές στο θέμα «εγκρίσεων» περιεχομένου) κατηγόρησαν ανοιχτά το Facebook για ανεπαρκείς μηχανισμούς ελέγχου της ρητορικής μίσους (που στις ΗΠΑ δεν υφίσταται ως νομικός όρος) και της υποτιθέμενης «επικίνδυνης παραπληροφόρησης».
Οι πρώτες συγκεκριμένες ενδείξεις ότι το Facebook οδηγείται σε αριστερή μεροληψία ήταν οι αλλεπάλληλες αναφορές και οι τιμωρίες (π.χ. shadow bans, προσωρινά μπλοκαρίσματα) σε λογαριασμούς κυρίως συντηρητικών χρηστών, υπό το πρόσχημα της «παραπληροφόρησης». Η ιδεολογία της Silicon Valley – ιδίως η έντονα «woke» νοοτροπία πολλών στελεχών εταιρειών τεχνολογίας – συνέβαλε σε αυτή την εξέλιξη. Όμως, ο βασικός καταλύτης δεν ήταν ο Τραμπ. Ήταν το γεγονός ότι μια μερίδα Δημοκρατικών πολιτικών στις ΗΠΑ και κορυφαίων Ευρωπαίων αξιωματούχων είχε ήδη αρχίσει να γυρίζει την πλάτη στην απόλυτη ελευθερία λόγου, επιλέγοντας την οδό της «συστημικής λογοκρισίας» στο όνομα της «προστασίας της Δημοκρατίας» και την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης.
Η πιο δραματική αλλαγή συνέβη όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση ο Τζο Μπάιντεν. Τα στοιχεία που προκύπτουν από τα αποκαλούμενα «Twitter Files» και από καταθέσεις σε επιτροπές του Κογκρέσου δείχνουν ότι ο Λευκός Οίκος του Μπάιντεν, σε συνεργασία με μέλη των μυστικών υπηρεσιών και Δημοκρατικούς νομοθέτες, πίεσαν επιθετικά τη Meta και άλλες πλατφόρμες. Η πίεση αφορούσε την απομάκρυνση «επικίνδυνων» αφηγήσεων για την πανδημία, την προέλευση του κορονοϊού και, βεβαίως, την πιθανή διαφθορά της οικογένειας Μπάιντεν. Παράλληλα, στην Ευρώπη, το ενδεχόμενο θέσπισης ολοένα αυστηρότερων ρυθμίσεων – ενίοτε με υπέρογκες κυρώσεις για τις ψηφιακές πλατφόρμες – λειτούργησε ως μοχλός πίεσης.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, έχουμε περισσότερους λόγους να υποθέτουμε ότι το Facebook δεν «υποτάχθηκε» στον Τραμπ· αντιθέτως, εξαναγκάστηκε από τον Λευκό Οίκο των Δημοκρατικών και από Ευρωπαίους τεχνοκράτες να γίνει ανεπίσημος λογοκριτής και εργαλείο επιβολής κυβερνητικών αφηγημάτων.
Τραγική ειρωνεία: Ο κλασικός φιλελευθερισμός θεωρείται συνώνυμος της υπεράσπισης της ελευθερίας του λόγου. Ωστόσο, βλέπουμε σήμερα ηγέτες που αυτοαποκαλούνται «φιλελεύθεροι» να προωθούν νόμους «κατά της παραπληροφόρησης», συντηρώντας ένα άτυπο δίκτυο λογοκρισίας. Χαρακτηριστικές είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του Όλαφ Σολτς στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, ότι «όποιος και να είσαι, ακόμα κι αν είσαι δισεκατομμυριούχος, μπορείς να μιλάς… αρκεί να μην υποστηρίζεις ακραίες δεξιές θέσεις». Τι θα πει «ακραίες», ποιος καθορίζει τι είναι δεξιό; Γιατί όχι και ακραίες αριστερές θέσεις; Και ποιος αποφασίζει για όλα αυτά τα υποκειμενικά ζητήματα; Φυσικά, ο καγκελάριος της Γερμανίας δεν μας απάντησε.
Σε τελική ανάλυση, η μετάβαση του Facebook από μια «ουδέτερη» πλατφόρμα σε έναν ανεπίσημο μηχανισμό λογοκρισίας υπήρξε αποτέλεσμα των πιέσεων της κυβέρνησης Μπάιντεν, Ευρωπαίων πολιτικών και της κεντρικής γραφειοκρατίας στις Βρυξέλλες. Αυτός είναι ο λόγος που η δήθεν «υποχώρηση» του Ζούκερμπεργκ στον Τραμπ φαντάζει εντελώς εκτός πραγματικότητας.