Από άλλοτε επικυρίαρχος περιφερειακή δύναμη, η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν βρίσκεται σήμερα απέναντι σε στρατηγικά διλήμματα που της έχει κατ’ ουσίαν επιβάλλει το Ισραήλ ενόσω εξουδετερώνει τους «δορυφόρους» της. Τι σταθμίζει το ιρανικό καθεστώς ως προς πιθανή ανταπόδοση στο Ισραήλ, αλλά και όσον αφορά το πυρηνικό του πρόγραμμα, και πώς μπορεί να επιδράσει στην επόμενη ημέρα στη Μέση Ανατολή η έκβαση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου.
Ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Κωνσταντίνος Φίλης μιλά στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη για το «τι θέλει και τι μπορεί» το Ιράν αναλύοντας πώς και γιατί έχουν συρρικνωθεί τα περιθώρια ελιγμών του σε στιγμή κατά την οποία το Ισραήλ ως φαίνεται έχει πλέον αποφασίσει να πλήξει πέραν των πληρεξουσίων του «άξονα της αντίστασης» και την ίδια την «πηγή του κακού». Εξηγεί τι «διαβάζει» το Ιράν στη στάση των αραβικών κρατών και τα διλήμματα που προβάλλουν τη στιγμή που σύσσωμοι οι περιφερειακοί δρώντες, αλλά και η Τουρκία, αναμένουν να δουν εάν θα ορκίζεται η Κάμαλα Χάρις ή ο Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ την 20ή Ιανουαρίου.
Ως προς το πού στέκονται η Τουρκία και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην εξίσωση της Μέσης Ανατολής, ιδίως σε σχέση με το Κουρδικό και τις εξελίξεις στη Συρία, ο κ. Φίλης παραθέτει το επικοινωνιακό σκέλος και την ουσία, που έγκειται στο φόβο για ένα αυτόνομο Κουρδιστάν, και παράλληλα εξηγεί γιατί η υπερέκθεση της Άγκυρας σε πολλαπλά μέτωπα διαπραγμάτευσης σπαταλούν μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο και κρατούν τον Ερντογάν «μετρημένο» έναντι Ελλάδας και Κύπρου.
Ακολουθεί η συνέντευξη του Κωνσταντίνου Φίλη:
Κύριε Φίλη, πώς αποκωδικοποιείτε το ανταποδοτικό χτύπημα του Ισραήλ στο Ιράν; Το ζήτημα δεν ήταν εάν αλλά πώς θα απαντήσει στο μπαράζ βαλλιστικών πυραύλων της 1ης Οκτωβρίου και υπό αυτό το πρίσμα πώς επέλεξε να κινηθεί το Ισραήλ και ποιο το μήνυμά του προς το καθεστώς Χαμενεΐ;
Επρόκειτο για ένα χτύπημα στοχευμένο, αλλά μετρημένο. Στοχευμένο διότι φαίνεται ότι έχει πλήξει τόσο την αντιαεροπορική δυνατότητα, όσο και τη δυνατότητα παραγωγής πυραύλων του Ιράν. Δεδομένου ότι το Ισραήλ βρίσκεται αντιμέτωπο με τις ρουκέτες που εκτοξεύονται από τη Χεζμπολάχ, εσχάτως δε και τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους που εκτοξεύτηκαν από την ίδια την Τεχεράνη, είναι λογικό να επέλεξε να πλήξει την αεράμυνα του Ιράν. Φαίνεται ότι το Ισραήλ έχει πλήξει βάσεις των κορυφαίων ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων S-300, και αν αυτό έχει όντως συμβεί το Ιράν θα είναι ακόμα πιο εξασθενημένο στο να μπορέσει να αποκρούσει μία επόμενη επίθεση του Ισραήλ. Επομένως εάν επιλέξει να ανταποδώσει, τότε τα πλήγματα του Ισραήλ θα είναι ακόμα πιο αποτελεσματικά και ακόμα πιο οδυνηρά για το καθεστώς.
Εάν ισχύει παράλληλα η πληροφορία ότι έχουν πληγεί και στόχοι εργοστασίων παραγωγής πυραύλων, αυτό θα πρόκειται για μία προσπάθεια του Ισραήλ να μετριάσει τη δυνατότητα του Ιράν και των πληρεξουσίων του να πλήττουν την ισραηλινή επικράτεια με πυραύλους προερχόμενους είτε από τον Λίβανο, είτε από την Υεμένη και τους Χούθι, είτε από το ίδιο το Ιράν, και να μην ξεχνάμε, γιατί τείνουμε να το ξεχνάμε, και από τις σιιτικές πολιτοφυλακές που δρουν στη Συρία και το Ιράκ. Μπορεί να μην εκτοξεύονται πύραυλοι από εκεί, αν και συμβαίνει ενίοτε και αυτό, αλλά οι σιιτικές πολιτοφυλακές είναι επίσης εμπλεκόμενες. Έχοντας πλήξει την ιεραρχία της Χαμάς και της Χεζμπολάχ, το Ισραήλ θέλει να αποδεκατίσει τους δορυφόρους του Ιράν και να συρρικνώσει τη δυνατότητά τους να πλήττουν το έδαφός του με την ευκολία που το έκαναν, και η Χεζμπολάχ το κάνει ακόμα και σήμερα.
Τι καλείται να σταθμίσει άμεσα το Ιράν σχετικά με το εάν θα δώσει συνέχεια στον κύκλο αντιποίνων; Και ποιες στρατηγικές επιλογές διαθέτει; Ουσιαστικά τι θέλει και τι μπορεί σε ένα περιβάλλον μεταβολής των συσχετισμών ισχύος στην περιοχή, αλλά και ενώ βρίσκεται το ίδιο σε μία περίπλοκη πορεία εσωτερικής μετάβασης με τον Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ στα 85 του χρόνια και δίχως έναν ξεκάθαρο διάδοχο μετά το θάνατο Ραΐσί;
Είναι πολύ εύστοχο το ερώτημα τι θέλει και τι μπορεί το Ιράν διότι ακριβώς αυτό που μπορεί είναι λιγότερο από αυτό που θέλει. Το Ιράν προφανώς θέλει να στείλει ένα μήνυμα ισχύος όχι μόνο στο Ισραήλ αλλά και στους δικούς του δορυφόρους, καθώς και στις υπόλοιπες χώρες της περιοχής όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Μέχρι πριν από κάποιο καιρό το Ιράν ήταν επικυρίαρχη περιφερειακά δύναμη διότι ήλεγχε ένα σημαντικό κομμάτι του Ιράκ, ήλεγχε τη Συρία καθώς κατάφερε με τη βοήθεια της Ρωσίας να διατηρήσει τον Μπασάρ αλ-Άσαντ στην εξουσία, ήλεγχε ένα κομμάτι του Λιβάνου όπου η Χεζμπολάχ ήταν κράτος εν κράτει, αλλά και πέραν από το νότιο Λίβανο ήλεγχε και την πολιτική ζωή της χώρας μέσω της Χεζμπολάχ και της χαοτικής κατάστασης που επικρατεί σχεδόν εδώ και μία δεκαετία, ενώ μέσω της Χαμάς ουσιαστικά γειτνίαζε, χωρίς να γειτνιάζει, με το Ισραήλ.
Δηλαδή ήταν πολύ σημαντικός «παίκτης» το Ιράν στην περιοχή, εξ ου και η επιθυμία της Σαουδικής Αραβίας για προσέγγιση, η οποία και επιτεύχθηκε με κινεζική διαμεσολάβηση περίπου προ διετίας, και είχε τη δυνατότητα να πλήττει το Ισραήλ δίχως να πλήττεται από το Ισραήλ. Πλέον, αυτό έχει αλλάξει. Το Ισραήλ αποφάσισε ότι θέλει να «τελειώνει» με τους δορυφόρους του Ιράν, αλλά απ’ ότι φαίνεται έχει αποφασίσει να πλήξει και την πηγή του κακού. Αν δούμε την απειλή αυτή από την οπτική του Ισραήλ ως μία λερναία ύδρα, κόβει τα κεφάλια αυτής και τώρα προσπαθεί να κινηθεί προς τη μήτρα που είναι το Ιράν για να το αποδυναμώσει έως και να εξουδετερώσει αυτόν τον κίνδυνο.
Συνεπώς, το Ιράν τώρα βρίσκεται σε θέση κατά την οποία έχουν συρρικνωθεί τα περιθώρια ελιγμών του λόγω της οικονομίας που έχει πληγεί από τις αμερικανικές κυρώσεις και από τις επιλογές του καθεστώτος, ενώ έχει και μία νεανική κοινωνία που ζητά την αλλαγή την οποία το καθεστώς δεν μπορεί να προσφέρει. Οι Αμερικανοί έχουν στείλει ένα πολύ ισχυρό μήνυμα αποτροπής συγκεντρώνοντας υπερβολικά μεγάλο αριθμό δυνάμεων στην περιοχή, ενώ το Ιράν επίσης βλέπει ότι οι αραβικές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, επιχειρούν μεν να βρουν ένα modus operandi μαζί του, όμως από την άλλη πλευρά καταλαβαίνει ότι αυτό που κάνει το Ισραήλ με τη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ, και ενδεχομένως και το ίδιο το Ιράν, ικανοποιεί και εξυπηρετεί και τα συμφέροντα των αραβικών κρατών της περιοχής.
Άρα βρίσκεται σε ένα δίλημμα, το οποίο ουσιαστικά του έχει επιβάλλει το Ισραήλ -διότι αν απαντήσει κινδυνεύει να δώσει στο Ισραήλ το αίτιο που αναζητεί για ένα ακόμη μεγαλύτερο χτύπημα, κάτι που δεν έχει κάνει προς το παρόν. Ενόσω επιζητά να κερδίσει χρόνο για να σταθμίσει πώς θα προχωρήσει με το πυρηνικό του πρόγραμμα, το Ιράν διαπραγματεύεται με τις ΗΠΑ για να αποφύγει ένα ενδεχόμενο πολύ ισχυρό χτύπημα εκ μέρους του Ισραήλ. «Πρέπει» να προχωρήσει σε μία απάντηση ζυγισμένη ώστε να μην συνεχιστεί αυτός ο φαύλος κύκλος, αλλά να στείλει και το μήνυμα στους εξασθενημένους δορυφόρους ότι ‘εγώ παραμένω ισχυρός, τώρα που αποδεκατίζεστε εδώ είμαι για εσάς’.
Συνεπώς, δεν θα επιχειρήσει το Ιράν να «απορροφήσει» το ισραηλινό χτύπημα;
Θα εκτιμούσα ως πιθανά δύο σενάρια. Το πρώτο είναι να απαντήσει το Ιράν με τρόπο που μπορεί να κρίνει ότι δεν θα προκαλέσει ανταπάντηση του Ισραήλ, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να το γνωρίζει, και το άλλο είναι να αφήσει το χρόνο να περάσει, προφανώς να αναμείνει και τις αμερικανικές εκλογές και να κινηθεί και αναλόγως αποτελέσματος. Ενδεχόμενη εκλογή Τραμπ, ο οποίος και έχει δημοσίως δηλώσει ότι το Ισραήλ πρέπει να πλήξει τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, αλλάζει την ψυχολογία. Η εξωτερική πολιτική πολλές φορές είναι ζήτημα πρόσληψης και ψυχολογίας, συνεπώς με ενδεχόμενη εκλογή Τραμπ την 5η Νοεμβρίου η πρόσληψη και η ψυχολογία του Ιράν μεταβάλλεται διότι θα γνωρίζει ότι στις 20 Ιανουαρίου στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών θα έχει ορκιστεί ένα πρόσωπο που έχει μιλήσει για το βομβαρδισμό των πυρηνικών του εγκαταστάσεων. Και το Ιράν γνωρίζει ότι δίχως την αμερικανική έγκριση, το Ισραήλ αυτό δεν θα το έπραττε.
Θα μπορούσαν τα αδιέξοδα του Ιράν να οδηγήσουν σε επιτάχυνση του πυρηνικού του προγράμματος ως «ασφαλιστήριο συμβόλαιο» καθώς βλέπει προοδευτικά να χάνουν την αξία τους δεκαετίες επένδυσης στον «άξονα της αντίστασης»; Πώς αναχαιτίζεται μία τέτοια πορεία και πόσο θα βαρύνει η αμερικανική προεδρική κάλπη;
Το Ιράν έχει εδώ ένα επιπλέον δίλημμα που προφανώς και συναρτάται άμεσα από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών: Αν θα διαπραγματευτεί σκληρά για τον τερματισμό του πυρηνικού προγράμματος ή εάν θα επιμείνει. Γιατί; Διότι προφανώς από τη στιγμή που το Ισραήλ ακολουθεί αυτή την πορεία, ο κίνδυνος για το Ιράν είναι να μη διακόψει το πυρηνικό πρόγραμμα και να δώσει στο Ισραήλ την αιτιολογία για να το καταστρέψει. Από την άλλη πλευρά εάν διαπραγματευτεί μπορεί να λάβει κάτι περισσότερο διότι είναι απολύτως βέβαιο ότι οι Ισραηλινοί, ιδίως την παρούσα χρονική στιγμή που έχουν το πάνω χέρι, δεν πρόκειται να επιτρέψουν στο Ιράν να πάει με το πυρηνικό του πρόγραμμα μέχρι τέλους. Επομένως το Ιράν, λογικά, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει το πυρηνικό πρόγραμμα ως διαπραγματευτικό ατού. Στο τέλος της ημέρας θα πάει σε μία διαπραγμάτευση. Και αυτό για να κερδίσει κάτι περισσότερο από αυτό που νομίζει ότι θα χάσει αν αποφασίσει να πάει μέχρι τέλους και πάρει το πολύ μεγάλο ρίσκο το Ισραήλ να κινηθεί για την καταστροφή του πυρηνικού προγράμματος.
Μία ανάλογη διαπραγμάτευση θα ήταν πιο εφικτή με μία διακυβέρνηση των Δημοκρατικών;
Εν πρώτοις ναι. Ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται ότι θεωρεί το Ιράν πολύ μεγάλο κίνδυνο και για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είναι μάλιστα σαφές αν θεωρεί την Κίνα ή το Ιράν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τις ΗΠΑ. Εάν το Ιράν οδηγήσει τις καταστάσεις κατά τέτοιο τρόπο ώστε να πιέσει τον Τραμπ να διαπραγματευτεί για να αποφύγει κλιμάκωση ή έναν πόλεμο στη Μέση Ανατολή ή εάν ο Τραμπ πιεστεί από τα στελέχη που θα τον πλαισιώσουν, μένει να διαφανεί. Ο ίδιος ο Τραμπ θεωρεί τον εαυτό του στόχο και μάλιστα ο Λευκός Οίκος πρόσφατα διαμήνυσε ότι πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία μία ενδεχόμενη απόπειρα δολοφονίας από πλευράς Ιράν εναντίον του Τραμπ. Φανταστείτε έναν πρόεδρο απέναντι σε μία χώρα που θεωρεί ότι προσπαθεί να τον δολοφονήσει.
Άρα, σε περίπτωση εκλογής Τραμπ αλλάζει κατά πολύ το πλαίσιο για το Ιράν και θα αναμείνουμε να δούμε εάν το προχθεσινό ανταποδοτικό χτύπημα του Ισραήλ μπορεί να αποτελεί την αρχή για κάτι πολύ μεγαλύτερο;
Η τελευταία επίθεση του Ισραήλ έγινε με τρόπο ώστε να μην κατηγορηθεί ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου ότι προσπαθεί να καθορίσει το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών. Γιατί με μία επίθεση σε πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, και αν ανέβαινε η τιμή του πετρελαίου, θα τον κατηγορούσαν οι Δημοκρατικοί ότι θέλει να «εκλέξει» τον Τραμπ. Δεν ήθελε να κατηγορηθεί για αυτό. Από την άλλη, δεν θα ήθελε να δημιουργήσει στη Μέση Ανατολή χάος με μία πιο εντυπωσιακή επίθεση για να μπορεί, εφόσον εκλεγεί, ο Ντόναλντ Τραμπ να έχει στα χέρια του μία κατάσταση διαχειρίσιμη. Αν εγώ ήμουν Νετανιάχου θα σκεφτόμουν: «Αφού ο Τραμπ έχει πει δημοσίως να βομβαρδίσω τις πυρηνικές εγκαταστάσεις, άσε να έρθει στα πράγματα και μετά το διαπραγματεύομαι μαζί του, αν και πώς θα το κάνω».
Το Ιράν από την άλλη διαπραγματεύεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες ήδη· υφίσταται ανοιχτός δίαυλος, τον οποίο δεν θέλει να κλείσει. Αυτό επίσης θα επηρεάσει το αν θα προβεί σε κάποια ανταποδοτική ενέργεια σε βάρος του Ισραήλ. Το Ιράν γνωρίζει ότι αν θα μπει σε αντιπαράθεση με το Ισραήλ, έχει πολλά να χάσει. Και θεωρώ ότι αυτό θέλει να το αποφύγει. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν θέλει να κόψει τους διαύλους του με τους Αμερικανούς.
Στην εξίσωση της Μέσης Ανατολής η Τουρκία στέκεται απέναντι στη Δύση, και σε ρητορικό επίπεδο συγκρούεται ανοιχτά με τις Ηνωμένες Πολιτείες και θέτει στο στόχαστρο το Ισραήλ. Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό για τις εξελίξεις στην περιοχή και ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν με φόντο και το Κουρδικό και τη βόρεια Συρία; Και πόσα συναρτώνται και πάλι από το αποτέλεσμα της προεδρικής κάλπης στις ΗΠΑ;
Υπάρχουν τρία σκέλη. Το ένα σκέλος είναι αυτό που έχει να κάνει με την εικόνα. Ο Ερντογάν αρέσκεται στο να δημιουργεί εντυπώσεις και δημιουργεί εντυπώσεις σε ένα κοινό το οποίο είναι εκπαιδευμένο από τον ίδιο να «τσιμπάει». Δηλαδή, ο πρόεδρός μας που τα βάζει με τους Αμερικανούς που δεν είναι πλέον υπερδύναμη, ο πρόεδρος που δεν ευθυγραμμίζεται με τους Αμερικανούς και η Τουρκία που ακολουθεί μία ανεξάρτητη πολιτική. Ο πρόεδρος που τα βάζει με τους κακούς σιωνιστές, οι οποίοι ‘ελέγχουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα γι’ αυτό και μας επιβάλλονταν παλαιότερα με τους οίκους αξιολόγησης, μας μείωναν τη χρηματοληπτική μας ικανότητα, γιατί οι Αμερικανοί, οι Εβραίοι και οι σιωνιστές έκαναν έναν πόλεμο κατά του Ερντογάν που τους λέει αυτά που δεν θέλουν να ακούσουν’. Ο πρόεδρος που υπερασπίζεται τους ανίσχυρους του πλανήτη και αυτό είναι, ας πούμε, το πρότυπο του μουσουλμάνου ηγέτη, ο οποίος δεν «μασάει» τα λόγια του. Όλα αυτά είναι εικόνα, είναι οι εντυπώσεις. Είναι το ένα κομμάτι αυτό. Σε αυτό ο Ερντογάν είναι «μάστερ». Δηλαδή βάζει τα γυαλιά σε πολλούς επικοινωνιολόγους.
Υπάρχει και η ουσία. Η ουσία είναι ότι ο Ερντογάν έχει έναν πάρα πολύ μεγάλο φόβο, έναν εφιάλτη, που είναι το Κουρδικό. Αυτό είναι το δεύτερο σκέλος. Στο Κουρδικό φοβάται ότι οι Αμερικανοί με τους Ισραηλινούς κάτι «μαγειρεύουν». Ο μεγαλύτερος φόβος τους είναι να «μαγειρεύουν» κάτι με τους Κούρδους της Συρίας. Γιατί; Επειδή οι Κούρδοι της Συρίας είναι συγκοινωνούντα δοχεία με τους Κούρδους της Τουρκίας. Ενώ οι Κούρδοι του Ιράκ είναι σχετικά ελεγχόμενοι από τον Ερντογάν, που έχει πολύ καλές σχέσεις μαζί τους -και εμπορικές και ενεργειακές και πολιτικές. Επομένως φοβάται ότι οι Ισραηλινοί με τους Αμερικανούς μπορεί να φτιάχνουν μία αυτόνομη κουρδική οντότητα στη Συρία, που αν συνέβαινε κάτι τέτοιο για την Τουρκία θα ήταν εφιάλτης. Πολύ κακή εξέλιξη. Βγαίνει και φωνάζει λοιπόν και για λόγους εντυπώσεων, όπως προανέφερα, αλλά και για λόγους ουσίας. Θέλει να τους προϊδεάσει και να τους προειδοποιήσει ότι ‘εγώ ξέρω ποια είναι τα σχέδια σας για τους Κούρδους, ειδικότερα για τους Κούρδους της Συρίας, και σας το ξεκόβω. Δεν πρόκειται να ανεχτώ τίποτα'.
Το τρίτο κομμάτι, που αφορά εμάς, είναι ότι με αυτά και με αυτά, έχοντας σπαταλήσει διπλωματικό κεφάλαιο βάζοντάς τα με το Ισραήλ, έχοντας σπαταλήσει διπλωματικό κεφάλαιο βάζοντάς τα με τους Αμερικανούς, με τους οποίους βέβαια διαπραγματεύεται σε διάφορα επίπεδα -όχι μόνο δηλαδή F-16, F-35 που είναι κάτι πολύ μακρινό. Διαπραγματεύεται για τους Κούρδους, διαπραγματεύεται μαζί τους για το Ουκρανικό, διαπραγματεύεται μαζί τους για τη θέση της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή, διαπραγματεύεται μαζί τους για άλλα ζητήματα που τον απασχολούν, για τον Καύκασο, για τη Λιβύη… Δηλαδή έχει πολλά ο Ερντογάν να διαπραγματευτεί γιατί έχει «απλώσει τον τραχανά», το οποίο έχει και το κακό και το καλό, γιατί μπορεί και διαπραγματεύεται σε διάφορα επίπεδα. Δεν είναι μονοθεματικός. Αλλά επειδή σπαταλά διπλωματικό κεφάλαιο δεν είναι αυτή τη στιγμή σε θέση και δεν θέλει να ανοίξει ένα μέτωπο με την Ελλάδα και την Κύπρο, εξ ου και τον βλέπουμε ότι είναι πιο μαζεμένος.
Γιατί με δύο πολέμους στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, με την Τουρκία να τα έχει βάλει με το Ισραήλ και να έχει αναλάβει τον ρόλο του υπερασπιστή των Παλαιστινίων, να έχει προβλήματα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να διαπραγματεύεται όπως είπαμε διάφορα ζητήματα, δεν τον «παίρνει» αυτή τη στιγμή να πάει απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο και να προσθέσει ένα ακόμα ζήτημα-πρόβλημα στις σχέσεις του με τους Αμερικανούς. Η Τουρκία έχει «ανοιχτεί» σε πολλά επίπεδα και δεν μπορεί να ανοίξει ένα ακόμα, και γι’ αυτό βλέπουμε τον Ερντογάν σχετικά μετρημένο.
Όσον αφορά τη βόρεια Συρία, ο Ερντογάν αναμένει την έκβαση των αμερικανικών εκλογών για να διαπραγματευτεί τη συνέχεια; Μπορεί να προσβλέπει σε μία νίκη Τραμπ για την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων;
Εκεί φοβάται, τι θα γίνει εάν υπήρχε απόφαση απόσυρσης των Αμερικανών. Επί προεδρίας του ο Τραμπ είχε αποσύρει κάποιες δυνάμεις. Δεν είναι σαφές εάν θα αποσυρόταν τώρα από τη Συρία, σε αυτή τη συγκυρία με το Ιράν απέναντι στο Ισραήλ. Δεν ξέρω κατά πόσο θα ήταν σώφρον να το κάνει, ακόμη κι αν το επιθυμεί. Θα είναι πιο δύσκολο να γίνει τώρα από ό,τι θα ήταν ένα χρόνο πριν. Αλλά αν αποσυρθεί από τη Συρία ο Τραμπ, εκεί ο Ερντογάν φοβάται τι θα αφήσει. Δηλαδή αυτή τη στιγμή η Τουρκία, σε ένα κομμάτι της Συρίας -όχι στα ελεγχόμενα από τους Κούρδους εδάφη- είναι κατοχική δύναμη. Αυτό δεν το θέλουν ούτε ο Άσαντ, ούτε οι Ιρανοί, ούτε οι Ρώσοι. Συνεπώς, όσον αφορά τους Κούρδους, ο Ερντογάν δεν γνωρίζει εάν στην περίπτωση απόσυρσης των Αμερικανών, θα προσπαθούσαν πριν φύγουν να εδραιώσουν τους Κούρδους κατά κάποιο τρόπο.
Για αυτό προσπαθεί να τα βρει με τον Άσαντ…
Μπορεί τα πράγματα κατόπιν της απόσυρσης των Αμερικανών να είναι χειρότερα, να μην είναι τόσο εύκολα για την Τουρκία να αρχίσει να επιχειρεί κατά των Κούρδων της Συρίας, επειδή απλώς έφυγαν οι Αμερικανοί. Αυτό που θα ήθελε ο Ερντογάν είναι να σταματήσουν οι Αμερικανοί να τους εξοπλίζουν και να τους υποστηρίζουν οικονομικά. Αυτό θα ήθελε. Αυτό δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να το πετύχει γιατί οι Κούρδοι είναι πολύ σημαντικοί και για τους Ισραηλινούς.
O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.