Πιστεύει κανείς στα αλήθεια ότι η Τουρκία θα αλλάξει πολιτική έναντι της Ελλάδας; Ότι θα μετατραπεί σε μία νύκτα από λύκο σε περιστέρι της ειρήνης και χωρίς μάλιστα να έχει υποχρεωθεί από τις όποιες περιστάσεις; Δηλαδή αυτοβούλως και χωρίς να έχει υποστεί ήττα σε κάποιο πεδίο; Δύσκολο! Άρα; Καλώς έρχεται ο Ερντογάν στην Αθήνα; Προφανώς! Δεν πρέπει να δοθεί η εντύπωση στον διεθνή παράγοντα ότι ο «περίεργος», ο αδιάλλακτος σε αυτήν τη «σχέση» είναι η Ελλάδα.
Αυτό που δε θέλουν να κατανοήσουν οι ιέρακες της υποχωρητικότητας στην Αθήνα είναι ότι η ρητορική του πολέμου και του μίσους δεν είναι απόφαση ενός ανδρός στην Άγκυρα, αλλά στρατηγική επιλογή της επιχειρηματικής και πολιτικής ελίτ της Τουρκίας. Κατά συνέπεια δεν πρόκειται να έρθει εδώ ο Ερντογάν για να δηλώσει ότι «παραιτείται». Θα έρθει για να μας πει ότι προσφέρει «ειρήνη» με αντάλλαγμα να πάρει όσα περισσότερα μπορεί.
Και από την άλλη, όλοι ανησυχούν μην τυχόν και δώσουμε κάτι στον Ερντογάν που δεν πρέπει, θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι αυτή η κυβέρνηση έχει περάσει προ πολλού αυτού του είδους τις «εξετάσεις».
Η Τουρκία ξέρει ότι έχει απέναντί της μια χώρα που έχει επιλέξει για διάφορους λόγους την οδό της αυτοχειρίας. Το δημογραφικό και μόνο εξασφαλίζει σε μία υπομονετική Τουρκία ότι σύντομα, σε λιγότερα από 25 χρόνια, θα βρεθεί σε θέση ισχύος, απέναντι σε μία Ελλάδα που θα είναι συρρικνωμένη πληθυσμιακά και θα έχει στην πλειοψηφία τους κατοίκους ηλικίας άνω των 60 ετών.
Οι νεοέλληνες, επίσης, δεν κάνουν και κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια για να πρωταγωνιστήσουν στη βιομηχανία ή στην τεχνολογία. Κάπου τέλος πάντων. Με άλλα λόγια, η Τουρκία δεν έχει λόγο να μπει σε περιπέτειες με την Ελλάδα σε αυτήν τη φάση, όταν έχει τόσα μέτωπα ανοικτά. Αν πίστευε ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει τετελεσμένα με μία πειρατική κίνηση και χωρίς να έχει συνέπειες, θα έμπαινε στον κόπο. Αλλά με τον κίνδυνο να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας και να θέσει σε δοκιμασία τη θέση της σε όλα τα άλλα μέτωπα, δε θα το κάνει...
Από την άλλη, η Ελλάδα έχει μία ιστορική ευκαιρία να διορθώσει την πορεία της. Έπειτα από αρκετά χρόνια αποπροσανατολισμού, με τα «λεφτά υπάρχουν» και τα «go home madam Merkel», η Ελλάδα προσπαθεί να βρει τη θέση της στον αυριανό κόσμο. Δεν είναι μία εύκολη προσπάθεια, ούτε και έχουμε εξασφαλισμένη θέση στο τραπέζι των ισχυρών. Αλλά έχουμε μία καλή πιθανότητα. Και σε κάθε περίπτωση είναι προτιμότερη η εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη σε μια σύσκεψη με τους ισχυρούς της Ευρώπης από εκείνη την τραγική εικόνα του Αλέξη Τσίπρα που έψαχνε τους φακέλους του στη συνάντησή του με τη Μέρκελ.
Στη δύσκολη αυτή προσπάθεια η Ελλάδα χρειάζεται χρόνο. Χρόνο, τόλμη και σημαντική προσπάθεια. Εκείνο που δε χρειάζεται είναι μάχες χαρακωμάτων στο εσωτερικό που θα εξαντλήσουν και τα τελευταία αποθέματα ενέργειας που υπάρχουν.
Αλίμονο αν πιστεύει κανείς ότι υπάρχει ελληνική κυβέρνηση που θα έκανε μία συμφωνία σε βάρος της χώρας! Εκεί που μπορεί να υπάρχουν διαφωνίες είναι σε θέματα τακτικής. Αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητα των πολιτικών του...
Υπάρχει ένα ιδανικό σενάριο στις σχέσεις μας με την Τουρκία: Να περάσουμε σε μία φάση μιας ουσιαστικής συνεργασίας στην Οικονομία. Αλλά αυτό προϋποθέτει ότι θα έχουμε λύσει τις διαφορές μας στη θάλασσα. Πώς μπορεί κανείς να προχωρήσει σε κοινές δουλειές στην ενέργεια στην Ανατολική Μεσόγειο, αν προηγουμένως δεν έχει ξεκαθαρίσει ποια είναι τα δικαιώματα του καθενός; Επιπλέον, η Τουρκία νιώθει αυτή τη στιγμή πανίσχυρη, ότι εξαπλώνεται σε πολλές αγορές και ότι δεν έχει ανάγκη την Ελλάδα.
Θα μας έκανε, λοιπόν, μεγάλη εντύπωση αν έμπαινε στο τραπέζι μια ειλικρινής πρόταση συνεργασίας. Ως προς αυτό δεν είμαστε αισιόδοξοι και συνεχίζουμε να ελπίζουμε σε ένα θαύμα. Αλλά πιστεύουμε ότι η αδιαλλαξία της Άγκυρας δεν πρέπει να γίνει μεταδοτική και ότι εμείς θα πρέπει να έχουμε μόνιμα μία πόρτα ανοικτή στον διάλογο. Όχι γιατί έχουμε να κερδίσουμε πολλά από έναν διάλογο που δεν είναι ειλικρινής, αλλά επειδή έχουμε περισσότερα να χάσουμε αν σταματήσουμε να μιλάμε.
Θανάσης Μαυρίδης