Η τιμή του ελαιόλαδου έχει ακριβύνει αισθητά, σε σχέση με τις τιμές που είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν. Δεν πήγε καλά η παραγωγή στην Μεσόγειο και έτσι σημειώθηκε άνοδος στην τιμή του προϊόντος! Το λάδι, πάντως, δεν είναι ακριβό! Ήταν ένα προϊόν που πουλιότανε σε ευτελή τιμή, χωρίς να κερδίζει κάποιος άλλος πέραν των Ιταλών που το αγόραζαν κοψοχρονιά και το μεταπουλούσαν ως χρυσάφι στα πέρατα του κόσμου.
Η τιμή του ελαιόλαδου έχει ανέβει και προβλέπεται ότι θα ανέβει και άλλο. Η αιτία δεν είναι ότι κάναμε κάτι σπουδαίο για να αναδείξουμε τις ιδιαιτερότητες του προϊόντος που παράγεται στην Ελλάδα, δεν κάναμε με άλλα λόγια ένα καλό marketing. Η άνοδος οφείλεται στον παλαιό γνωστό κανόνα της προσφοράς και της ζήτησης. Οπότε, μόλις αποκατασταθεί η τάξη, μόλις η παραγωγή επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα, οι τιμές του ελαιόλαδου θα επανέλθουν και εδώ σε μια κανονικότητα.
Τι είναι όμως αυτή η «κανονικότητα»; Συζητάμε για μία κατάσταση που ο παραγωγός παράγει μόνο για τις ανάγκες του σπιτιού του και για να καλύψει τα έξοδα της χρονιάς: Λιπάσματα, ποτίσματα, εργατικά, κλαδέματα. Η παραγωγή μοιάζει περισσότερο με χόμπι, παρά για «εργασία». Την ίδια ώρα ο μέσος καταναλωτής πληρώνει τα 75 κιλά που θα καταναλώσει (3 τενεκέδες λάδι) με 350 ευρώ. Κι αυτός ο υπολογισμός είναι κάπως αυθαίρετος. Δεν καταναλώνουν όλες οι οικογένειες τόσο λάδι, από την στιγμή που έχουν αλλάξει οι διατροφικές συνήθειες. Αλλά ας κάνουμε αυτή την υπόθεση…
Σήμερα αν το λάδι αυτό το πάρει απευθείας από τον παραγωγό η τιμή είναι διπλάσια σε σχέση με πέρυσι και από το σούπερ μάρκετ σχεδόν τριπλάσια. Μία οικογένεια θα πρέπει να δαπανήσει επιπλέον 350 ευρώ για να αγοράσει το λάδι της χρονιάς από τον παραγωγό, όπως έκανε εδώ και χρόνια. Το ερώτημα είναι αν αυτά τα 350 ευρώ έπρεπε να τα πληρώνει και στο παρελθόν! Αν, δηλαδή, το λάδι το πληρώναμε μέχρι σήμερα πολύ φθηνά, αν ο κόπος και οι επενδύσεις του ελαιοπαραγωγού αξίζουν λιγότερους από 70 καφέδες τον χρόνο για την μέση ελληνική οικογένεια!
Θα μας πείτε ότι έτσι δεν βγαίνει λογαριασμός. Κόψε τόσους καφέδες για το λάδι, άλλους τόσους για τα όσπρια και ούτω καθεξής, στο τέλος θα κλείσουν οι καφετέριες. Αυτό το τελευταίο δεν θα ήταν και ιδιαίτερα αρνητικό, αφού η μόνο οικονομική δραστηριότητα που βρίσκεται σε άνθηση τα τελευταία χρόνια είναι αυτή των καφέ. Στην πραγματικότητα όμως δεν εννοούμε αυτό. Αλλά το γεγονός ότι υπάρχει εδώ και χρόνια μια μεγάλη στρέβλωση με την τιμή του ελαιόλαδου. Ότι με τις τιμές που πουλιότανε μέχρι σήμερα το λάδι δεν υπήρχε σοβαρό κίνητρο για τους παραγωγούς, με αποτέλεσμα να είναι εύκολη η πρόβλεψη για το τι θα συμβεί σε λίγα χρόνια με το ελληνικό ελαιόλαδο…
Η στρέβλωση για την οποία κάναμε λόγο οφείλεται στην αλλαγή του τρόπου παραγωγής σε άλλες μεσογειακές χώρες (ελιές χαμηλού ύψους που η συγκέντρωση του καρπού γίνεται με μηχανήματα) και η οποία αλλαγή συμπιέζει το κόστος παραγωγής και διάθεσης και ακόμη το γεγονός ότι οι Έλληνες παραγωγοί δεν έχουν εργαστεί αρκετά στο marketing του προϊόντος που παράγουν. Κι έτσι φτάσαμε να συζητάμε για ένα εξαιρετικό προϊόν που προσφέρεται σε παράλογα χαμηλές τιμές, χωρίς την ίδια στιγμή κάποιος να ωφελείται σημαντικά. Λάθος! Κάποιος ωφελείται! Κι αυτός δεν είναι άλλος από τους Ιταλούς που αγοράζουν το προϊόν σε τιμή ευκαιρίας και το μεταπωλούν σαν να πρόκειται για χρυσάφι σε όλο τον κόσμο.
Είναι σαφές ότι κάνουμε λάθος. Τόσοι υπουργοί πέρασαν από το Αγροτικής Ανάπτυξης και δεν βρέθηκε ένας να ωθήσει τα πράγματα προς την σωστή κατεύθυνση. Να αλλάξει ο τρόπος παραγωγής, να δημιουργηθούν ετικέτες με ακριβό λάδι για το εξωτερικό. Να εργαστεί τέλος πάντων για να πάρουν αξία τα γεωργικά μας προϊόντα. Να κάνει δηλαδή την δουλειά του. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να υπάρξει ανάπτυξη. Κι σε ότι αφορά την ελληνική κοινωνία και την ακρίβεια, εφόσον τα προϊόντα αυτά παράγονται στην Ελλάδα, η διαφορά της τιμής πώλησης θα επιστρέψει στο τραπέζι του καταναλωτή ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης.
Θανάσης Μαυρίδης