Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Δεν ξέρουμε γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτό είναι αλήθεια, αλλά η Ελλάδα έχει ήδη πεθάνει μία φορά μετά από τη μάχη της Λευκόπετρας, όπου ηττήθηκε η Αχαϊκή Συμμαχία από τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Χρειάστηκε να περάσουν εκατοντάδες χρόνια για να υπάρξει μια ελληνική κρατική οντότητα. Δεν καταλαβαίνουμε, λοιπόν, τη μακαριότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε τα πράγματα. Δεν δικαιολογείται από την κατάσταση των πραγμάτων.
«Δεν βαριέσαι αδελφέ»! Ξέρουμε ότι αυτή είναι η απάντηση σε όσους έχουν αποφασίσει να «κουράσουν» με τις συνεχείς και σχετικές «οχλήσεις». Κι όμως! Δεν βαριόμαστε. Ούτε μπορούμε να αποδεχτούμε ότι θα αφήσουμε στα παιδιά μας μια χώρα μικρότερη και λιγότερο ισχυρή απ’ αυτή που παραλάβαμε από τους πατεράδες μας. Δεν μπορούμε να το αποδεχτούμε, αλλά συμβαίνει!
Ας δει κανείς ποια ήταν η θέση της Ελλάδας πριν 20 χρόνια στην περιοχή και ποια είναι σήμερα. Ας συγκρίνει την πορεία μας σε όλα τα επίπεδα με την αντίστοιχη πορεία της Τουρκίας ή ακόμη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Σύμφωνοι, οι μισθοί στη Βουλγαρία δεν είναι ακόμη υψηλότεροι από τους αντίστοιχους μισθούς στην Ελλάδα. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Μένουμε στο «ακόμη», επειδή η δυναμική των πραγμάτων είναι τέτοια που τείνουμε να γίνουμε ουραγοί σε όλα…
Πριν από 16 χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο με θέμα μια φανταστική επιστολή από κάποιον Έλληνα μετανάστη του …μέλλοντος, ο οποίος είχε αναζητήσει ή καλύτερα θα αναζητήσει την τύχη του στη Ρουμανία. Η κεντρική ιδέα του άρθρου ήταν να παρουσιαστεί με έναν γλαφυρό τρόπο η πιθανότητα, η αδύναμη τότε Ρουμανία να μας αφήσει πίσω και να πάψουμε έτσι να είμαστε οι «πρωταγωνιστές» των Βαλκανίων, όπως διαφήμιζε όλος ο εγχώριος πολιτικός κόσμος.
Αλήθεια, σας φαίνεται σήμερα αστείο; Διότι εκείνη την εποχή και με αφορμή αυτό το άρθρο ο γράφων είχε φάει «άγριο κράξιμο». Λογικό! Δεν αρέσουν σε αυτήν τη μεριά του κόσμου τα κακά μαντάτα. Κάποτε πετούσαν τους μαντατοφόρους στον Καιάδα. Και πάλι τυχεροί ήμασταν.
Στην πραγματικότητα βιώνουμε την ίδια κρίση που ξεκίνησε την επομένη των «προβληματικών επιχειρήσεων» και των κρατικοποιήσεων που ακολούθησαν και η οποία κρίση φάνηκε να κορυφώνεται με τη χρεοκοπία. Κατά τα φαινόμενα, η κρίση αυτή δεν έχει τελειώσει. Βρισκόμαστε μόνο σε μια ύφεσή της, η οποία μπορεί να τελειώσει (η ύφεση) ανά πάσα στιγμή και να δούμε τότε την κρίση να μας δείχνει και πάλι τα κοφτερά της δόντια. Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά δομικά προβλήματα που απαιτούν οδυνηρές λύσεις, οι οποίες, φυσικά, και δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς.
Θα τολμούσαμε να πούμε ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα δεν είναι στην Οικονομία, καθώς εκεί έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες. Κι αυτό φαίνεται και στο κόστος δανεισμού. Το πραγματικό πρόβλημα είναι στο γεγονός ότι η χώρα συνεχίζει δίχως σχέδιο. Ναι, η Οικονομία θα μπορούσε να πηγαίνει πολύ καλύτερα. Αλλά αυτό θα είχε ως προϋπόθεση την ύπαρξη ενός σχεδίου. Για τη Δικαιοσύνη, το δημογραφικό, το μοντέλο παραγωγής, τον πρωτογενή τομέα, την Παιδεία, την Υγεία. Όσο δεν υπάρχει σχέδιο, όσο είμαστε υπηρέτες του δόγματος «πάμε και βλέπουμε» η χώρα θα φυτοζωεί. Μέχρι την επόμενη μεγάλη διεθνή κρίση που θα επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες των μεγάλων παικτών της πολιτικής και οικονομίας διεθνώς και εμείς θα ανακαλύψουμε και πάλι ότι ο κόσμος μας είναι σκληρός και άδικος.
Να μην κρυβόμαστε πίσω από μεγάλες λέξεις, όπως «μεταρρυθμίσεις». Δεν πρόκειται για μια μάχη μεταρρυθμιστών και μη μεταρρυθμιστών. Πρόκειται για μια μάχη επιβίωσης ενός Έθνους και υπάρχουν εκείνοι που είναι διατεθειμένοι να τη δώσουν και εκείνοι που δεν είναι. Η χώρα δεν χρειάζεται μια καλή διαχείριση. Χρειάζεται μία μεγάλη επανάσταση. Και το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι εξ ημών ανήκουμε στη δεύτερη ομάδα, εκείνων που δεν θέλουν να δώσουν την παραμικρή μάχη. Οπότε, μην πιστεύετε ότι οι χώρες δεν πεθαίνουν. Πεθαίνουν και αυτό έχει συμβεί κι άλλες φορές στο παρελθόν. Μήπως είναι δική μας;
Θανάσης Μαυρίδης