Τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τις αντιμετωπίζουμε όπως κάποιος που του έτυχε μία «στραβή» στη βάρδιά του. Μόνο που το «κοίτα να δεις ποιος έτυχε και κάθεται δίπλα μου» δεν λύνει το θέμα. Η Τουρκία είναι γείτονάς μας και δεν γίνεται ούτε εμείς ούτε και εκείνοι να μετακομίσουμε σε άλλη γειτονιά. Η συνεργασία είναι μονόδρομος. Αλλά ο κόσμος αυτός δεν είναι του κατηχητικού. Οι συνεργασίες ορίζονται από τους ισχυρότερους. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι να βγάλουμε το μάτι του γείτονα, αλλά να δημιουργήσουμε τις συνθήκες εκείνες που θα μας επιτρέψουν να συζητήσουμε επί ίσοις όροις.
Κακά τα ψέματα. Στον σύγχρονο κόσμο μας η μόνη διεθνής κατανοητή γλώσσα είναι εκείνη της ισχύος. Δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και οι διαβεβαιώσεις. Κι ενώ το επάγγελμα του τουρκοφάγου μοιάζει να είναι αρκετά προσοδοφόρο πολιτικά για τους συνεπείς κήρυκες του λαϊκισμού, η αλήθεια είναι ότι ελάχιστα έχει αποδώσει στη χώρα. Όπως αντίστοιχα δεν έχουν αποδώσει και οι πολιτικές της κουμπαριάς και του ζεϊμπέκικου.
Η μόνη πολιτική που έχει αποτελέσματα μέχρι τώρα είναι αυτή που ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση. Από τη μία ισχυροποίηση στον στρατιωτικό τομέα, η οποία λειτουργεί αποτρεπτικά σε όσους έχουν ονειρώξεις για αλλαγές των συνόρων. Και από την άλλη πρόσκληση σε διάλογο. Ένας διάλογος που έχει πραγματική βάση και η οποία δεν είναι άλλη από τα όσα έχουν να κερδίσουν οι δύο χώρες από τη συνεργασία τους.
Είναι πιθανό κάτι τέτοιο στην παρούσα φάση; Πόσο κοντά είμαστε σε μια πραγματική ελληνοτουρκική συμμαχία; Ίσως είκοσι ή τριάντα χρόνια μακριά. Ίσως και μερικούς μόλις μήνες. Όλα εξαρτώνται από το πόσο γρήγορα η Τουρκία θα διαπιστώσει ότι η πρακτική των συνεχών προκλήσεων είναι αδιέξοδη και ότι μπορεί στο τέλος να της κοστίσει ακριβά. Οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο σύντομα είναι μικρές, δεδομένου ότι η Γαλάζια Πατρίδα είναι στρατηγική επιλογή της τουρκικής ελίτ και όχι μια «ανακάλυψη» του Ερντογάν.
Επίσης, είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ο Ερντογάν. Το πιο πιθανό είναι ότι θα είχαμε μεγαλύτερα προβλήματα με τους δυτικόφιλους κεμαλιστές. Πρέπει δηλαδή να κατανοήσουμε ότι η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας είναι επιλογή και ότι θα μας είχε προκύψει κάτω από τις οποιεσδήποτε πολιτικές εξελίξεις στη γειτονική μας χώρα. Η διαφορά (αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο) βρίσκεται στην ένταση της εφαρμογής αυτής της ατζέντας σε σχέση με την Ελλάδα.
Όσο επιζήμια είναι μια πολιτική κατευνασμού του … θηρίου, επειδή αυτό στο τέλος αποθρασύνεται, άλλο τόσο επιζήμια είναι η επίδειξη υπερπατριωτισμού. Ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος είναι αυτός που έχει επιλέξει ο κ. Μητσοτάκης. Ισχύς και διάλογος. Όλα τα άλλα είναι περιττά! Αυτό έχει αποδειχτεί τα τελευταία χρόνια, από την εποχή ακόμη του Έβρου. Αυτή είναι μία πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί.
Θανάσης Μαυρίδης