Της Marian L. Tupy
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ελεύθερη αγορά είναι ασύμβατη με την ασφάλεια στους εργασιακούς χώρους. Όπως υπογράμμισε ο Καρλ Μαρξ, ο ανταγωνισμός σπρώχνει προς τα κάτω τα κέρδη, πιέζοντας τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων να κάνουν συμβιβασμούς ως προς την ασφάλεια και να εκθέσουν τους εργάτες τους σε ολοένα και μεγαλύτερους κινδύνους.
Σύμφωνα όμως με τα ιστορικά δεδομένα, τα εργαστικά δυστυχήματα είναι σήμερα στο κατώτατο σημείο τους. Αυτή η ευτυχής εξέλιξη οφείλεται εν μέρει στον εργασιακό ακτιβιασμό και στις κρατικές ρυθμίσεις. Ρόλο όμως στη βελτίωση των συνθηκών ασφάλειας στους εργασιακούς χώρους έπαιξε και η εν γένει βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και οι υψηλότερες προσδοκίες από την πλευρά των εργαζομένων. Με απλά λόγια, ένα ασφαλέστερο εργατικό δυναμικό είναι και ευτυχέστερο.
Όπως σε πολλά άλλα σημεία, ο Μαρξ είδε τα πράγματα ανάποδα. Τους εργοδότες τους συμφέρει να μην εκθέτουν τους εργάτες τους σε αχρείαστους κινδύνους. Κάθε οικονομική δραστηριότητα ενέχει κάποιου βαθμού σωματικό κίνδυνο. Πάντα ίσχυε αυτό. Οι κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες πρόγονοί μας είχαν να κάνουν με άγρια ζώα, δηλητηριώδη φίδια και άλλους φυσικούς κινδύνους που σίγουρα κάνουν το σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον μια πολύ ασφαλέστερη εναλλακτική. Είναι δύσκολο να βρούμε αξιόπιστα δεδομένα που αφορούν εργασιακούς τραυματισμούς και θανάτους κατά την αγροτική εποχή, καθώς οι περισσότεροι εργάτες γης ήταν αυτοαπασχολούμενοι.
Οι εργάτες προτιμούσαν τη βιομηχανική δουλειά από τα χωράφια
Κανένας φορέας, επίσημος ή μη, δεν είχε το κίνητρο να συλλέξει στατιστικά που αφορούν την εργασιακή ασφάλεια. Παρ' όλα αυτά, η αγροτική εργασία πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστη, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούσαν τη δουλειά σε εργοστάσια από τη ζωή στα χωράφια. Το ίδιο ίσχυε καταφανώς πιο πρόσφατα και στην κίνα, όπου τις τελευταίες λίγες δεκαετίες τεράστιοι αριθμοί ανθρώπων εγκατέλειψαν το μαγκανοπήγαδο της αγροτικής φτώχειας για να βρουν δουλειά στις πόλεις.
Ακόμη και σήμερα, όπως επισημαίνει το Υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ, η γεωργία “συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο επικίνδυνους επαγγελματικούς κλάδους”. Το 2011 το “ποσοστό θανατηφόρων δυστυχημάτων για τους εργάτες γης ήταν επτά φορές υψηλότερο από το αντίστοιχο όλων των εργατών στον ιδιωτικό τομέα. Το ποσοστό θανατηφόρων δυστυχημάτων ήταν για τους εργάτες γης 24,9 θάνατοι ανά 100.000, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το σύνολο των εργατών ήταν 3,5”.
Ομοίως το Ινστιτούτο Εργασιακής Ασφάλειας και Υγείας (WSH) στη Σιγκαπούρη βρήκε ότι τα παγκόσμια ποσοστά θανάτων ανά 100.000 απασχολούμενους στον αγροτικό τομέα κυμαίνονται από 7,8 στις χώρες με υψηλά εισοδήματα μέχρι 27,5 στις περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Δυτικού Ειρηνικού το 2014. Οι θάνατοι στη μεταποιητική βιομηχανία κυμαίνονταν από 3,8 στις χώρες με υψηλά εισοδήματα μέχρι 21,1 στην Αφρική.
Η δυνατότητα της συλλογής αυτού του ειδους των στατιστικών δεδομένων είναι αποτέλεσμα της εκβιομηχάνισης και της γέννησης των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων κατά τον 19ο αιώνα. Τα συνδικάτα κατέγραφαν τα περιστατικά στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να πετύχουν καλύτερες εργασιακές συνθήκες για τα μέλη τους, ενώ οι εργοδότες διατηρούσαν δεδομένα εργασιακής ασφάλειας, καθώς ήταν νομικώς υπόλογοι για τυχόν τραυματισμούς στο χώρο εργασίας. Σε σύγκριση με τα σύγχρονα πρότυπα, είναι ξεκάθαρο ότι οι εργασιακές συνθήκες στα ορυχεία και τα εργοστάσια κατά τα πρώτα εκατό χρόνια της Βιομηχανικής Επανάστασης ήταν φρικτές. Κατά τη διατύπωση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Benjamin Harrison το 1892: “Οι Αμερικανοί εργάτες υφίστανται τον κίνδυνο του θανάτο και του ακρωτηριασμού στο ίδιο επίπεδο με τους στρατιώτες εν καιρώ πολέμου”.
Πώς η αγορά βελτίωσε τις εργασιακές συνθήκες
Ο ψυχολόγος του πανεπιστημίου Χάρβαρντ Steven Pinker στο βιβλίο του Enlightenment Now: The Case for Reason, Science, Humanism, and Progress (Διαφωτισμός τώρα: Το επιχείρημα υπέρ της λογικής, της επιστήμης, του ανθρωπισμού και της προόδου) το 2018 εκτίμησε ότι μέχρι και το 1913, 61 στους 100.000 εργάτες πέθαιναν σε εργασιακά δυστυχήματα. Μέχρι το 2015 ο αριθμός αυτός είχε πέσει στο 3,2 - μια μείωση της τάξης του 95% μέσα σε κάτι περισσότερο από έναν αιώνα.
Μια ομοίως ενθαρρυντική τάση μπορεί να παρατηρηθεί παγκοσμίως. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ινστιτούτου WSH, το 1998 έχασαν τη ζωή τους 16,4 εργάτες ανά 100.000. Μέχρι το 2014, αυτός ο αριθμός είχε πέσει στο 11,3 - μια μείωση 31% μέσα σε μόλις 16 χρόνια. Αν το δούμε από μια κάπως διαφορετική σκοπιά, τα εργασιακά δυστυχήματα σε ολόκληρο τον κόσμο μειώνονται κατά σχεδόν 2% ετησίως.
Πού οφείλονται αυτές οι βελτιώσεις; Παραδοσιακά πιστεύεται ότι ο ακτιβισμός των συνδικάτων, που περιλαμβάνει απεργίες και διαδηλώσεις, έκανε ασφαλέστερους τους χώρους εργασίας. Η βελτίωση όμως των εργασιακών συνθηκών δεν μπορεί να ειδωθεί ξεχωριστά από τη συνολική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Ιδιαίτερα η μαζική οικονομική επέκταση στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αυστηροποίησε την αγορά εργασίας και οι εργάτες άρχισαν να κατευθύνονται προς περισσότερο γενναιόδωρους εργοδότες. Μόνο αφού μια κριτική μάζα εργατών απέκτησε πιο ανεκτές εργασιακές συνθήκες, άρχισε να διαδίδεται, και ακόμα σημαντικότερο να είναι οικονομικά εφικτή, η ιδέα γενικότερων ρυθμίσεων για τον εργασιακό χώρο.
Έτσι, τουλάχιστον στο αμερικανικό πλαίσιο, η μείωση των θανάτων στον εργασιακό χώρο προηγήθηκε του νόμου Wagner του 1935, ο οποίος επέτρεπε σε εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα να οργανώνονται σε συνδικάτα, να κάνουν συλλογικές διαπραγματεύσεις και να λαμβάνουν αποφάσεις συλλογικής δράσης. Μέχρι τη δημιουργία του Φορέα Εργασιακής Ασφάλειας και Υγείας των ΗΠΑ το 1971, οι θάνατοι εργαζομένων είχαν μειωθεί περίπου κατά τα ? σε σχέση με την εποχή πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όπως και με την παιδική εργασία και τα εργασιακά ωράρια, οι κρατικές ρυθμίσεις συνήθως επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη, ούτως ή άλλως, συμβαίνει στην εργασιακή αγορά.
--
O Marian L. Tupy είναι ο υπεύθυνος έκδοσης του HumanProgress.org και αναλυτής πολιτικής στο Center for Global Liberty and Prosperity.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 16 Σεπτεμβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.