Η παραπληροφόρηση υπάρχει και είναι επικίνδυνη
Shutterstock
Shutterstock

Η παραπληροφόρηση υπάρχει και είναι επικίνδυνη

Το τεύχος της περασμένης εβδομάδας του Economist περιείχε μερικά άρθρα με θέμα την παραπληροφόρηση, την οποία ορίζει ως «ψεύδη που έχουν σκοπό να εξαπατήσουν». Ακριβέστερα, θα την όριζα ως μια σκόπιμη δημοσίευση ή διάδοση πληροφοριών που σχετίζονται με γεγονότα οι οποίες είναι σχεδόν σίγουρα ψευδείς από ένα άτομο ή έναν οργανισμό που έχει προσωπικό συμφέρον να διαδώσει αυτό το ψέμα.

Το άρθρο «The Truth/Lies Behind Olena Zelenska's $1,1m Cartier» (Η αλήθεια και τα ψέματα πίσω από το Cartier του 1,1 εκατ. δολαρίων της Ολένα Ζελένσκα) («Anatomy of a Disinformation» είναι ο τίτλος στη συντομότερη έντυπη έκδοση) εξετάζει λεπτομερειακά μια πρόσφατη περίπτωση.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Clemson επανεξέτασαν, βήμα προς βήμα, την ιστορία της συζύγου του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι που υποτίθεται ότι ξόδεψε 1,1 εκατ. δολάρια στην Πέμπτη Λεωφόρο στη Νέα Υόρκη. Η ψευδής είδηση, που ανακυκλώθηκε από μια προηγούμενη, μεταπήδησε από ένα βίντεο στο Instagram (πιθανώς από κάποιον που ζει στην Αγία Πετρούπολη) το οποίο αναδημοσιεύτηκε στο YouTube, σε αφρικανικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους που την επανέλαβαν συχνά ως «προωθούμενο περιεχόμενο» (δηλαδή προώθηση επί πληρωμή), σε ρωσικά ειδησεογραφικά πρακτορεία, σε ένα ψεύτικο αμερικανικό έντυπο που ονομάζεται DC Weekly και στην αναδημοσίευσή της ως αξιόπιστη είδηση.

Τελικά, διαμοιράστηκε τουλάχιστον 20.000 φορές στο Twitter και στο TikTok. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν τώρα ότι είναι μια αποδεδειγμένη «είδηση».

Αυτή η περίπλοκη περίπτωση παραπληροφόρησης ήταν σχεδόν σίγουρα ένα εγχείρημα της ρωσικής κυβέρνησης. Τέτοιες επιχειρήσεις από ξένες κυβερνήσεις είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποκαλυφθούν: κανένας δημοσιογράφος δεν μπορεί να πάει, να βρει και να πάρει συνέντευξη στην Αγία Πετρούπολη από τη γυναίκα που πιστεύεται ότι δημοσίευσε πρώτη το ψέμα στο Instagram. Σε μια πιο ελεύθερη χώρα, ο ελεύθερος Τύπος μπορεί πιο εύκολα να αποκαλύψει και να δημοσιοποιήσει κυβερνητικές συνωμοσίες παραπληροφόρησης, γεγονός που καθιστά τέτοιες επιχειρήσεις πιο ριψοκίνδυνες και λιγότερο πιθανές.

Όπως σημειώνει ο Economist, η παραπληροφόρηση από κυβερνώντες υπήρχε πάντα - αυτό που έχει αλλάξει είναι η έκταση της ιδιωτικής παραπληροφόρησης και η ιδιωτική ενίσχυση της κρατικής παραπληροφόρησης. Η δραματική πτώση του κόστους παραγωγής και διάδοσης της παραπληροφόρησης την έχει πολλαπλασιάσει. Ο κίνδυνος προέρχεται τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά, κυρίως από τις λαϊκιστικές πτέρυγες. Εάν είστε «ο λαός», τότε τα ψέματά σας μετατρέπονται σε αλήθεια.

Πριν από τριάντα χρόνια, ένας παρατηρητής των ανθρώπινων υποθέσεων γνώριζε πως οτιδήποτε διάβαζε ή άκουγε στην τηλεόραση είχε επαληθευτεί ιδιωτικά από κάποιους ελεγκτές της πληροφορίας. Οι ειδήσεις και οι πηγές τους επιβεβαιώνονταν από τουλάχιστον έναν δημοσιογράφο και τον αρχισυντάκτη του, για να μην μιλήσουμε για τους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης που έπρεπε να προστατεύσουν το εμπορικό τους σήμα.

Ομοίως, οι ιδέες και οι συγγραφείς των βιβλίων έπρεπε να περάσουν από ιδιώτες ελεγκτές στον εκδοτικό κλάδο. Η αυτοέκδοση ήταν πολύ δαπανηρή και αρκούσε για να χαρακτηρίσει τον συγγραφέα ως άγνωστο και δυνητικά αναξιόπιστο (ή χωρίς ενδιαφέρον αν μιλάμε για μυθιστορήματα ή ποίηση). Από την εποχή του Γουτεμβεργίου μέχρι σήμερα έχει δημοσιευθεί πολύ υλικό αμφισβητήσιμης αξίας (αναλογιστείτε τον μαρξισμό), αλλά η διάδοσή του αντιμετώπιζε υψηλό κόστος και ο αναγνώστης έπρεπε στην πραγματικότητα να αγοράσει εκδόσεις ή να πάει σε μια βιβλιοθήκη για να διαβάσει το υλικό αυτό.

Ακόμη και μετά την εφεύρεση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, όπου οι λαϊκιστές δημαγωγοί ήταν πολυάριθμοι, οι ιδιοκτήτες των σταθμών ή όσοι χρηματοδοτούσαν τους άτακτους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς παρείχαν κάποιες ιδιωτικές υπηρεσίες ελέγχου του περιεχομένου. Μολονότι αυτό δεν εμπόδιζε την κυκλοφορία και την αμφισβήτηση των ιδεών, το εμπόδιο του κόστους απέτρεπε μεγάλο μέρος της παραπληροφόρησης.

Τίποτα δεν ήταν βεβαίως τέλειο, αλλά αυτό που ακολούθησε επέφερε νέους κινδύνους. Ο Παγκόσμιος Ιστός από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα επέτρεψαν στον οποιονδήποτε να μεταδίδει σε ολόκληρο τον κόσμο ιδέες και παραπληροφόρηση με πολύ χαμηλό κόστος (στο όριο, με κόστος μόνο τον χρόνο του ομιλητή ή του διακινητή της πληροφορίας).

Η Tεχνητή Nοημοσύνη μειώνει ακόμη περισσότερο αυτό το κόστος: δεν χρειάζεται καν να ξέρει κανείς πώς να γράφει (δηλαδή, να βάζει σε μια συνεκτική σειρά λέξεις) για να παράγει παραπληροφόρηση. Από τη σκοπιά του αναγνώστη ή του ακροατή, η διάκριση μεταξύ των σοβαρών ετερόδοξων ιδεών και της καθαρής παραπληροφόρησης έχει γίνει πιο δαπανηρή - αν και η τεχνητή νοημοσύνη θα μας δώσει και εργαλεία για την αποκάλυψη των ψευδών.

Ποιος είναι ο κίνδυνος; Μετά από ένα ορισμένο σημείο, καμία ελεύθερη (ή σχετικά ελεύθερη) κοινωνία δεν θα μπορεί να διατηρηθεί. Μια αυτορρυθμιζόμενη κοινωνική τάξη αναγκαστικά καταρρέει όταν ένα ορισμένο ποσοστό των μελών της φτάσει να δυσκολεύεται απελπιστικά να διακρίνει ανάμεσα στο τι είναι αληθινό και τι είναι ψευδές ή να πιστέψει ότι η αλήθεια δεν υπάρχει. Ακόμη και η ελεύθερη σύναψη μιας συμφωνίας μεταξύ ατόμων (το εμπόριο είναι ένα τέτοιο παράδειγμα) γίνεται υπερβολικά δαπανηρή καθώς αυξάνεται η πιθανότητα κάποιος να είναι ψεύτης και απατεώνας.

Δεν ξέρουμε πού είναι το σημείο καμπής. Αλλά ξέρουμε ότι το έχουν φτάσει χώρες όπως η Ρωσία (και η πρώην Σοβιετική Ένωση) ή η Κίνα (παρά την αχτίδα της ελπίδας που είχαμε μετά τον θάνατο του Μαοϊσμού και των Ερυθρών Φρουρών του). Σε εκείνο το σημείο, μόνο μια αυταρχική αν όχι ολοκληρωτική κυβέρνηση, μπορεί να συντονίσει τις ενέργειες των ανθρώπων, με στρατιωτικό τρόπο.


* Ο Pierre Lemieux είναι οικονομολόγος στο Τμήμα Διοικητικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Κεμπέκ στο Outaouais

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 10 Μαΐου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.