Γράφει ο Πολ Γούλφοβιτς
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου ήμασταν μια τρομοκρατημένη χώρα. Φοβόμασταν ότι θα έρχονταν περισσότερα και χειρότερα. Λίγοι εκείνη την περίοδο τολμούσαν να προβλέψουν ότι θα περάσουν δύο δεκαετίες χωρίς κάτι παρόμοιο να ξανασυμβεί.
Μέσα στον φόβο μας ίσως ως ένα βαθμό να αντιδράσαμε υπερβολικά. Κάθε Αμερικανός μεγαλύτερος των 10 ετών αν όχι και μικρότερης ηλικίας (περίπου τα δύο τρίτα των Αμερικανών που ζουν σήμερα) πρέπει να φοβήθηκε κάποτε ότι βρίσκεται στο λάθος κτίριο τη λάθος ώρα, ή ότι μπαίνει στο λάθος αεροπλάνο. Επιπλέον, όποιος βρέθηκε σε θέση ευθύνης για την αμερικανική ασφάλειας, είτε αυτό αφορούσε ζητήματα ασφάλειας αεροδρομίων, πολιτικών ανάκρισης των κρατουμένων, τις αποφάσεις ζωής και θανάτου για τη χρήση στρατιωτικής ισχύος, είχε αναγκαστικά έναν άλλο φόβο κατά νου: μήπως γίνει ο υπαίτιος για την αποτυχία πρόληψης της επόμενης επίθεσης.
Από τη δική μου παρατήρηση, το ερώτημα ποιος ευθυνόταν για την 11η Σεπτεμβρίου έγινε κομματικό ζήτημα πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι για παράδειγμα, από το ποιος ευθυνόταν για την καταστροφή στο Περλ Χάρμπορ 75 χρόνια πριν. Ιδίως ο Πρόεδρος Μπους πρέπει να παρηγορείται από αυτό, και η χώρα πρέπει να ξέρει ότι όλοι οι εγκληματίες που διέπραξαν την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου βρίσκονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες όχι πολύ καιρό μετά την ορκωμοσία του, και ότι ακόμη κι αν καταφέρναμε να σκοτώσουμε τον Οσάμα Μπιν Λάντεν με επίθεση από μη επανδρωμένα αεροσκάφη, αυτό δεν θα σταματούσε την επίθεση. Μάλιστα, αυτό μπορεί να είχε ως μόνο αποτέλεσμα να φανεί η 11η Σεπτεμβρίου ως αντίποινα της Αλ Κάιντα για τη δολοφονία του ηγέτη τους. Όταν ο επίτροπος για την 11η Σεπτεμβρίου Slade Gordon ρώτησε τον Richard Clarke, έναν από τους δριμύτερους επικριτές του Μπους “αν όλες οι προτάσεις που κάνατε στις 25 Ιανουαρίου του 2001 είχαν υιοθετηθεί, ας πούμε στις 26 Ιανουαρίου του 2001, υπάρχει έστω και η παραμικρή πιθανότητα να είχαν αποτρέψει την 11η Σεπτεμβρίου;”, ο Κλαρκ απάντησε μονολεκτικά: “Όχι”.
Δεν είναι τυχαίο ότι η 11η Σεπτεμβρίου δεν επαναλήφθηκε. Το αποτέλεσμα εκείνο ήταν το προϊόν μιας ιστορικής εθνικής και διεθνούς προσπάθειας να ξεριζωθούν τα τρομοκρατικά δίκτυα, να τους αρνηθούν καταφύγια, να τρομάξουν κάποιες κυβερνήσεις (δυστυχώς όχι και του Πακιστάν) ώστε να σταματήσουν να παρέχουν κρατική υποστήριξη στην τρομοκρατία, και να “αφαιρεθούν από το πεδίο μάχης” εκατοντάδες πρόσωπα, μολονότι, όπως ανακαλύψαμε πρόσφατα στην Καμπούλ, η φυλάκισή τους ή ο περιορισμός τους στο Γκουαντάναμο συχνά είχε μόνο προσωρινό αποτέλεσμα.
Η επιτυχία εκείνη ήταν το αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και θυσιών από εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς, ιδίως των στελεχών των ενόπλων μας δυνάμεων και των μυστικών μας υπηρεσιών που διακινδύνευσαν τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα υπηρετώντας τον στόχο της ασφάλειας της χώρας μας, με τις οικογένειές τους να ανησυχούν για την ασφάλειά τους και υπερβολικά συχνά να θρηνούν την απώλειά τους.
Ελπίζει κανείς ότι θα είμαστε εξίσου τυχεροί και τα επόμενα 20 χρόνια,όμως ήδη υπάρχουν λόγοι αμφιβολίας. Καθώς αυτή η νίκη χαρακτηρίζεται από την απουσία καταστροφών που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί και όχι από κάποια επίσημη τελετή παράδοσης στο κατάστρωμα ενός αμερικανικού πολεμικού πλοίου, οι Αμερικανοί τείνουν να παραπονιούνται για το κόστος αυτού του “ατέρμονου πολέμου” αντί να σκέφτονται τρόπους για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η εγκατάλειψη του Αφγανιστάν σε μια τρομοκρατική οργάνωση σίγουρα δεν είναι ένας τέτοιος τρόπος.
Ο πρόεδρος Μπους είχε δίκιο όταν έλεγε ότι αυτός ο αγώνας εναντίον των τρομοκρατών επρόκειτο να είναι ένας αγώνας μιας γενιάς, και ότι οι τρομοκράτες δεν θα τον εγκαταλείψουν όσο κι αν εμείς το επιθυμούμε. Ήδη πειραματίζονταν με άνθρακα στην Κανταχάρ πριν τους σταματήσουμε. Σήμερα μπορεί να σκέφτονται πώς να κατασκευάσουν πιο θανατηφόρους ιούς.
Αυτή η ανάρτηση είναι ένα αναθεωρημένο απόσπασμα από το κείμενο του Paul Wolfowitz στο πλαίσιο της συλλογής κειμένων από στελέχη του ΑΕΙ με αφορμή της 20 επετείου από την 11η Σεπτεμβρίου.
* Ο Paul Wolfowitz είναι διακεκριμένο στέλεχος του American Enterprise Institute (AEI) με πεδίο ενδιαφέροντος τα ζητήματα ανάπτυξης και εθνικής ασφάλειας. Μεταξύ άλλων έχει διατελέσει πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας και υφυπουργός άμυνας των ΗΠΑ.
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 17 Σεπτεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.