Του Neil Monnery
Καθώς ο Φιντέλ Κάστρο προήλαυνε αργά προς την Αβάνα τις πρώτες μέρες του 1959 προϋπαντήθηκε από τεράστια πλήθη ενθουσιωδών υποστηρικτών. Ο πρώην πρόεδρος, Fulgencio Batista (Φουλχένσιο Μπατίστα) είχε αποδράσει νωρίς το πρωί της Πρωτοχρονιάς στη Δομηνικανή Δημοκρατία, ακολουθούμενος από διάφορους υποστηρικτές του και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις 700 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά, έργα τέχνης και χρυσό.
Ο παρεοκρατικός καπιταλισμός της Κούβας με μεγάλο βαθμό διαφθοράς, απροκάλυπτη παρουσία της μαφίας των ΗΠΑ και τη χρήση της βίας για τη διασφάλιση του ελέγχου είχε λίγη υποστήριξη, ακόμη και μεταξύ των μέχρι πρότινος υποστηρικτών του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μπατίστα είχε πέσει και για τα πλήθη που πανηγύριζαν, η επανάσταση ήταν μια ευκαιρία να αντικατασταθεί ένα σύστημα που είχε πλουτίσει μια μικρή διεφθαρμένη ελίτ με ένα άλλο που υποσχόταν να φέρει την ανθρώπινη πρόοδο στον κουβανικό λαό συνολικά.
Ο Κάστρο δεν είχε διατυπώσει κάποια ιδιαίτερη οικονομική ατζέντα, πέρα από τη δέσμευσή του να προχωρήσει σε κτηματική μεταρρύθμιση, σε περισσότερη δημοκρατία και καλύτερη παιδεία. Ήταν ένα πρόγραμμα που διευκόλυνε τη σύναψη συμμαχιών με άλλους. Μάλιστα, όταν ανέλαβε την εξουσία, διόρισε φιλελεύθερους στη θέση του προέδρου και του πρωθυπουργού. Έξι μήνες μετά την επανάσταση (τον Ιούλιο του 1959), ο Κάστρο μπορούσε να ισχυριστεί «Ούτε εγώ είμαι κομμουνιστής, ούτε το επαναστατικό κίνημα είναι κομμουνιστικό».
Όμως η κτηματική μεταρρύθμιση του Κάστρο τελματώθηκε και η κουβανική κυβέρνηση αντιμετώπιζε εσωτερικές διαφορές καθώς τα συμφέροντα που την αποτελούσαν διαφωνούσαν ως προς τα ζητήματα πολιτικής. Η κλιμακούμενη σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπογράμμιζε την ανάγκη για ισχυρούς φίλους. Ως έμπειρος πολιτικός, ο Κάστρο δεν μπορούσε να επιτρέψει ένα κενό πολιτικής. Για να διατυπώσει το νέο του οικονομικό πλάνο, στράφηκε σε μια απίθανη πηγή - στο δεξί του χέρι στον επαναστατικό στρατό, τον Τσε Γκεβάρα. Ο Γκεβάρα, γνωστός περισσότερο ως ένας επαναστάτης μαχητής, θα αναλάμβανε την ευθύνη του προγράμματος της κτηματικής μεταρρύθμισης, την προεδρία της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας, Υπουργός Βιομηχανίας, μέλος του Εθνικού Διευθυντηρίου Οικονομίας, μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου και επικεφαλής διαπραγματευτής με το κομμουνιστικό μπλοκ.
Ο Γκεβάρα δεν είχε καμία αμφιβολία ως προς την αιτία του ελλείμματος ανθρώπινης προόδου της Κούβας. Δεν οφειλόταν σε έλλειψη φυσικών πόρων, καθώς η χώρα είχε εύφορη γη με επικερδείς βιομηχανίες ζάχαρης, πούρων και ρουμιού. Η Κούβα ήταν ευλογημένη με τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα νικελίου στον κόσμο, την πέμπτη μεγαλύτερη παραγωγή κοβαλτίου, και αποθέματα σε πετρέλαιο, σιδηρομετάλλευμα, μαόνι και κέδρο. Ο Γκεβάρα, έχοντας μελετήσει τον Μαρξ, ήταν σίγουρος ότι το πρόβλημα ήταν αυτό που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως τον αχαλίνωτο “laissez-faire” κουβανικό καπιταλισμό. Σκεφτόταν πως ο καπιταλισμός είχε πτωχεύσει την Κούβα, παρά τους πλούσιους φυσικούς της πόρους, δείχνοντας έτσι «πόσο βαθιά ένας λαός μπορεί να σκλαβωθεί με οικονομικά μέσα χωρίς να το συνειδητοποιεί».
Ο Γκεβάρα υιοθέτησε διάφορους στόχους στην προσπάθειά του να διευθύνει την ανθρώπινη πρόοδο στην Κούβα. Σε ο,τι αφορά την ευημερία, πρότεινε τον διπλασιασμό του «ετήσιου εισοδήματος κάθε Κουβανού μέσα σε 10 χρόνια από τα 400 πέσος σε περισσότερα από 900 πέσος». Η ανεργία θα εξαλειφόταν μέχρι το 1962. Η παραγωγική εργασία, σκεφτόταν, θα ενίσχυε την ανθρώπινη ανάπτυξη χωρίς να «απαλλοτριώνει» τους εργάτες από το προϊόν της εργασίας του. Ο Γκεβάρα πήρε πρωτοβουλίες για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού και τη μαζική επέκταση της δωρεάν εκπαίδευσης και υγείας. Ένας «Νέος Άνθρωπος» θα αναδυόταν - πληροφορημένος, μορφωμένος, υγιής- ένας άνθρωπος που θα εργαζόταν πρόθυμα για την κάλυψη των υλικών αναγκών της κοινωνίας, αφοσιωμένος στον σοσιαλισμό για όλους. Επρόκειτο για πολλούς ένα ελκυστικό όραμα.
Για τον Γκεβάρα, ο τρόπος για την επίτευξη αυτών των στόχων περιελάμβανε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα κρατικού σχεδιασμού και ελέγχου. Υποστήριζε ότι «ο σχεδιασμός είναι ένας από τους νόμους του σοσιαλισμού. Χωρίς αυτόν, δεν μπορεί να υπάρχει επαρκής εγγύηση ότι όλοι οι τομείς της οικονομίας μιας χώρας θα συνδυάζονται μεταξύ τους αρμονικά». Υποστήριζε επίσης ότι «η εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση ενός οικονομικού σχεδίου είναι ότι το κράτος θα ελέγχει τη μεγάλη πλειονότητα των μέσων παραγωγής, και ακόμη καλύτερα όλα τα μέσα παραγωγής».
Σχεδόν όλη η γεωργική και βιομηχανική παραγωγή καθώς και το εμπόριο κρατικοποιήθηκαν. Ορίστηκαν κεντρικά στόχοι παραγωγής και τιμολόγησης, καθώς και επίπεδα μισθών και απασχόλησης. Τα τρόφιμα και τα καταναλωτικά αγαθά πωλούνταν με δελτίο, μέχρι και ως προς τον αριθμό των αυγών που κάθε άτομο μπορούσε να αγοράσει κάθε μήνα. Οι περισσότερες αποταμιεύσεις κατασχέθηκαν. Οι επενδύσεις ακολουθούσαν μια κεντρική πολιτική για την παραγωγή. Το ξένο συνάλλαγμα και το εμπόριο ελέγχθηκε. Ήταν μια από τις πιο περιεκτικές προσπάθειες που αναλήφθηκαν ποτέ για τη χρήση σοσιαλιστικού κεντρικού σχεδιασμό προκειμένου να παραχθεί ανθρώπινη πρόοδος. Αυτή η προσέγγιση σε μεγάλο βαθμό συνεχίζεται και σήμερα - έξι δεκαετίες μετά.
Ως οικονομική προσέγγιση, έχει αποτύχει. Έχει αποτύχει ακόμη στο να φέρει την πρόοδο στον κουβανικό λαό. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ αυξάνεται μόλις κατά περίπου 1% ετησίως, και αυτό περιλαμβάνει επιδοτήσεις (που πλέον σταματάνε) από την Κούβα, καθώς και εμβάσματα από Κουβανούς που ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δύο εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ και αλλού. Παρά την εύφορη γη της, η Κούβα εισάγει τα δύο-τρίτα των τροφίμων που καταναλώνει. Όταν οι επιδοτήσεις από την ΕΣΣΔ τερματίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά ⅓ και σημειώθηκαν ευρείες και σοβαρές ελλείψεις τροφίμων. Η αναποτελεσματικότητα του σχεδιασμού προκάλεσε την τελμάτωση της παραγωγικότητας στην Κούβα την ώρα που άλλες χώρες ξεπερνούσαν ακόμη και την προηγουμένως ανταγωνιστική βιομηχανία ζάχαρης. Ο σχεδιασμός ακόμη απέτυχε να κατευθύνει τις επενδύσεις στις πραγματικές οικονομικές ευκαιρίες. Αντιθέτως, οι επενδύσεις παρήγαγαν πενιχρά αποτελέσματα και δεν έφεραν ανάπτυξη.
Υπήρξε κάποια πρόοδος στην υγεία και την εκπαίδευση, αλλά όχι στην στέγαση. Για παράδειγμα, το προσδόκιμο ζωής στην Κούβα αναφέρεται πως αυξήθηκε από τα 64 έτη το 1960 στα 79 έτη σήμερα. Παρόμοιες όμως βελτιώσεις έχουν σημειωθεί και σε άλλες χώρες της Καραϊβικής. Δυστυχώς, τα κουβανικά «επιτεύγματα» είχαν τεράστιο κόστος ευκαιρίας, καθώς η εκπαίδευση και η υγεία καταναλώνουν κάθε μία περίπου από ένα δέκατο του ΑΕΠ. Σε άλλες χώρες, οι υπηρεσίες αυτές προσφέρονται με μικρότερο κόστος. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η επένδυση της Κούβας στο ανθρώπινο κεφάλαιο δεν παρήγαγε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, γεγονός που καταδεικνύει πόση μεγάλη σημασία έχουν άλλοι παράγοντες - όπως η οικονομική ελευθερία - για τη μετατροπή του ανθρώπινου κεφαλαίου σε πρόοδο.
Όσοι γέμισαν το 1959 τους δρόμους της Αβάνας ελπίζοντας ότι η πτώση του παρεοκρατικού καπιταλισμού του Μπατίστα θα έφερνε μια περίοδο ανθρώπινης προόδου, δυστυχώς απογοητεύτηκαν. Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει τι εμποδίζει την οικονομική και την ανθρώπινη πρόοδο, μπορεί να πάρει πολλά μαθήματα από την καθήλωση της Κούβας. Η Κούβα εντάχθηκε στον μακρύ κατάλογο των χωρών όπου ο κεντρικός σχεδιασμός και η ιδιοκτησία του κράτους αποδείχθηκαν μια παράκαμψη από τον δρόμο της προόδου και της ευημερίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Human Progress.
--
O Neil Monnery είναι ο συγγραφέας του βιβλίου “A Tale of Two Economies. Hong Kong, Cuba and the two men who shaped them".
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Φεβρουαρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.