Του Aeon Skoble
Σύμφωνα με τους New York Times, οι εφαρμογές υπηρεσιών συνεπιβατισμού είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που απαιτεί ρυθμιστική επίλυση. Ενώ το κύριο άρθρο τους αφορά την πόλη της Νέας Υόρκης, η σφαλερή σκέψη πίσω από αυτό είναι καθολική.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν χρησιμοποιήσει το Uber ή το Lyft μπορεί να αναρωτιούνται πού ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα, πόσο μάλλον ποιες είναι οι λύσεις που μπορεί να χρειάζονται. Αντιθέτως, μπορεί κανείς να πει ότι οι υπηρεσίες συνεπιβατισμού και οι εφαρμογές τους είναι λύσεις ενός προβλήματος.
Τα ταξί είναι ακριβά από τον σχεδιασμό τους
Το πρόβλημα είναι πως συχνά είναι δύσκολο να βρει κάποιος ταξί - και όταν το βρει, αυτό είναι ακριβό. Υπάρχει μια αιτία γι' αυτό το πρόβλημα. Η πόλη της Νέας Υόρκης απαιτεί τα ταξί να έχουν άδεια που κοστίζει πολλά χρήματα, και υπάρχουν μόνο 13.587 άδειες. Έτσι περιορίζεται η προσφορά ταξί, γεγονός που εξηγεί το γιατί αυτά είναι ακριβά και γιατί είναι συχνά δύσκολο να βρει κανείς ένα.
Οι υπηρεσίες συνεπιβατισμού που βασίζονται σε εφαρμογές απαντούν σ' αυτό το πρόβλημα προσφέροντας ουσιαστικά σε επιχειρηματίες οδηγούς μια εναλλακτική ώστε να μπορούν να μεταφέρουν ανθρώπους με αμοιβή χωρίς να έχουν άδεια ταξί. Αυτό σημαίνει ότι το να βρει κανείς ταξί γίνεται πολύ ευκολότερο και συνήθως και λιγότερο ακριβό. Έτσι, οι καταναλωτές έχουν περισσότερες και φθηνότερες επιλογές, και περισσότεροι άνθρωποι που θέλουν να κερδίσουν χρήματα έχουν την ευκαιρία να το κάνουν. Ακούγεται σαν να κερδίζουν όλοι.
Οι New York Times όμως σημειώνουν δύο φαινόμενα που θεωρούν ως προβλήματα που χρειάζονται νομοθετική διόρθωση. Πρώτον, η διάδοση υπηρεσιών όπως η Uber και η Lyft σημαίνει ότι οι οδηγοί ταξί θα παίρνουν λιγότερες κούρσες και κατά συνέπεια θα κερδίζουν λιγότερα χρήματα. Δεύτερον, υπάρχει μεγαλύτερη κίνηση στους δρόμους. Το να θεωρείται πως αυτά είναι τόσο σοβαρά προβλήματα ώστε να ζητείται η κρατική ρύθμιση αποκαλύπτει όχι μόνο λανθασμένες θεωρίες πολιτικής οικονομίας, αλλά και ταξική προκατάληψη.
Κούρσες για μένα, αλλά όχι για σένα.
Το άρθρο επισημαίνει ορθά πως ιστορικά στη Νέα Υόρκη “τα ταξί κυρίως μαζεύονταν στους δρόμους του Μανχάταν και τα αεροδρόμια της πόλης, τα μισθωμένα οχήματα εξυπηρετούσαν τους κατοίκους των άλλων περιοχών και μαύρες λιμουζίνες μετέφεραν τους θαμώνες της Wall Street”. Ως πρώην κάτοικος μιας από αυτές τις «άλλες» περιοχές, μπορώ να επιβεβαιώσω ότι τα αδειοδοτημένα ταξί δεν φαίνονταν να υπάρχουν για τη δική μας χρήση.
Όμως οι υπηρεσίες των μισθωμένων οχημάτων απαιτούσαν ειδοποίηση σε πολύ προηγούμενο χρόνο και κόστιζαν πολλά χρήματα. Οι κούρσες συνεπιβατισμού επιτρέπουν τον αυθορμητισμό της κούρσας του ταξί και κοστίζουν λιγότερο. Και οι υπηρεσίες των «μαύρων λιμουζίνων» που χρησιμοποιούνται από τους «θαμώνες της Wall Street» (και όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, και από άλλες ομάδες που αποτελούν το κυρίως δημογραφικό κοινό των New York Times) κοστίζουν πολύ περισσότερο και δεν εξυπηρετούν τις αυθόρμητες μετακινήσεις.
Δεν υπάρχει έλλειψη από αυτά, αλλά παραμένει το πραγματικό πρόβλημα των ανθρώπων που θέλουν να κάνουν μια μη προσχεδιασμένη μετακίνηση. Έτσι, η Uber και η Lyft είναι μια λύση και όχι πρόβλημα.
Βεβαίως, αν είστε κάποιος μεγαλοπαράγοντας της Wall Street που καλεί μια λιμουζίνα για να πάει στο Lincoln Center μπορεί να ενοχλείστε που υπάρχει περισσότερη κίνηση στους δρόμους. Το άρθρο επισημαίνει ότι η κίνηση στο κέντρο της πόλης είναι κατά μέσο όρο ένα μίλι την ώρα βραδύτερη απ' ό,τι πριν από οχτώ χρόνια.
Η υπόθεση εδώ φαίνεται πως είναι ότι η οποιαδήποτε κίνηση από λιμουζίνες δικαιολογείται καθαυτή και για οτιδήποτε πάνω από αυτό θα πρέπει να κατηγορούμε τους οδηγούς της Uber. Κατά τον ίδιο τρόπο, μπορώ το ίδιο εύκολα να φανταστώ να προτείνει κανείς πως, για να γίνει ευκολότερη η ζωή των επιβατών της Uber, η πόλη θα πρέπει καταναγκαστικά να μειώσει τον αριθμό των λιμουζίνων που επιτρέπεται να λειτουργούν. Υποψιάζομαι πως δεν θα δούμε κάποια τέτοια νομοθεσία στο εγγύς μέλλον.
Πέρα όμως από την ταλαιπωρία όσων ανήκουν στο 1%, το άρθρο θρηνεί που οι αδειοδοτημένοι οδηγοί ταξί κερδίζουν λιγότερα εξαιτίας του ανταγωνισμού από τις υπηρεσίες συνεπιβατισμού. Η λύση τους είναι να γίνει ακριβότερος τόσο ο συνεπιβατισμός, όσο και τα ταξί!
Καθώς ο μόνος λόγος που οι ταρίφες των ταξί ήταν τόσο ψηλές είναι πως θωρακίζονταν έναντι του ανταγωνισμού από το βαρύ χέρι του νόμου, η ιδέα πως οι οδηγοί ταξί δικαιούνται αυτές τις ψηλές ταρίφες είναι ηθικώς εσφαλμένη. Η βίαιη παρεμπόδιση των ανθρώπων από το να χρησιμοποιήσουν τον ανταγωνισμό είναι φυσικό πως θα οδηγήσει τις τιμές ψηλότερα. Αυτό ευνοεί λίγους εις βάρος των πολλών - από πότε αυτό αποτελεί στόχο του νόμου;
Ανοιχτή ευνοιοκρατία μέσω του εξαναγκασμού
Αν κάποιος κάνει κάτι ακριβότερο μέσω του εξαναγκασμού, μπορεί να περιμένει ότι οι άνθρωποι θα αναζητήσουν εναλλακτικές. Μπορεί τότε κανείς να τιμωρήσει αυτές τις εναλλακτικές, όμως είναι δύσκολο να δικαιολογήσει μια τέτοια ευνοιοκρατία.
Δεν υπάρχει κάποιο φυσικό δικαίωμα για προστασία έναντι του ανταγωνισμού. Μάλιστα, δεν υπάρχει κανένα φυσικό δικαίωμα που να υποχρεώνει τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν την υπηρεσία σου. Και αντιστρόφως, κανείς δεν δικαιούται μια κούρσα ταξί. Αυτό που είναι φυσικό, είναι η αρμονική και αμοιβαίως επωφελής συναλλαγή που συμβαίνει ότι ο Α θέλει μια κούρσα και ο Β συμφωνεί να του την παράσχει για μια τιμή που ο Α αποδέχεται.
Μολονότι ο Α θα προτιμούσε η κούρσα να είναι φθηνότερη και ο Β να είναι ακριβότεροι, θα συναλλαχθούν όταν οι ανοχές τους αλληλοεπικαλύπτονται. Το καλύτερο για όλους είναι να μην περιορίζονται τεχνιτώς οι παράμετροι αυτής της διαπραγμάτευσης μέσω της χρήσης βίας.
Το άρθρο των New York Times αντανακλά μια ξεπερασμένη έννοια πολιτικής ευνοιοκρατίας όπου μιας κατεστημένη ομάδα θωρακίζεται από τον ανταγωνισμό και ωφελούμενη βλάπτει τους άλλους. Είναι η ίδια λογική που βρίσκεται πίσω και από άλλους περιορισμούς επαγγελματικής αδειοδότησης, καθώς και πίσω από τη νομοθεσία για τον προστατευτισμό του εμπορίου.
Οι θαμώνες της Wall Street που χρησιμοποιούν λιμουζίνες δεν ενδιαφέρονται πόσο κοστίζουν οι κούρσες των ταξί, γιατί αυτές ούτως ή άλλως είναι για τις χαμηλότερες τάξης, και θα προτιμούσαν αν υπήρχαν λιγότερα αυτοκίνητα να κλείνουν τον δρόμο τους.
Η τεράστια όμως πλειονότητα των ανθρώπων απλώς θέλει να βρίσκει κούρσες και να μην χρειάζεται να πληρώνει εξωφρενικά ποσά γι' αυτές. Και έχουν ακριβώς το ίδιο δικαίωμα να πηγαίνουν στον προορισμό τους όσο και οι χρήστες των λιμουζίνων.
Το να γίνει η ζωή δυσκολότερη γι' αυτούς τους ανθρώπους δεν είναι μια καλή λύση - είναι απάντηση σε ένα τεχνητό πρόβλημα που προκλήθηκε από τον εξαναγκασμό με περισσότερο εξαναγκασμό που θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα. Είναι ώρα να σταματήσουμε να θεωρούμε την Uber και τη Lyft ως προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν - είναι λύσεις.
--
Ο Aeon J. Skoble είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Bridgewater State University.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Μαϊου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγουμης».