Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα προχωρήσει σήμερα στη μείωση του βασικού επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων στο 3,75%, από 4%, και του επιτοκίου αναχρηματοδότησης στο 4,25% από 4,50%. Η απόφαση, που σηματοδοτεί την πρώτη μείωση επιτοκίων από μεγάλη κεντρική τράπεζα, θα είναι ομόφωνη. Τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου την έχουν προαναγγείλει, καθώς έχουν συμφωνήσει ότι στη φάση που βρισκόμαστε χρειάζεται αλλαγή πολιτικής, και οι αγορές την έχουν πλήρως προεξοφλήσει. Όμως οι τελευταίες πληροφορίες από τη Φρανκφούρτη αναφέρουν ότι η συνέχεια μπορεί να κρύβει εκπλήξεις.
Τα «περιστέρια» της ΕΚΤ ζητούν να συνεχιστούν οι μειώσεις και μετά τον Ιούνιο, μέχρι να φτάσουμε στο επιτόκιο ισορροπίας, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να εξελίσσεται σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΚΤ.
Την άποψη αυτή ανέλυσε ο Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξή του στο liberal στις αρχές Μαΐου. Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν, ωστόσο, ότι το γερμανικό λόμπι ασκεί ήδη πιέσεις για την υιοθέτηση μίας πολύ επιφυλακτικής στρατηγικής. Σύμφωνα με αυτήν, το βασικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων θα φτάσει σε πρώτη φάση και πολύ σταδιακά (όχι φέτος αλλά το 2025) στο 3% και σε δεύτερη φάση θα οδηγηθεί προς το επίπεδο ισορροπίας στις αρχές του 2026.
Σε αυτό το σημείο αρχίζουν τα δύσκολα, καθώς οι δύο ομάδες του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ (Βορράς και Νότος, πυρήνας και περιφέρεια, γεράκια και περιστέρια, πείτε τις όπως θέλετε) θα πρέπει να συμφωνήσουν ποιο είναι αυτό το επίπεδο. Για παράδειγμα, αναλυτές της BNP Paribas πιστεύουν ότι τα επιτόκια θα σταματήσουν μεταξύ 2% και 2,50%, ενώ πριν το αποκορύφωμα της πληθωριστικής κρίσης, η Societe Generale τοποθετούσε το «ουδέτερο» επιτόκιο στο 1,50%.
Ποια μπορεί, λοιπόν, να είναι, η έκπληξη της ΕΚΤ; Να μην προχωρήσει σε καμία – ή το πολύ σε μία ακόμα - μείωση επιτοκίων φέτος, υπό τις πιέσεις των «γερακιών» στο σενάριο που ο πληθωρισμός κολλήσει πέριξ του 2,5%. Διότι μπορεί κανείς να μην αμφισβητεί το γεγονός ότι η οικονομία της Ευρωζώνης χρειάζεται μία τονωτική ένεση, όμως σκεφτείτε πόσο μεγάλο πλήγμα θα ήταν για την αξιοπιστία της ΕΚΤ ένα πισωγύρισμα, να μείωνε δηλαδή πρόωρα τα επιτόκια και μετά από λίγο αναγκαζόταν να τα αυξήσει ξανά.
Σήμερα, πάντως, η Κριστίν Λαγκάρντ δεν μπορεί να κάνει πίσω. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ιταλός οικονομολόγος, Λορέντζο Κοντόνιο, αν λ.χ. η επικεφαλής της ΕΚΤ δήλωνε ότι τα επιτόκια δεν θα μειωθούν γιατί θέλει να έχει περισσότερα στοιχεία που να δείχνουν ότι ο πληθωρισμός επιστρέφει στο 2%, θα προκαλούσε ανεπιθύμητη μεταβλητότητα στις αγορές και αβεβαίοτητα στην πραγματική οικονομία.
Από την άλλη, η Λαγκάρντ θα δυσκολευτεί να δικαιολογήσει με πειστικό τρόπο τη μείωση των επιτοκίων, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τα δεδομένα του περασμένου Μαρτίου. Διότι το οικονομικό outlook για την Ευρωζώνη έχει βελτιωθεί από τον Μάρτιο. Η ΕΚΤ προέβλεπε ρυθμό ανάπτυξης μόλις 0,1% στο α’ τρίμηνο του 2024 και σε τριμηνιαία βάση και τελικά το ΑΕΠ της Ευρωζώνης αναπτύχθηκε με ρυθμό 0,3%.
Τα νεότερα στοιχεία για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη θολώνουν αρκετά την εικόνα σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές κινήσεις της ΕΚΤ. Ενδεικτικό παράδειγμα οι πρόδρομοι δείκτες PMI. Στη συνεδρίαση του Μαρτίου τα στελέχη της ΕΚΤ είχαν στα χέρια τους τα στοιχεία για τον σύνθετο PMI της Ευρωζώνης για το μήνα Φεβρουάριο, που έδειχναν ότι παρέμενε σε υφεσιακό έδαφος στο 49,2. Από τότε όμως, έχει εμφανίσει μία σειρά από μετρήσεις άνω του 50, στο 50,3 τον Μάρτιο, στο 51,7 τον Απρίλιο και στο 52,3 τον Μάιο, που σημαίνει ότι η οικονομική δραστηριότητα ανακάμπτει. Κατά την ίδια περίοδο, οι περισσότεροι οικονομικοί δείκτες ξεπερνούν τις προσδοκίες των αγορών.
Η συνέχεια, επομένως, σε ό,τι αφορά την ταχύτητα και το εύρος των μειώσεων θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, αλλά κυρίως από την εξασθένηση του πληθωρισμού και την πορεία της ανάπτυξης.
Αξίζει να επαναλάβουμε, τέλος, ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες των χωρών του Νότου και η ομάδα των «περιστεριών», υποστηρίζουν ότι όσο επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις της ΕΚΤ, τοσο θα δικαιολογείται και η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων. Προσθέτουν δε, ότι με το βασικό επιτόκιο στο 4%, θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί η υποχώρηση του πληθωρισμού προς τον στόχο με ομαλή προσγείωση της οικονομίας. Και με τη λογική ότι το πραγματικό επιτόκιο ισορροπίας υπολογίζεται κοντά στο 2%, ακόμη και τρεις μειώσεις να γίνουν φέτος, η νομισματική πολιτική θα παραμείνει περιοριστική, ικανοποιώντας τα «γεράκια» της ΕΚΤ.