Έχοντας ξεκινήσει πολύ δυναμικά τη χρονιά, ήδη από το πρώτο τρίμηνο φέτος, η Τράπεζα Πειραιώς διαπιστώνει τώρα με το κλείσιμο του εξαμήνου που περιείχε την αβεβαιότητα και τη διστακτικότητα των επιχειρήσεων έναντι δύο εκλογικών αναμετρήσεων στο δεύτερο τρίμηνο, ότι οι τάσεις είναι ενθαρρυντικές.
Όπως το έθεσε ο CEO του Ομίλου Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου στη Γενική Συνέλευση των μετόχων, «οι διαφαινόμενες τάσεις του πρώτου εξαμήνου του 2023 είναι ενθαρρυντικές, ως προς την επίτευξη των στόχων νωρίτερα έναντι του αναθεωρημένου επιχειρηματικού πλάνου 2023-2025».
Παράλληλα ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο κ. Μεγάλου στο νέο πρόγραμμα το οποίο θα επιτρέψει στην Τράπεζα να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στις επιμέρους προσπάθειες των πελατών της για οικοδόμηση μιας καλύτερης και πιο βιώσιμης ελληνικής οικονομίας και το οποίο προβλέπει δάνεια έως και 5 δισ. ευρώ στον τομέα της πράσινης ενέργειας με έμφαση στις μικρές επιχειρήσεις.
Το εμπορικό πρόγραμμα της τράπεζας, όπως είπε ο κ. Μεγάλου δίνει «προτεραιότητα στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, στα ακίνητα -κτίρια και στη γεωργία».
Θα προωθήσουμε, είπε, την «εξατομικευμένη προσέγγιση ειδικά για την υποστήριξη των μικρών επιχειρήσεων και των ιδιωτών. Στόχος της Τράπεζας Πειραιώς στον τομέα Ενεργειακής Μετάβασης είναι 5 δισ. ευρώ, χρηματοδοτήσεις έως το 2025 και συνολικά 8 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης ομολόγων και αμοιβαίων κεφαλαίων».
Στο μεταξύ, με βάση το αναθεωρημένο πλάνο της Τράπεζας Πειραιώς, η τράπεζα κινείται ήδη φέτος να επιτύχει διψήφια απόδοση κεφαλαίων 12%, γεγονός που είναι εντυπωσιακό αν ληφθεί υπόψη ότι όλη η αγορά αντιμετώπισε φέτος το «αργό» δεύτερο τρίμηνο το οποίο πέραν των αυξήσεων επιτοκίων της ΕΚΤ, περιελάμβανε ειδικά για την ελληνική οικονομία το διακύβευμα διπλών εκλογικών αναμετρήσεων, οι οποίες σύμφωνα με τραπεζικούς παράγοντες προκάλεσαν διστακτικότητα σε επιχειρηματικούς παράγοντες να «πατήσουν το κουμπί» για να ξεκινήσουν επενδύσεις.
Η Πειραιώς στο μεταξύ είχε ξεκινήσει το πρώτο τρίμηνο με απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (RoΑTBV) 13% υπερβαίνοντας τις αρχικές εκτιμήσεις και με κέρδη ανά μετοχή 0,15 ευρώ, ενώ είχε ήδη κάνει πρόβλεψη και για μέρισμα 10% από τα κέρδη. Η τράπεζα είχε μειώσει τα κόκκινα δάνεια στο 6,6% από 12,7% πριν, ενώ αύξησε την κάλυψη στα κόκκινα δάνεια κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες στο 55%.
Στο πρώτο τρίμηνο η τράπεζα είχε ξεκινήσει με εκταμιεύσεις δανείων 2 δισ. ευρώ που αύξησαν ισόποσα τα υγιή δάνεια στο χαρτοφυλάκιο της τράπεζας και έθετε στόχο για αύξηση των νέων δανείων κατά 1,6 δισ. ευρώ. Παράλληλα έθετε και τους άλλους βασικούς στόχους του προγράμματος τους οποίους υπενθύμισε και επιβεβαίωσε ο κ. Μεγάλου στη Γενική Συνέλευση των μετόχων:
- Απόδοση ιδίων κεφαλαίων 12% από φέτος από προηγούμενη εκτίμηση για απόδοση 10%
- Μείωση των κόκκινων δανείων (NPE) στην περιοχή του 5% από φέτος έχοντας ήδη μειώσει το δείκτη στο 6,6% με το δείκτη κάλυψης NPE να αυξάνεται στο 55%.
- Μείωση του δείκτη κόστους προς βασικά έσοδα στο 40% ή χαμηλότερα έναντι προηγούμενου στόχου για 42%
- Αύξηση των κεφαλαίων της τράπεζας και του συνολικού δείκτη επάρκειας κεφαλαίων στο 17,3%
Να σημειωθεί ότι η Τράπεζα Πειραιώς έχει επιτύχει τους στόχους αυτούς έχοντας εξοφλήσει ήδη από το τέλος του 2022 δάνεια 9 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ γεγονός που μείωσε τα κόστη της, καθώς διαθέτει σημαντική ρευστότητα από τις καταθέσεις πελατών της, όπως δείχνει και ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR) στο 201% τον οποίο υπενθύμισε στη Συνέλευση ο κ. Μεγάλου.
Το άλλο μυστικό είναι η συντηρητική προσέγγιση όσον αφορά τους υπολογισμούς για τα επιτόκια της ΕΚΤ –πολιτική που ακολουθούν όλες οι ελληνικές τράπεζες. Στην Πειραιώς αυτό έχει λειτουργήσει πολύ θετικά, αυξάνοντας τα περιθώρια που οδηγούν σε αύξηση των εσόδων από τόκους.
Έτσι, η τράπεζα ξεκίνησε τη χρονιά με αρχική εκτίμηση για βασικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ στο 2,5%. Το επιτόκιο αυτό το Μάρτιο έγινε 3% από την ΕΚΤ. Το Μάιο το επιτόκιο έγινε 3,25% (και πριν μερικές μέρες η ΕΚΤ το αύξησε στο 3,50%). Οι υπολογισμοί της Πειραιώς τον Μάιο άλλαξαν στο 3,25% ,αλλά ήδη γίνονται χαμηλότερα και πάλι και αυτό αφήνει περιθώρια αυξημένων εσόδων έναντι του συντηρητικού προγραμματισμού.
Σύμφωνα με τον κ. Μεγάλου «το 2023 η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, προβλέπεται ότι θα αναπτυχθεί με ρυθμό κοντά στο 3,5%, πολύ πάνω από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, αλλά σαφώς χαμηλότερο έναντι του 2022. Η κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την πορεία των επενδύσεων είναι ιδιαίτερα ευοίωνες, καθώς εκτός από την αύξηση των σχετικών κονδυλίων, προβλέπεται και η ποιοτική τους αναβάθμιση, δεδομένου ότι ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό νέων επενδύσεων θα αφορά υποδομές όπως στην παραγωγή πράσινης ενέργειας με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Η ανάκαμψη εφεξής αναμένεται να εξαρτηθεί από την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, με καθοριστική συμβολή της τουριστικής περιόδου για τη χώρα μας. Η ταχύτητα της ανάκαμψης, αλλά και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα αποτελέσουν αποφασιστικούς παράγοντες που θα καθορίσουν τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, τον τραπεζικό τομέα και τον Όμιλο Πειραιώς ειδικότερα».
Ο κ. Μεγάλου ανέφερε ότι πρόσφατα η Πειραιώς πήρε την 4η δόση του ΤΑΑ 300 εκατ. ευρώ και έφθασε στο 1 δισ. ευρώ τις χρηματοδοτήσεις συμμετέχοντας δυναμικά στο δανειακό πρόγραμμα του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0».
Στο πλαίσιο αυτό είπε, «ο Όμιλος Πειραιώς εγκαινίασε το νέο έργο Ενεργειακής Μετάβασης, ένα εμπορικό πρόγραμμα-σχέδιο δράσης, το οποίο θα επιτρέψει στην Τράπεζα να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στις επιμέρους προσπάθειες των πελατών της για οικοδόμηση μιας καλύτερης και πιο βιώσιμης ελληνικής οικονομίας.
Με δομημένη προσέγγιση και με βάση τη βαθιά κατανόηση των συγκεκριμένων αναγκών σε κάθε κλάδο της οικονομίας, με προτεραιότητα στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, στα ακίνητα -κτίρια και στη γεωργία, θα προωθήσουμε εξατομικευμένη προσέγγιση ειδικά για την υποστήριξη των μικρών επιχειρήσεων και των ιδιωτών. Στόχος της Τράπεζας Πειραιώς στον τομέα Ενεργειακής Μετάβασης είναι 5 δισ. ευρώ, χρηματοδοτήσεις έως το 2025 και συνολικά 8 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης ομολόγων και αμοιβαίων κεφαλαίων».