Στο 2,6% αυξάνει τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας η Citigroup, σε έκθεσή της, με θέμα τις Παγκόσμιες Προοπτικές και παράλληλα εστιάζει το ενδιαφέρον της σε τρία σημαντικά σημεία.
Το πρώτο αφορά την οικονομία των ΗΠΑ, όπου από τη μία πλευρά παρουσιάζει ισχυρές επιδόσεις, με τις καταναλωτικές δαπάνες να συνεχίζουν να είναι ισχυρές, με την ανάπτυξη φέτος να τοποθετείται στο 2,5%. Αντίθετα, οι αναλυτές της Citi εκφράζουν και ορισμένες ανησυχίες, σχετικά με τις εκλογές, καθώς και την πορεία της αγοράς εργασίας.
Το δεύτερο σημείο είναι τα προβλήματα που παρουσιάζει η οικονομία στη Γερμανία και ειδικά οι διαφορετικές επιδόσεις της γερμανικής και της ισπανικής οικονομίας. Η Γερμανία, σύμφωνα με τους αναλυτές της Citi, ως κορυφαίος παραγωγός αγαθών, έχει κτυπηθεί από την αδυναμία της παγκόσμιας παραγωγής. Ο PMI της γερμανικής μεταποίησης παρουσίασε πτωτική τάση τους τελευταίους μήνες. Από την άλλη πλευρά, η Ισπανία είναι μια οικονομία πιο προσανατολισμένη στις υπηρεσίες και οι επιδόσεις της συνέχισαν να υπερβαίνουν τις προσδοκίες.
Το τρίτο σημείο είναι η πορεία του πληθωρισμού. Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Citi, οι συνολικές μετρήσεις του παγκόσμιου πληθωρισμού δείχνουν μια επιστροφή σε μεγάλο βαθμό στις προ-πανδημίας τάσεις. Ο ονομαστικός πληθωρισμός κορυφώθηκε κοντά στο 7%, στα μέσα του 2022 και τώρα έχει υποχωρήσει κοντά στο 2% σε διεθνές επίπεδο. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε σημαντικά η μείωση των αυξημένων τιμών των τροφίμων και της ενέργειας, αλλά και η απότομη μείωση του δομικού πληθωρισμού.
Το πιο ενδιαφέρον, σύμφωνα με τους αναλυτές της Citi είναι η διάσταση μεταξύ του πληθωρισμού βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Με τη χαλάρωση των πιέσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα και την άμβλυνση της ζήτησης, ο πληθωρισμός των αγαθών μειώθηκε απότομα. Στο μέλλον, η Citi αναμένει ότι οι ίδιες πιέσεις που κράτησαν τον πληθωρισμό των αγαθών υπό έλεγχο πριν από την πανδημία, θα παραμείνουν. Αυτές περιλαμβάνουν τον διεθνή ανταγωνισμό και τις συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις.
Αντίθετα, ο πληθωρισμός των υπηρεσιών συνεχίζει να είναι πολύ πιο επίμονος. Κατά την εκτίμηση της Citi, τώρα έχει υποχωρήσει περίπου στο μισό από το μέγιστο του 5% του 2023, πίσω στον ρυθμό του 2%, πριν από την πανδημία. Σε όλες τις χώρες, ο πληθωρισμός των υπηρεσιών μειώθηκε σε γενικές γραμμές σε σχέση με ένα χρόνο πριν, αλλά γενικά εξακολουθεί να είναι πάνω από τα επίπεδα του Φεβρουαρίου του 2020. Οι αγορές εργασίας έχουν χαλαρώσει μερικώς, αλλά συνήθως παραμένουν σφιχτές.
Ειδικά για το ενεργειακό κόστος και κυρίως το πετρέλαιο, οι αναλυτές της Citi βλέπουν τις πιέσεις που προέρχονται από την ένταση στη Μέση Ανατολή να μειώνονται με την πάροδο του χρόνου και να επιβεβαιώνεται εκ νέου η θεμελιώδης τάση της αγοράς πετρελαίου προς πλεονάζουσα προσφορά. Ως εκ τούτου, η Citi εκτιμά ότι οι τιμές του πετρελαίου, θα μειωθούν σταδιακά, κάτω από τα 60 δολάρια το βαρέλι μέχρι το τέλος του επόμενου έτους.
Βέβαια, η Citi εστιάζει και στο σενάριο στο οποίο ένα σημαντικό μερίδιο (περίπου το ήμισυ) της ημερήσιας παραγωγής πετρελαίου του Ιράν θα κλείσει για αρκετούς μήνες και οι τιμές του πετρελαίου θα αυξηθούν ανάλογα στα 120 δολάρια το βαρέλι. Το «σοκ» αυτό της προσφοράς θα ενισχύσει τον παγκόσμιο πληθωρισμό, θα επιβαρύνει την ανάπτυξη και θα ενισχύσει την οικονομική αβεβαιότητα.
Κίνδυνοι για την Παγκόσμια Οικονομία
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Citi, οι βασικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, περιλαμβάνουν τις γεωπολιτικές πιέσεις, που πρόσφατα προκάλεσαν αστάθεια στις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου, και την ανησυχία για τις εκλογές στην Ιαπωνία και τις ΗΠΑ. Πάντως, είναι αισιόδοξη σχετικά με τις προοπτικές για τα δημοσιονομικά κίνητρα της Κίνας, αλλά οι επιπτώσεις οποιωνδήποτε τέτοιων μέτρων θα γίνουν σε μεγάλο βαθμό (ή εξ ολοκλήρου) αισθητές το επόμενο έτος.
Ο άλλος μακροπρόθεσμος κίνδυνος είναι τα παγκόσμια επίπεδα χρέους και οι δημοσιονομικές επιδόσεις. Οι αναλυτές της Citi, μάλιστα αναφέρονται σε μια συγκεκριμένη ομάδα μεγάλων, κυρίως, οικονομιών που έχουν επί του παρόντος υψηλά επίπεδα χρέους, άνω του 75% του ΑΕΠ, και προβλέπεται από το ΔΝΤ να έχουν δημοσιονομικά ελλείμματα πάνω από 3% του ΑΕΠ. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία. Οι χώρες φαίνεται να έχουν υιοθετήσει ιστορικά χαλαρές δημοσιονομικές πολιτικές.
Στο 0,7% η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη
Για την Ευρωζώνη, η Citi προβλέπει πολύ υποτονική ανάπτυξη, της τάξεως του 0,7%, για το 2024, και 1% για το 2025, με ρυθμό ελαφρώς χαμηλότερο από την τάση. Θετικό, για τους αναλυτές της Citi, μπορεί να θεωρηθεί το στοιχείο ότι η ΕΚΤ εκφράζει τη βεβαιότητά της ότι ο πληθωρισμός επιστρέφει στο 2%. Αυτό άνοιξε το δρόμο για πιο επιθετική χαλάρωση, όπως φαίνεται από την πρόσφατη μείωση των επιτοκίων.
Μάλιστα, η Citi αναμένει περαιτέρω μείωση της τάξης των 175 μονάδων βάσης μέχρι το τέλος του επόμενου έτους.
Η κίνηση της ΕΚΤ, σε λιγότερο περιοριστική πολιτική, θα βοηθήσει στην απελευθέρωση της πιστωτικής ανάπτυξης, η οποία περιορίστηκε όταν αύξησε τα επιτόκια, καταλήγει η Citi.
Σε ό,τι αφορά το συνολικό πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης, οι αναλυτές αναφέρουν ότι είναι σχεδόν σταθερό τα τελευταία δύο χρόνια — και αυξήθηκε μόλις κατά 4% από το δ’ τρίμηνο του 2019. Συγκριτικά, το ΑΕΠ στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 11% κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι αναλυτές της Citi διακρίνουν την οικονομία της Ισπανίας και της Ελλάδας. Για τη μεν Ισπανία αναφέρουν ότι αν και άργησε να ανακάμψει από την πανδημία, στη συνέχεια ανέβασε τη δύναμη του παγκόσμιου τομέα υπηρεσιών. Ομοίως, η Ελλάδα — η οποία έχει σημειώσει τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ αυτών των χωρών, ακολουθεί την Ισπανία, αλλά σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο.
Σημαντικό είναι ακόμη ότι οι χώρες παραγωγής αγαθών έχουν δυσκολευτεί. Η Ολλανδία μπορεί να σημείωσε ισχυρή ανάπτυξη μετά την πανδημία, αλλά το ΑΕΠ της παρέμεινε στάσιμο από τα μέσα του 2022. Η Γερμανία είναι ακόμη πιο αδύναμη, με μηδενική αύξηση του καθαρού ΑΕΠ από τα τέλη του 2019.
Πάντως, η Citi εκτιμά ότι η εφαρμογή ορισμένων μέτρων που προτείνει η έκθεση Ντράγκι θα βοηθήσει σημαντικά την οικονομία της Ευρωζώνης.
Τι βλέπουν UBS και Fitch Ratings
Με την εκτίμηση αυτή συμφωνούν και οι αναλυτές της UBS, σε πρόσφατη έκθεσή τους, αναδεικνύοντας την άποψη του Ντράγκι, ότι κύριος παράγοντας της υστέρησης είναι η ασθενής αύξηση της παραγωγικότητας, κυρίως λόγω ανεπαρκών επενδύσεων σε προηγμένες τεχνολογίες, όπως αυτές που συναντώνται στον ψηφιακό τομέα.
Ταυτόχρονα, άλλοι παράγοντες που στήριξαν το οικονομικό μοντέλο της Ευρώπης θεωρούνται πλέον ότι εξασθενούν, συμπεριλαμβανομένης της αξιόπιστης πρόσβασης σε προσιτή ενέργεια, του αυξανόμενου παγκόσμιου εμπορίου και της γεωπολιτικής σταθερότητας, η οποία απελευθέρωσε πόρους που διαφορετικά θα έπρεπε να δαπανηθούν για την άμυνα.
Με τις εκτιμήσεις της Citi για την οικονομία της Ευρωζώνης συμφωνεί και ο οίκος Fitch Ratings, που τοποθετεί την πρόβλεψή της για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της Ευρωζώνης το 2024 στο 0,8%, από 0,6% και παράλληλα, αναβάθμισε την εκτίμησή του για την ανάπτυξη του Ηνωμένου Βασιλείου στο 0,7%, από 0,2%.
Στην πρόσφατη έκθεση του, ο αμερικανικός οίκος αναφέρει ότι η εκτίμηση του για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης το 2024 βασίζεται στην ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης, με βάση τη συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης και των πραγματικών μισθών, σημειώνοντας ταυτόχρονα πως «υπάρχει περιθώριο για την εξομάλυνση του ποσοστού αποταμίευσης των νοικοκυριών».
Προσθέτει ότι οι χαμηλότερες τιμές χονδρικής πώλησης φυσικού αερίου έχουν, σε μεγάλο βαθμό, αντιστρέψει το σοκ που δέχθηκαν από τους όρους του εμπορίου, ενισχύοντας τα πραγματικά εισοδήματα, παράλληλα με τον αποπληθωρισμό.
Αναφέρει επίσης ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε κατά 0,3%, σε τριμηνιαία βάση, για δεύτερο διαδοχικό τρίμηνο, το 2ο τρίμηνο του 2024.
Η οικονομία της Γερμανίας συρρικνώθηκε ελαφρώς, σύμφωνα με τον Fitch, αλλά πιστεύει ότι οι ενεργοβόρες βιομηχανίες της αρχίζουν επιτέλους να ανακάμπτουν από το ενεργειακό σοκ.
Ακόμη, η Fitch αναφέρει ότι η δημοσιονομική πολιτική βρίσκεται στο επίκεντρο, καθώς τα κράτη στοχεύουν στη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.