Όσο και να θαυμάζει κανείς τα επιτεύγματα των Ιαπώνων στην παγκόσμια βιομηχανία, την εξαιρετική τους τεχνολογική πρόοδο, την υπομονή τους και την αξιοπιστία τους, αναπόφευκτα ταράζεται που και που με κάποιες ειδήσεις που έρχονται από εκεί.
Μεγάλα σκάνδαλα όπως αυτό με την παραποίηση των οικονομικών καταστάσεων της Toshiba που οδήγησε τελικά στη διάσπαση της ιστορικής βιομηχανίας, ένα αντίστοιχο με τη γνωστή βιομηχανία φωτογραφικών μηχανών και υψηλής τεχνολογίας Olympus έκαναν μεγάλη ζημιά στην εικόνα της χώρας. Το ίδιο έγινε και όταν ο διευθύνων σύμβουλος της Nissan, Carlos Ghosn, συνελήφθη ξαφνικά και αργότερα διέφυγε από τη χώρα μέσα σε μία θήκη μουσικού οργάνου και όταν η Takata αποκάλυψε πως οι ζώνες ασφαλείας αυτοκινήτων με τις οποίες εφοδίαζε την παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία ήταν ελλαττωματικές και επικίνδυνες.
Εκεί που δεν το περίμενε κανείς, φέτος ήρθε η σειρά της Toyota (7203 TOKYO, TM NYSE) της μεγαλύτερης από πλευράς πωλήσεων αυτοκινητοβιομηχανίας του κόσμου. Για να είμαστε ακριβείς, το πρόβλημα δεν αφορά την ίδια την Toyota αλλά την ελεγχόμενη από αυτήν Daihatsu, επίσης αυτοκινητοβιομηχανία. Η Daihatsu ανήκει κατά 100% στην Toyota και κατασκευάζει οχήματα, για δικό της λογαριασμό και για τη μητρική της επιχείρηση, καθώς και διάφορα εξαρτήματα αυτοκινήτων που χρησιμοποιούνται από πλήθος άλλων αυτοκινητοβιομηχανιών.
Το πρόβλημα που δημοσιοποιήθηκε πριν περίπου δέκα μέρες είναι πάρα πολύ σοβαρό. Όπως αποκαλύφθηκε από εκτεταμένη έρευνα που πραγματοποίησε ανεξάρτητη τριμελής επιτροπή κατά παραγγελία της διοίκησης της εταιρείας, από το 1989 μέχρι τώρα έχει λάβει χώρα συστηματική παραποίηση των αποτελεσμάτων των ελέγχων ασφαλείας για τα αυτοκίνητα που παράγει η εταιρεία, όπως επίσης και για τα εξαρτήματα (η διοίκηση ανέθεσε στην επιτροπή αυτό το έργο τον Απρίλιο που μας πέρασε όταν άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες σχετικές ενδείξεις).
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της επιτροπής, υπάρχουν τουλάχιστον 174 τέτοιες περιπτώσεις που αφορούν 64 μοντέλα αυτοκινήτων, κάποια από τα οποία πωλούνται κάτω από το όνομα της Toyota. Αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση των ευρημάτων της επιτροπής, το υπουργείο μεταφορών της χώρας πραγματοποίησε έφοδο στα κεντρικά γραφεία της Daihatsu στην πόλη της Οζάκα. Όπως επισημαίνει ο διεθνής Τύπος, αυτή η αποκάλυψη δείχνει πως το μεγαλύτερο μέρος των οχημάτων που παράγει ή έχει παράξει στο παρελθόν η εταιρεία, στην πραγματικότητα δεν έχει περάσει από τους προβλεπόμενους ελέγχους ασφαλείας.
Αυτό ισχύει και για τα αυτοκίνητα παραγωγής της που πωλούνται με το όνομα της Toyota αλλά και για αυτοκίνητα της Mazda και της Subaru που έχουν χρησιμοποιήσει εξαρτήματα παραγωγής της Daihatsu που έχουν περάσει τους ελέγχους ασφαλείας με πλαστά χαρτιά. Λίγες ημέρες μετά τις αποκαλύψεις, η Daihatsu ανακοίνωσε την αναστολή των εργασιών της μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου. Ανακοίνωσε, επίσης, πως θα αποζημιώσει και τις 423 επιχειρήσεις οι οποίες αγοράζουν προϊόντα απ’ ευθείας από αυτήν. Η εταιρεία δήλωσε επίσης πως θα εργαστεί μαζί με την κυβέρνηση για την υποστήριξη και των 4.000 χιλιάδων επιχειρήσεων ανά τον κόσμο στις οποίες καταλήγουν τελικά τα διάφορα εξαρτήματα που κατασκευάζει η εταιρεία.
Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της επιτροπής, ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος οφείλεται στην ανεπαρκή διοικητική δομή της επιχείρησης που είχε σαν αποτέλεσμα την πολύ κακή επικοινωνία των διοικητικών στελεχών με τους εργαζομένους, πράγμα που έκανε πιο εύκολη τη δράση των στελεχών που έδρασαν παράτυπα και παράνομα. Σύμφωνα με το Bloomberg, οι δοκιμές ασφαλείας γίνονταν σε διαφορετικά αυτοκίνητα από αυτά που πραγματικά πουλιόντουσαν στην αγορά. Χωρίς αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκη πως τα αυτοκίνητα και τα εξαρτήματα της εταιρείας είναι επικίνδυνα, είναι βέβαιο πως τα καθιστά ακατάλληλα προς πώληση με βάση τους διεθνείς κανονισμούς.
Ανώτατα στελέχη της Toyota και της Daihatsu απολογήθηκαν δημοσίως λέγοντας πως η προσπάθεια για μεγιστοποίηση της εγχώριας και διεθνούς παραγωγής φαίνεται πως είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός φορτίου που ήταν τελικά δυσβάστακτο και οδήγησε στην εμφάνιση αυτών των προβλημάτων. Σαν μητρική εταιρεία, η Toyota δεσμεύθηκε να προχωρήσει σε θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις στην Daihatsu προκειμένου να αποκαταστήσει τη φήμη και την επιχειρηματική αξιοπιστία της θυγατρικής της. Σε επίσημη ανακοίνωσή της, η Toyota παραδέχθηκε πως το έργο αυτό θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, θα απαιτήσει μεγάλο χρονικό διάστημα και θα περιλαμβάνει μία συνολική επανεκτίμηση του τρόπου λειτουργίας της εταιρείας σε όλα τα επίπεδα.
Το γεγονός πως ο κύκλος εργασιών της Daihatsu αποτελεί μόνο το 4% του συνολικού κύκλου εργασιών του ομίλου της Toyota σημαίνει πως από οικονομικής απόψεως το σκάνδαλο που ξέσπασε δεν θα έχει πολύ μεγάλη αρνητική επίδραση στην οικονομική κατάσταση της ιαπωνικής εταιρείας. Το πλήγμα στη δημόσια εικόνα και στην αξιοπιστία της είναι όμως μία άλλη υπόθεση, ιδίως αν συνδυαστεί με την υπόθεση της βιομηχανίας φορτηγών Hino Motors (7205 TOKYO), η οποία ανήκει κατά 50,50% στην Toyota και στην ουσία αποτελεί το κομμάτι της στον τομέα των ελαφρών και βαρέων φορτηγών οχημάτων.
Το καλοκαίρι του 2022, έρευνα του ιαπωνικού υπουργείου μεταφορών αποκάλυψε πως οι μηχανές περίπου 76.000 ελαφρών φορτηγών που είχαν πουληθεί από το 2019 και μετά δεν είχαν περάσει από τον απαιτούμενο αριθμό τεχνικών δοκιμών πριν πουληθούν. Η αποκάλυψη αυτή είχε έρθει σε συνέχεια άλλων σχετικών για παρόμοιες παρατυπίες σε όλα τα φορτηγά της εταιρείας από το 2003 και έπειτα.
Καθώς η Toyota ελέγχει την Hino από το 2001 και τα ανώτατα διευθυντικά στελέχη της προέρχονται όλα από τη μητρική εταιρεία, δεν είναι λίγοι αυτοί που επιρρίπτουν στην Toyota σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την αδυναμία της να αντιληφθεί το τι γίνεται στη θυγατρική της. Διαβάζοντας ένα σχετικό άρθρο του Reuters από τον Αύγουστο του 2022 εντυπωσιαστήκαμε από κάποιες ομοιότητες μεταξύ των δύο υποθέσεων, κυρίως από τη διαπίστωση της διοίκησης της Hino πως η επικοινωνία των διοικητικών στελεχών με τους εργαζομένους δεν ήταν καλή και πως η προσήλωση στην επίτευξη των οικονομικών στόχων στάθηκε εμπόδιο στην ορθή εφαρμογή των προβλεπόμενων κανονισμών.
Οι προβληματισμοί που δημιουργούνται για την αποτελεσματικότητα των διοικήσεων των θυγατρικών εταιρειών της Toyota αλλά και της ίδιας έρχονται σε μία στιγμή που η εταιρεία φαίνεται να δικαιώνεται για την επιφυλακτική της στάση απέναντι στη μαζική και σχεδόν υποχρεωτική στροφή της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας προς την ηλεκτροκίνηση. Η άρνησή της να «πετάξει στο καλάθι των αχρήστων» τα υβριδικά αυτοκίνητα όπως και τα βενζινοκίνητα και πετρελαιοκίνητα την είχε κάνει εύκολο στόχο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το 2023 όμως φάνηκε ξεκάθαρα πως οι προβληματισμοί της δεν στερούνται βάσης, κάτι που αναγνώρισαν και οι καταναλωτές και οι επενδυτές στα χρηματιστήρια. Οι πολύ καλές πωλήσεις των υβριδικών της αυτοκινήτων μαζί με τη σημαντική πρόοδο που φαίνεται πως επιτυγχάνει στην ανάπτυξη των αμιγώς ηλεκτρικών αυτοκινήτων της είναι βέβαιο πως έκαναν τους επενδυτές να τη δουν και πάλι με θετικό τρόπο. Κάποιοι αναλυτές, όπως προχθές η Katrina Hamlin του Reuters, υποθέτουν πως η πολύ ισχυρή παρουσία της εταιρείας στα παραδοσιακά και ειδικά στα υβριδικά αυτοκίνητα θα την κάνει ακόμα πιο αγαπητή στους επενδυτές καθώς καθυστερεί η ολοκληρωτική στροφή προς την ηλεκτροκίνηση.
Οι πρώτες αντιδράσεις των επενδυτών στις αποκαλύψεις του προηγούμενου δεκαημέρου ήταν αρνητικές για τη μετοχή της Toyota αλλά όχι τόσο ώστε να δείχνουν πως οι αγορές αλλάζουν στάση απέναντί της. Μπορεί ορισμένοι αναλυτές και μέρος του διεθνούς Τύπου να νιώθουν μία ανησυχία συνδυάζοντας τις υποθέσεις Daihatsu και Hino αλλά η χρηματιστηριακή αγορά μάλλον αντιμετωπίζει την κατάσταση με ψυχραιμία και φαίνεται πρόθυμη να αντιμετωπίσει την εταιρεία που διευθύνει ο Koji Sato με επιείκεια. Αυτή είναι πιθανότατα η πιο λογική αντιμετώπιση, αρκεί να μην έχουμε σύντομα παρόμοια νέα.