Standard & Poor’s: Το σκεπτικό πίσω από την αναβάθμιση της Ελλάδας και οι συνέπειες των δασμών
Shutterstock
Shutterstock

Standard & Poor’s: Το σκεπτικό πίσω από την αναβάθμιση της Ελλάδας και οι συνέπειες των δασμών

Στο δίπτυχο φορολογική συμμόρφωση – ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη στηρίχθηκε η απόφαση της S&P Global Ratings να αναβαθμίσει στην επικαιροποιημένη έκθεσή της το ελληνικό αξιόχρεο στη βαθμίδα BBB/A-2. Ο διεθνής οίκος αξιολογήσεων εκτιμά πως παρά το δύσκολο περιβάλλον, η Ελλάδα θα δει πιο σταθερές μειώσεις του καθαρού χρέους προς το ΑΕΠ μέσα στην επόμενη τετραετία.

Ειδικότερα, η S&P Global Ratings εκτιμά πως ο λόγος του καθαρού χρέους προς το ΑΕΠ θα μειώνεται σε ετήσια βάση κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με την έκθεση του διεθνούς οίκου, η ταμειακή θέση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) παρέχει στην Ελλάδα μια πρόσθετο μαξιλάρι, το οποίο, με εκτιμώμενο ποσοστό 15% του ΑΕΠ, καλύπτει σχεδόν τρία χρόνια των επερχόμενων λήξεων χρέους.

Παράλληλα, οι σταθερές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εξισορροπούν τις σταθερές οικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας με τα υψηλά αποθέματα εξωτερικού και δημόσιου χρέους.

Το σκεπτικό της αναβάθμισης

Η Standard & Poor’s αναφέρει ότι η Ελλάδα υπεραπέδωσε σημαντικά σε σχέση με τους δημοσιονομικούς στόχους του 2024. Εκτιμάται ότι η κυβέρνηση πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 3,5% του ΑΕΠ το 2024, το οποίο ισοδυναμεί με συνολικό πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ. Αυτό είναι πολύ υψηλότερο από τον αρχικό προϋπολογισθέντα στόχο του 2,1% του ΑΕΠ.

Μέρος της υπεραπόδοσης αποδίδεται στις προσπάθειες φορολογικής συμμόρφωσης υποστήριξε και πάλι την υπεραπόδοση, ενώ αναμένεται να συνεχίσει να υποστηρίζει την ανάπτυξη των εσόδων φέτος.

Η δημοσιονομική πορεία είναι καλά εδραιωμένη. Προβλέπεται ότι η κυβέρνηση θα διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,7% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2025-2028.

Επιπλέον, οι προβλέψεις «χωρίς αλλαγή πολιτικής» συνεχίζουν να υποδεικνύουν θετικά κυκλικά οφέλη για τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας – αυτό παρέχει στην κυβέρνηση ουσιαστική δημοσιονομική ευχέρεια για να λάβει διακριτικά μέτρα.

Πότε θα έρθουν νέες αναβαθμίσεις

«Θα μπορούσαμε να αυξήσουμε τις αξιολογήσεις αν οι εξωτερικές ανισορροπίες της Ελλάδας βελτιώνονταν σημαντικά. Για παράδειγμα, αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν βλέπαμε μείωση της εξάρτησης της οικονομίας από τις εισαγωγές. Θα μπορούσαμε επίσης να αναβαθμίσουμε την Ελλάδα αν βλέπαμε μια σημαντική μείωση του εξωτερικού χρέους, μεγάλο μέρος του οποίου είναι δημόσιο, σημειώνει ο οίκος», υπογραμμίζει σχετικά στην έκθεσή της η S&P Global Ratings.

Αντίθετα, ο οίκος αναφέρει ότι θα μπορούσε να μειώσει τις αξιολογήσεις εάν οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας επιδεινωθούν σημαντικά.

Το θεσμικό προφίλ της Ελλάδας σύμφωνα με την S&P 

Όπως επισημαίνει ο διεθνής οίκος, η οικονομική δραστηριότητα της Ελλάδας εμφανίζεται ανθεκτική. «Προβλέπουμε ότι η ανάπτυξη θα είναι κατά μέσο όρο 2,4% την περίοδο 2025-2026, με κινητήρια δύναμη τις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ η οικονομική επέκταση στη συνέχεια θα πρέπει να αρχίσει να ψυχραίνεται καθώς αρχίζει η NextGenEU να ολοκληρώσει τη λειτουργία του», αναφέρει.

Με ποσοστό λίγο κάτω από το 70% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, οι υπηρεσίες - συμπεριλαμβανομένων του τουρισμού και της ναυτιλία ς- κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία. Ενώ η ναυτιλία θα μπορούσε να αποδειχθεί ευάλωτη σε έναν επιδεινούμενο εμπορικό πόλεμο, αναμένουμε ότι οι άλλες υπηρεσίες θα είναι λιγότερο ευαίσθητες σε εξωτερικούς οικονομικούς κλυδωνισμούς από ό,τι η μεταποίηση.

Σημαντικές οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν καταστήσει την οικονομική πορεία πιο βιώσιμη, αλλά οι εμπλοκές σε τομείς όπως η δικαιοσύνη εξακολουθούν να αποτελούν πρόκληση.

Οι ευρείας κλίμακας διαμαρτυρίες που σηματοδοτούν τη διετή επέτειο της σιδηροδρομικής καταστροφής των Τεμπών είναι απίθανο να υπονομεύσει την πολιτική σταθερότητα στο εγγύς μέλλον.

Η ελληνική οικονομία συνέχισε να υπερβαίνει την εκτίμηση για δυνητική ανάπτυξη 1,9% που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος. Με κινητήρια δύναμη την ισχυρή επενδυτική δραστηριότητα που τροφοδοτείται από το NextGenEU, την αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων και την ισχυρή τουριστική ζήτηση, η συνολική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ έφτασε το 2,3% το 2024. Όχι μόνο η οικονομία ξεπέρασε την εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη δυνητική ανάπτυξη, αλλά ξεπέρασε και το 0,9% ανάπτυξη που πέτυχε η ζώνη του ευρώ στο σύνολό της πέρυσι.

Οι επενδύσεις σε ολόκληρη την οικονομία αυξάνονται αλλά εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με τα ιστορικά επίπεδα και τροφοδοτούνται από επενδύσεις του δημόσιου τομέα και όχι του ιδιωτικού.

Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος της επενδυτικής δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα αφορά την ακίνητη περιουσία- ενώ αυτό είναι τουρισμού, δεν συμβάλλει τόσο προφανώς στην ενίσχυση της παραγωγικότητας όσο άλλες επενδύσεις σε κεφαλαιακό απόθεμα.

Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την ελληνική αγορά εργασίας είναι θετικές.

Εκτιμούμε, προσθέτει ο οίκος, ότι ο κίνδυνος για την Ελλάδα από τους νέους αμερικανικούς δασμούς είναι διαχειρίσιμος. Η Γερμανία και η Ιταλία, οι σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδας, είναι σημαντικά πιο εκτεθειμένες στον αντίκτυπο των αμερικανικών δασμών.

Ο μεταποιητικός τομέας της Ελλάδας, η σημασία του οποίου έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, εξάγει σημαντικό όγκο ενδιάμεσων προϊόντων σε γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Γερμανίας και της Ιταλίας.

Επιπλέον, ο ναυτιλιακός τομέας της Ελλάδας σαφώς θα επηρεαστεί αρνητικά από τον μειωμένο όγκο των παγκόσμιων συναλλαγών, αν και οι στρατηγικές επανεξαγωγής και αναδρομολόγησης θα μπορούσαν να να χρησιμοποιηθούν για τον μετριασμό των συνολικών επιπτώσεων. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένης της αρκετά χαμηλής συμβολής του στα κρατικά έσοδα, ένα σοκ στον ναυτιλιακό τομέα είναι απίθανο να επηρεάσει σημαντικά τα δημόσια οικονομικά.

Παρά το αβέβαιο εξωτερικό περιβάλλον, αναμένουμε ότι η οικονομική δραστηριότητα θα είναι ανθεκτική το επόμενα χρόνια. Συνολικά, το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι περίπου 15% κάτω από το ανώτατο επίπεδό του πριν από την κρίση χρέους, γεγονός που υποδηλώνει ικανότητα να συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι των ανταγωνιστών του. Επιπλέον, οι δαπάνες του NextGenEU πρόκειται να αυξηθούν σημαντικά κατά την περίοδο 2025-2026.

Οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας

  • Οικονομική δυναμική και δημοσιονομική πειθαρχία συρρικνώνουν την επιβάρυνση του χρέους της κυβέρνησης.
  • Η κυβέρνηση είναι σταθερά προσηλωμένη στη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία αναμένουμε ότι θα κατά μέσο όρο 2,7% την περίοδο 2025-2028.
  • Το καθαρό χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι υψηλό -εκτιμάται σε 137% στο τέλος του 2024- αν και οι κίνδυνοι χρέους μετριάζονται από τον πολύ μεγάλο μέσο χρόνο ωρίμανσης και την εκτεταμένη αντιστάθμιση επιτοκίων.
  • Οι εξωτερικές ανισορροπίες εξακολουθούν να υφίστανται- αναμένουμε ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα παραμείνει αυξημένο καθώς η έντονη εισαγωγική επενδυτική δραστηριότητα ξεπερνά την αύξηση των εξαγωγών.

Για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα

Σύμφωνα με την S&P Ratings Global, οι κίνδυνοι για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχουν υποχωρήσει

Σε άλλο σημείο της έκθεσης, για τις ελληνικές τράπεζες, ο οίκος αναφέρει ότι οι κλαδικοί κίνδυνοι στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχουν υποχωρήσει και οι ελληνικές τράπεζες έχουν εισέλθει σε μια νέα φάση σταθερότητας και ανάπτυξης.

Η θεσμική και ρυθμιστική πολιτική της Ελλάδας πλαίσιο έχει ευθυγραμμιστεί περισσότερο με τα πρότυπα της ευρωζώνης, ενισχυμένο από την προληπτική εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος τα μακροπροληπτικά μέτρα και την επιτυχή εξυγίανση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) – κυρίως μέσω του συστήματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων Ηρακλής.

«Αν και τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έχουν σε μεγάλο βαθμό μεταφερθεί από τους ισολογισμούς των τραπεζών στους εξειδικευμένους φορείς διαχείρισης πιστώσεων, τα συνολικό απόθεμα στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του παραμένει επίμονα μεγάλο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δικαστικές εμπλοκές έχουν καθυστερήσει την επίλυση, εμποδίζοντας τους δανειολήπτες να έχουν πρόσβαση σε νέα χρηματοδότηση και δυνητικά υπονομεύοντας την ανάπτυξη του ΑΕΠ», καταλήγει ο οίκος.