Επενδυτικές ευκαιρίες από την κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ με Ευρώπη
Shutterstock
Shutterstock

Επενδυτικές ευκαιρίες από την κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ με Ευρώπη

Το ανακάτεμα της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής τράπουλας δια χειρός Ντόναλντ Τραμπ, γεννά ταυτόχρονα ανησυχίες και ελπίδες για τους επενδυτές. Το νέο σύνθημα του Λευκού Οίκου είναι το «business first», το οποίο δίνει ένα επιχειρηματικό τόνο σε κάθε σχεδιασμό των ΗΠΑ. Ωστόσο, η επενδυτική κοινότητα δεν γνωρίζει το τι ξημερώνει αύριο. Με την υψηλή μεταβλητότητα και την ταχεία εναλλαγή πρόσημων στις αγορές να έχουν διεισδύσει σε βάθος στη χρηματιστηριακή καθημερινότητα.

Στα καλά νέα θα μπορούσαμε να εντάξουμε την πιθανότητα η Ευρώπη να λάβει τις μεγάλες αποφάσεις που απαιτούνται μετά από την «απομάκρυνση εκ του ταμείου» από την πλευρά των ΗΠΑ. Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει πραγματικά να επιβιώσει και να κινηθεί ανταγωνιστικά απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα, θα πρέπει να συνέλθει γρήγορα. Θα πρέπει να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τις χρόνιες στρεβλώσεις και παθογένειες, το πολυδαίδαλο και γραφειοκρατικό σύστημα λήψης αποφάσεων και το ρυθμιστικό πλαίσιο που σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί αποτρεπτικά απέναντι στις επενδύσεις.

Το παλαιό οικονομικό μοντέλο της ΕΕ που την έχει οδηγήσει με επιτυχία στην παραγωγή ενός Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος ύψους $20 τρισ. που αντιστοιχεί σε κάτι λιγότερο από το 17% του παγκόσμιου ΑΕΠ, φαίνεται πως έχει εξαντληθεί. Η υστέρηση στον κρίσιμο τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας, και η απουσία καινοτομίας και ανταγωνιστικότητας είναι εμφανείς. Οι μέχρι τώρα επενδύσεις στον τομέα της πράσινης μετάβασης κινούνται πίσω από τους απαιτούμενους στόχους.

Επομένως, εάν η ΕΕ, αποφασίσει να παραδεχθεί ότι ο κίνδυνος απώλειας του ρόλου της ΕΕ στην παγκόσμια οικονομία είναι πλέον υπαρκτός και να αντιμετωπίσει τις παθογένειες κατά μέτωπο, θα ανοίξει ένα νέο ενδιαφέρον επενδυτικό κεφάλαιο. Και θα υπάρξουν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες από την ψηφιακή τεχνολογία μέχρι την ενέργεια, από τις τράπεζες μέχρι τις εταιρείες υποδομών και από τη βιοτεχνολογία μέχρι την αμυντική βιομηχανία. Στους τομείς δηλαδή που η υστέρηση πρέπει να καλυφθεί τάχιστα.

Επομένως, είναι εξαιρετικά πιθανόν να βρεθούν οι επενδυτές μπροστά σε ένα παράθυρο χρηματιστηριακής ευκαιρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την ίδια στιγμή που η κατεύθυνση της αμερικανικής οικονομίας δεν είναι προς το παρόν ξεκάθαρη.

Γιατί δεν είναι ξεκάθαρη; Διότι ο πληθωρισμός επανακάμπτει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού στο 3%, απομακρυνόμενος από τον στόχο του 2%. Ανατρέποντας στους σχεδιασμούς της Fed για περαιτέρω μείωση των επιτοκίων. Θέτοντας με αυτόν τον τρόπο ερωτήματα σχετικά με την πορεία κόστους χρήματος στις αμερικανικές αγορές. Και η επανεμφάνιση του πληθωρισμού, προς το παρόν είναι ανεξάρτητη από την αναμενόμενη επιβολή των δασμών απέναντι στα ευρωπαϊκά και κινεζικά προϊόντα.

Παράλληλα, η αναμενόμενη επιβολή των δασμών, παραμένει ένα μεγάλο «μαύρο κουτί» για τους επενδυτές της Wall Street. Αφού είναι δύσκολο να εκτιμηθεί σε αυτή τη φάση, το βάθος και το εύρος των επιπτώσεων των δασμών πάνω στον αμερικανικό παραγωγικό ιστό.

Στην ετήσια έκθεσή της για τις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές, η Morningstar, είχε αναφερθεί στο γεγονός ότι ενώ οι αμερικανικές μετοχές διαπραγματεύονται με ένα premium της τάξης του +6%, οι ευρωπαϊκές μετοχές είναι υποτιμημένες κατά -5%. Εξειδικεύοντας στους στόχους της, ανέφερε ότι οι εταιρείες κοινής ωφέλειας, οι κυκλικές εταιρείες και οι εταιρείες παραγωγής και διάθεσης καταναλωτικών προϊόντων, έχουν ένα περιθώριο ανόδου της τάξης του +25%.

Σύμφωνα με τη Morningstar, η αποτίμηση του χρηματοπιστωτικού κλάδου βρίσκεται στο 0,95 της πραγματικής αξίας του, του τεχνολογικού κλάδου στο 0,95 και αυτή, των τηλεπικοινωνιών στο 0,97, της ενέργειας στο 0,89 και της υγείας στο 0,98.

Γενικότερα οι κερδοφορίες των εισηγμένων εταιρειών δικαιολογούν υψηλότερες αποτιμήσεις με τους πολλαπλασιαστές κερδών να μπορούν να αυξηθούν από το 13 προς το 15 και 16. Όχι μόνο λόγω του growth των εταιρειών, αλλά και λόγω του χαμηλότερου πληθωρισμού και των χαμηλότερων επιτοκίων.

Με βάση τα ανωτέρω κριτήρια, η Morningstar επιλέγει από το κλάδο των τηλεπικοινωνιών, τις Infrastrutture Wireless Italiane και BT Group, από τον κλάδο των κυκλικών καταναλωτικών προϊόντων τις Persimmon, Zalando και Kering, από τον κλάδο των αμυντικών καταναλωτικών μετοχών τις Pernod Ricard, British American Tobacco και Reckitt Benckiser, από τις ενεργειακές τις Shell και BP, από τον χρηματοπιστωτικό κλάδο τις BNP Paribas, Prudential UK και Adyen, από τον κλάδο της υγείας τις Bayer, GSK και Roche, από τις βιομηχανικές τις Rentokil Initial, Melrose Industries και Renault και από τις μετοχές κοινής ωφέλειας τις SSE, Veolia Environnement και E.ON.

Παράλληλα, οι επενδυτές θα μπορέσουν να επενδύσουν σε μετοχές των ισχυρότερων ομίλων του κλάδου της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας που θα ευεργετηθούν από την αύξηση των αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών κρατών. Όπως είναι η Airbus SE, η ThyssenKrupp AG, η BAE Systems Plc, η Thales SA, η Safran SA, η Dassault Aviation SA, η Melrose Industries PLC, η Eaton Corporation Plc, η Rolls-Royce Holdings Plc, η Leonardo SpA, η Fincantieri SpA, η Rheinmetall AG και άλλες.