Δεν είναι μόνο το -9% του S&P 500 και το -14% του Nasdaq από τα ιστορικά υψηλά, ούτε οι 10 πτωτικές στις τελευταίες 14 συνεδριάσεις της Wall Street, που διαχέουν οσμή μεγάλης κρίσης στις αγορές. Δεν ευθύνεται μόνο ο… ξαφνικός φόβος για το ενδεχόμενο ύφεσης, ούτε έχει συμβεί κάτι τόσο δραματικό τις τελευταίες ημέρες που να δικαιολογεί το σοβαρό sell-off που κινδυνεύει να οδηγήσει σε bear market.
Είναι το βαρύ κλίμα που επικρατεί εδώ και καιρό, παρά μάλιστα τη θετική αντίδραση που είχε αρχικά πυροδοτήσει η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, το οποίο επιδεινώνεται όσο κυριαρχεί ο φόβος και η ανασφάλεια, και αναγκάζει τους επενδυτές να αναζητήσουν ασφαλή καταφύγια. Τελικά, φαίνεται ότι το ισοζύγιο του «Trump effect» είναι αρνητικό για τις αγορές, γιατί πολύ απλά υπάρχει αβεβαιότητα για τα πάντα και μάλιστα όσο περνάει ο καιρός αυτή ενισχύεται αντί να ξεκαθαρίζει το τοπίο.
Οι επενδυτές δεν γνωρίζουν ποιοι δασμοί θα επιβληθούν και πότε, ενώ βλέπουν τον Τραμπ να επιμένει σε απίστευτες ιδέες, όπως η εξαγορά της Γροιλανδίας και η προσάρτηση του Καναδά και η μετατροπή του σε 51η πολιτεία των ΗΠΑ. Βλέπουν επίσης τον Αμερικανό πρόεδρο να απειλεί ότι θα αυξήσει τους δασμούς στις εισαγωγές αλουμινίου και χάλυβα από τον Καναδά στο 50%, ως αντίποινα στην απόφαση της κυβέρνησης του Οντάριο να επιβάλει φόρο 25% στις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας προς τις ΗΠΑ.
Όσο για τον κίνδυνο ύφεσης, πολλοί αναλυτές επέμεναν μέχρι προσφάτως να υποστηρίζουν ότι δεν είναι ορατός, βασιζόμενοι στην ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας και δη της αγοράς εργασίας. Μόλις η αγορά εργασίας εμφάνισε τις πρώτες «ρωγμές» είδαμε τους αναλυτές της Goldman Sachs και της Moody’s να αναθεωρούν, αυξάνοντας τις πιθανότητες ύφεσης, με τον οίκο Fitch να προσθέτει ότι «η απειλή ύφεσης είναι πραγματική». Σε αυτό, βέβαια, βοήθησε αρκετά και ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ. Ο Σκοτ Μπέσεντ δήλωσε την περασμένη εβδομάδα στο CNBC ότι η οικονομία θα δεχθεί πλήγμα γιατί πρέπει να αποτοξινωθεί από τις κρατικές δαπάνες της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Συμβάλλει ακόμα περισσότερο ο Τραμπ, καθώς οι ειδικοί εκτιμούν ότι η ζημιά έχει ήδη γίνει λόγω των δασμών που έχουν ανακοινωθεί. Μπορεί, λοιπόν, η ύφεση να εξελιχθεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία ή είναι υπερβολικές οι ανησυχίες και σχετίζονται κυρίως με την ευρύτερη αβεβαιότητα; Πάντως, η Goldman Sachs τοποθετεί πλέον τις πιθανότητες ύφεσης στο 20% από 15% προηγουμένως, ενώ η JPMorgan τις υπολογίζει στο 40%, επικαλούμενη τις ακραίες πολιτικές του Τραμπ.
Και όπως συμβαίνει πάντα σε περιόδους αυξημένου κινδύνου ύφεσης ή σε χρηματιστηριακές bear markets, οι επενδυτές στρέφονται σε ασφαλή καταφύγια, καθώς κύριο μέλημά τους είναι να προστατεύσουν το κεφάλαιο. Ο χρυσός είναι το δημοφιλέστερο ασφαλές καταφύγιο και αναμένεται να ευνοηθεί στην περίπτωση που συνεχιστεί το κλίμα των τελευταίων ημερών. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι τιμές του πολύτιμου μετάλλου βρίσκονται πολύ κοντά στα ιστορικά τους υψηλά και αυτό ίσως παίξει κάποιο ρόλο στην πορεία.
Ένα άλλο ασφαλές καταφύγιο είναι τα money market funds, ήτοι τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν σε χαμηλού ρίσκου και βραχυπρόθεσμα assets όπως τα κρατικά ομόλογα ή τα έντοκα γραμμάτια. Σύμφωνα με στοιχεία του Investment Company Institute που δημοσίευσε το Barron’s, τα κεφάλαια των money market funds εκτινάχθηκαν στο ιστορικό υψηλό των 7,03 τρισ. δολαρίων την Τετάρτη 5 Μαρτίου, επιβεβαιώνοντας την τάση. Είναι εύλογο οι επενδυτές να επιλέγουν βραχυπρόθεσμα κρατικά ομόλογα, όταν υπάρχει αυξημένη μεταβλητότητα στις αγορές, πόσο μάλλον όταν το επιτόκιο ξεπερνάει σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το 4%. Η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ομολόγου έχει υποχωρήσει από το 4,79% που βρισκόταν στα μέσα Ιανουαρίου στο 4,25%.
Παραδοσιακά, ασφαλή καταφύγια θεωρούνται όλα τα κρατικά ομόλογα υψηλής ποιότητας, όπως της Γερμανίας και της Ελβετίας, τα πιο σταθερά νομίσματα, όπως το ελβετικό φράγκο, το γεν και το δολάριο. Θεωρούνται, επίσης, όλα τα assets που έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως ότι ρευστοποιούνται εύκολα, η αξία τους διατηρείται στο χρόνο και φυσικά δεν εμφανίζουν υψηλή μεταβλητότητα. Στην τρέχουσα συγκυρία, ωστόσο, οι επενδυτές πρέπει να συνυπολογίσουν και άλλους παράγοντες και συγκεκριμένα τις επιπτώσεις των δασμών και τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν οι κεντρικές τράπεζες με τα επιτόκια.