Το 2021 θα αποδειχθεί κατά τη γνώμη μας, ένα από τα πιο επιτυχημένα χρηματιστηριακά έτη, στη μετά '99, εποχή. Ένα έτος που θα σημάνει την αρχή του «turnaround story», της εγχώριας κεφαλαιαγοράς. Η επιτυχία δεν αφορά τις αποδόσεις των δεικτών και των μετοχών, οι οποίες ασφαλώς και υπολείπονται των αντίστοιχων αποδόσεων των διεθνών μητροπολιτικών χρηματιστηρίων. Η επιτυχία αφορά κυρίως δυο τομείς. Ο ένας έχει καθαρά ποσοτικά χαρακτηριστικά και ο δεύτερος έχει καθαρά ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Ο πρώτος τομέας, είναι αυτός της άντλησης κεφαλαίων, που αποτελεί ουσιαστικά την πεμπτουσία του χρηματιστηρίου. Τα χρηματιστήρια αποτελούν το ναό της ελεύθερης οικονομίας. Αποτελούν το βασικό χώρο στον οποίο συναντώνται από τη μια πλευρά όσοι έχουν βιώσιμα επιχειρηματικά σχήματα ή φρέσκες επιχειρηματικές ιδέες και από την άλλη πλευρά, όσοι έχουν κεφάλαια προς επένδυση. Με δυο λόγια τα χρηματιστήρια αποτελούν την πρωτογενή πηγή εξεύρεσης κεφαλαίων.
Υπό αυτή την έννοια, το τρέχον χρηματιστηριακό έτος είναι άκρως αποδοτικό. Κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό για το πρώτο δεκάμηνο του 2021, διαπιστώνουμε ότι το ύψος των κεφαλαίων τα οποία αντλήθηκαν στο Χρηματιστήριο Αθηνών, είτε μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου εισηγμένων εταιρειών, είτε μέσω εκδόσεων εταιρικών ομολόγων ανέρχεται στα 5 δισ ευρώ.
Η συγκεκριμένη «ποσοτική» επιτυχία, συνοδεύεται και από δύο άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία. Το πρώτο είναι, ότι τόσο οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, όσο και οι εκδόσεις εταιρικών ομολόγων, υπερκαλύφθηκαν από τις προσφορές των επενδυτών. Το δεύτερο στοιχείο είναι, ότι η πλειοψηφία των επενδυτών που συμμετείχαν στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και στις εκδόσεις εταιρικών ομολόγων, ήταν από το εξωτερικό.
Ο δεύτερος τομέας, αφορά την «ποιοτική» επιτυχία του 2021 και είναι η υιοθέτηση των κριτηρίων ESG, δηλαδή των Περιβαλλοντικών (Environmental), των Κοινωνικών (Social) και της Εταιρικής Διακυβέρνησης (Governance) και η ενσωμάτωση τους στη λειτουργία των εισηγμένων εταιρειών. Η ένταξη αυτών των κριτηρίων, στη λίστα με τα υπόλοιπα επενδυτικά κριτήρια των θεσμικών επενδυτών, των διαχειριστών κεφαλαίων, αλλά και των ιδιωτών επενδυτών, μεταβάλει τόσο τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι εισηγμένες επιχειρήσεις, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν οι επιχειρήσεις, με την επενδυτική κοινότητα, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία.
Επομένως, το 2021, κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν το έτος έναρξης ενός γενναίου «turnaround story» για το χρηματιστήριο. Μετά από τη μακροχρόνια πορεία απαξίωσης του χρηματιστηριακού θεσμού, που οδήγησε στην αποχώρηση τουλάχιστον 120 εισηγμένων εταιρειών από το ταμπλό και από την άνυδρη περίοδο υποδοχής κεφαλαίων, τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν.
Τα 5 δισ. ευρώ που εισέρρευσαν στο Χρηματιστήριο Αθηνών μέσω των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου εισηγμένων εταιρειών και μέσω εκδόσεων εταιρικών ομολόγων, επισφραγίζουν την αλλαγή του γενικότερου επενδυτικού κλίματος της Ελλάδας, με καθαρά οικονομικούς όρους. Ταυτόχρονα η υιοθέτηση των κριτηρίων ESG, αλλάζει την οπτική μέσα από την οποία οι ξένοι κατά βάση επενδυτές, βλέπουν την Ελλάδα σαν έναν αξιόπιστο και διαφανή επενδυτικό προορισμό.
Λύθηκαν λοιπόν, όλα τα προβλήματα του χρηματιστηρίου ως δια μαγείας; Ασφαλώς και όχι. Αρκετές από τις διαδικασίες κατά τη διάρκεια των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου και των εταιρικών ομολογιακών εκδόσεων, παρουσίασαν συγκεκριμένες αδυναμίες. Αδυναμίες που προβλημάτισαν και προβληματίζουν κυρίως τους μικροεπενδυτές. Αλλά και οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης, είχε δεν έχουν εφαρμοστεί πλήρως, είτε υφίστανται παραβιάσεις ακόμα και από μεγάλες εισηγμένες εταιρείες. Παραβιάσεις, που οδηγούν σε ενδοεταιρική αδιαφάνεια και σε συγκρούσεις ανάμεσα σε μεγαλομετόχους.
Ωστόσο, η «τελική γραμμή» των αποτελεσμάτων του 2021, όπως λέμε και στις θεμελιώδεις χρηματοοικονομικές αναλύσεις, έχει θετικό πρόσημο.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.