Γιατί η Wall Street ελπίζει ότι θα είναι το χρήσιμο εργαλείο του Τραμπ
AP
AP

Γιατί η Wall Street ελπίζει ότι θα είναι το χρήσιμο εργαλείο του Τραμπ

Αν η Wall Street έμαθε κάτι στην πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, ήταν ότι η χρηματιστηριακή αγορά είναι το πεδίο που προτιμά για να προβάλλει τις επιτυχίες του.

Υπήρξαν στιγμές που ο Τραμπ αποφάσισε να πιστωθεί τα ράλι της αγοράς, πρότεινε στους Αμερικανούς να αγοράσουν μετοχές, έπειτα από διορθώσεις, και σκέφτηκε να απολύσει τον πρόεδρο της Fed, τον οποίο κατηγόρησε ως υπαίτιο ενός sell off.   

Σήμερα, καθώς ετοιμάζεται για τη δεύτερη θητεία του στον Λευκό Οίκο, η Wall Street βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο. Όμως, το πρόβλημα αυτήν τη φορά είναι ότι, οι πολιτικές που προτείνει, αυξάνουν το ρίσκο να αναζωπυρωθεί ο πληθωρισμός και να επιβραδυνθεί η ανάπτυξη.

Για τους επενδυτές, που απόλαυσαν την κούρσα του δείκτη S&P 500, κατά 50%, από το ξεκίνημα του 2023, η βάσιμη ελπίδα για συνέχεια της ανόδου και το 2025 είναι ότι ο Τραμπ δεν θα διακινδυνεύσει κινήσεις που θα έπλητταν το χρηματιστηριακό ράλι.

Όπως αναφέρουν θεσμικοί διαχειριστές στο Bloomberg, ο Tραμπ θεωρεί την πορεία του χρηματιστηρίου ως σημαντικό δείκτη των επιδόσεών του. Στην πρώτη θητεία του συχνά άρχιζε τις ομιλίες του με το ερώτημα «πως πάνε οι χρηματιστηριακές επενδύσεις σας», όταν η Wall Street ήταν στα πάνω της. Πιστεύουν ότι ο Τραμπ δεν θα επιλέξει πολιτικές που θα βλάψουν το τρέχον bull market.

Μετά τη νίκη του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, ο δείκτης S&P 500 πήρε την ανιούσα και υπήρξαν εισροές $56 δισ. σε μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την Bank of America. Παρά την τελευταία διόρθωση, ο S&P 500, ο Nasdaq 100 και ο Dow Jones σημείωσαν νέες κορυφές.

Το αξιοσημείωτο, με την αντίδραση αυτή, είναι ότι οι προεκλογικές υποσχέσεις του Τραμπ δεν ήταν ακριβώς φιλοεπενδυτικές. Σημαντικές αυξήσεις των δασμών θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρές εντάσεις με τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, όπως την Κίνα.

Φοροελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους Αμερικανούς μπορεί να αυξήσουν το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ και να φουσκώσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα. 

Τα ρίσκα αυτά δεν είναι μυστικά και έχουν συζητηθεί ευρέως στους επενδυτικούς κύκλους. Πού λοιπόν βασίζει η Wall Street τον ενθουσιασμό της; H Wall Street δεν πιστεύει ότι ο Τραμπ θα ανεχτεί ένα πτωτικό χρηματιστήριο, λόγω των πολιτικών που έχει προτείνει.

Οι θεσμικοί διαχειριστές εκτιμούν ότι αν οι πολιτικές, που έχει κατά νου, αρχίσουν να επηρεάζουν τη δημοτικότητά του και να πλήττουν τη χρηματιστηριακή αγορά, ο Τραμπ θα αλλάξει πλεύση.

Ή, όπως το θέτουν οι strategist της Barclays σε έκθεση της τράπεζας, «πιστεύουμε ότι πρέπει να πάρουμε σοβαρά τον νεοεκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά όχι κυριολεκτικά».

Η απειλή αύξησης των δασμών για να κερδίσεις ένα αβαντάζ στις διαπραγματεύσεις είναι μία τακτική, η επιβολή υψηλότερων δασμών, όμως, είναι διαφορετικό πράγμα. Η ευαισθησία που έχει ο Τραμπ στο χρηματιστήριο εκτιμάται ότι θα μετριάσει τις κινήσεις του.

Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο διευθύνων σύμβουλος Jamie Dimon της JP Morgan, της μεγαλύτερης τράπεζας των ΗΠΑ. Όπως δήλωσε σε συνέδριο στο Περού την προηγούμενη εβδομάδα, πιστεύει ότι ο Τραμπ θα αποφύγει να προκαλέσει ένα sell off στη Wall Street με την επιβολή υψηλότερων δασμών.

Πάντως, οι επενδυτές δεν αψηφούν το ρίσκο και πωλούν μετοχές που μπορεί να πληγούν από τους δασμούς που έχει κατά νου ο Τραμπ. Ο δείκτης κινεζικών μετοχών, Golden Dragon, του Nasdaq, που περιλαμβάνει μετοχές επιχειρήσεων, που είναι εισηγμένες στις ΗΠΑ, αλλά δραστηριοποιούνται στην Κίνα, χάνει 8,9% μετά την εκλογή του Τραμπ. Οι μετοχές των Coca Cola, Pepsi σημειώνουν απώλειες γύρω στο 5,5% και της Hasbro 7,1%.

Οι σημερινές συνθήκες, βέβαια, διαφέρουν από αυτές που επικρατούσαν το 2017, όταν ο Τραμπ ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ για πρώτη φορά. Ο S&P 500 είχε κλείσει το 2016 με κέρδη 9,5%, ενώ σήμερα ο δείκτης καταγράφει άνοδο 53%, τα δύο τελευταία χρόνια.

Τα επιτόκια, επίσης, ήταν αρκετά χαμηλότερα το 2017, στο εύρος του 0,5%-0,75%, ενώ σήμερα βρίσκονται στο 4,5%-4,75%. Ο Τραμπ μπορεί να μη βρει σημαντική στήριξη από τη Fed, καθώς ο πρόεδρός της δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι δεν χρειάζεται βιασύνη με τις μειώσεις επιτοκίων μετά τις δύο τελευταίες κινήσεις της κεντρικής τράπεζας τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο.