Γιατί Σαντορίνη και δασμοί χτυπάνε καμπανάκια για την οικονομία
Shutterstock
Shutterstock

Γιατί Σαντορίνη και δασμοί χτυπάνε καμπανάκια για την οικονομία

Η εκδήλωση των έντονων φυσικών φαινομένων στις Κυκλάδες και ειδικότερα στην περιοχή της Σαντορίνης, επανέφερε στην επικαιρότητα το «στρεβλό μοντέλο» ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Και το θλιβερό είναι ότι αντί το πολιτικό προσωπικό της χώρας να ενσκήψει με ιδιαίτερη φροντίδα πάνω σε αυτό το δομικό πρόβλημα, ακολουθεί μια φθοροποιό πορεία που απέχει παρασάγγας από τις πραγματικές ανάγκες της Ελλάδας του 2025.

Τι μάθαμε τις τελευταίες ημέρες λοιπόν; Ότι η συνεισφορά της Σαντορίνης στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας ανέρχεται στο 2,5%. Και ότι σε απόλυτους αριθμούς τα έσοδα από τον τουρισμό στη Σαντορίνη πλησιάζουν τα 6 δισ. ευρώ. Μιλάμε για ένα ιδιαίτερα σημαντικό ποσό, εάν για παράδειγμα το συγκρίνουμε με τις ελληνικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, οι οποίες μέσα στο 2024 είχαν διαμορφωθεί στα 2,4 δισ. ευρώ. Το παράδειγμα των συγκεκριμένων εξαγωγών, αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον αυτές τις ημέρες, λόγω της αναζήτησης των επιπτώσεων στην ελληνική οικονομία από την επιβολή των νέων αμερικανικών δασμών.

Έτσι, οι κίνδυνοι που εγκυμονούν, όσον αφορά τα τουριστικά έσοδα της Σαντορίνης, αλλά και τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, επαναφέρουν στο προσκήνιο το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας. Το εμπορικό έλλειμμα μαζί με το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν η Σκύλλα και η Χάρυβδη που είχαν οδηγήσει πριν από 15 έτη στο οικονομικό ναυάγιο και στην πτώχευση της χώρας. Σήμερα το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει τιθασευτεί σε τέτοιο βαθμό, που αρκετοί αναλυτές τον θεωρούν υπερβολικό. Ωστόσο, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, όχι μόνο δε μειώνεται, αλλά αντιθέτως ακολουθεί ανοδική πορεία. Οπότε με βάση αυτά τα τρέχοντα δεδομένα η πολυπόθητη προσπάθεια αλλαγής του «παραγωγικού μοντέλου» της χώρας δεν έχει στεφθεί με ιδιαίτερη επιτυχία.

Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου πληρωμών για το οικονομικό έτος 2024 σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έφτασε στα 34,6 δισ. ευρώ αυξημένο κατά +7,9%, από το έλλειμμα του 2023 που ήταν στα 32,1 δισ. ευρώ.

Η αύξηση του ελλείμματος, οφείλεται στην ταυτόχρονη άνοδο των εισαγωγών και τη μείωση των εξαγωγών, σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Οι εισαγωγές έφτασαν τα 84,5 δισ. ευρώ εμφανίζοντας άνοδο της τάξης του +1,7%, ενώ οι εξαγωγές υποχώρησαν στα 49,9 δισ. ευρώ, με την ποσοστιαία μείωση τους να βρίσκεται στο -2,2%.

Αν στα ανωτέρω δυο δεδομένα προσθέσουμε, άλλα δυο ποσοστά, η εικόνα γίνεται ακόμα πιο προβληματική. Η συνεισφορά του τουρισμού ως ποσοστού επί του ΑΕΠ κινείται ανάμεσα στο 15% και στο 20%, αυξάνοντας το ρίσκο απέναντι σε φυσικές καταστροφές, σε νομισματικές υποτιμήσεις των ανταγωνιστικών τουριστικών προορισμών ή ακόμα και σε πολεμικές κλιμακώσεις. Η συνεισφορά της κατανάλωσης υπερβαίνει το 85% του ΑΕΠ, αφαιρώντας πόρους από την αποταμίευση και τις επενδύσεις.

Ανησυχητικά σημάδια αφήνουν και τα τέσσερα προαναφερθέντα ποσοστά. Η Ελλάδα είναι μια χώρα κατανάλωσης η οποία αδυνατεί να αντικαταστήσει τις εισαγωγές με «δικά της» ποιοτικά προϊόντα, που να προσελκύσουν τους καταναλωτές. Ταυτόχρονα είναι μια χώρα η οποία στερείται παραγωγικών επενδύσεων που θα παράγουν προϊόντα ικανά να διεισδύσουν στις ξένες αγορές. Καθώς οι ξένες αγορές αναζητούν ποιότητα και ποσότητα. Με την κατακερματισμένη εγχώρια παραγωγική μηχανή συμπεριλαμβανομένης και αυτής του αγροτικού τομέα, να αδυνατεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις δυο βασικές προϋποθέσεις και παραμέτρους.

Η απάντηση στα προαναφερθέντα προβλήματα είναι μία και μόνη: Οι επενδύσεις. Το μοντέλο προσέλκυσης παραγωγικών επενδύσεων οφείλει να αλλάξει, «χθες». Η απάντηση ότι στο Χρηματιστήριο Αθηνών που είναι ο καθρέφτης της οικονομίας, υπάρχει έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον, δεν είναι ικανοποιητική. Οι επενδυτές στο χρηματιστήριο, έρχονται και φεύγουν ανά πάσα στιγμή, ανάλογα με το κλίμα των παγκόσμιων αγορών και την εικόνα της χώρας. Η εικόνα της χώρας στα μάτια των χρηματιστηριακών επενδυτών είναι εξαιρετική, αφού οι μεν εκθέσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης είναι θετικές με ελάχιστους αστερίσκους, οι δε καταγραφόμενες υπεραξίες και αποδόσεις είναι περισσότερο από ικανοποιητικές. Εκείνο όμως που λείπει, είναι οι πραγματικές παραγωγικές επενδύσεις από το εξωτερικό, οι οποίες έχουν από τη φύση τους μακροχρόνιο χαρακτήρα.

Αλλά ποιος θα έρθει από το εξωτερικό, όταν οι ίδιοι οι Έλληνες δεν επενδύουν στον τόπο τους. Ε, αυτό είναι το ζητούμενο. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας πρέπει να στοχεύσει σε αυτό ακριβώς. Στο να προσελκύσει και να στηρίξει με κάθε τρόπο τις επενδύσεις. Διαφορετικά οι πολιτικές δυνάμεις θα διαχειρίζονται μόνο κρίσεις. Γεγονός, που ούτε τις ίδιες βολεύει, ούτε φυσικά τους πολίτες.