Έχουν περάσει 110 χρόνια από την εποχή που ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, άλλαζε τις τύχες του Βασιλικού Βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού, υιοθετώντας τα υγρά καύσιμα σε αντικατάσταση του άνθρακα, για τη λειτουργία των μηχανών των πολεμικών πλοίων. Έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια, από την εποχή που η Μάργκαρετ Θάτσερ, τερμάτιζε τη λειτουργία των ανθρακωρυχείων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και όμως σήμερα, το «κάρβουνο» επανέρχεται στη ζωή μας, από την πίσω πόρτα.
Έτσι κάτω από ενδιαφέροντες τίτλους όπως «black is back» και «coal is cool», τα περισσότερα τεχνικά, ενεργειακά και οικονομικά άρθρα, υποδέχονται την έστω και προσωρινή επιστροφή των στερεών καύσιμων ορυκτών στην οικονομία του πλανήτη. Αμέσως μετά τους ενεργειακούς εκβιασμούς που είχε ξεκινήσει το Κρεμλίνο ήδη από το 2021, το ευρωπαϊκό ενεργειακό ισοζύγιο είχε αρχίσει να χάνει την ισορροπία του. Η δε Ρωσική εισβολή, επέφερε το τελειωτικό κτύπημα.
Διότι η Δύση επέλεξε να μην αντιπαρατεθεί στο πολεμικό πεδίο απέναντι στη Ρωσία, κάτι που πιθανότατα θα οδηγούσε στο ξέσπασμα ενός παγκόσμιου πόλεμου. Οπότε το μόνο διαθέσιμο όπλο είναι οι οικονομικές κυρώσεις από την πλευρά της Δύσης, που οδήγησαν σε ενεργειακά αντίποινα, με τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, κυριολεκτικά να απογειώνονται.
Έτσι ήταν επόμενο να υπάρξει μια ανατροπή των σχεδίων για την πράσινη μετάβαση και μια αναστολή του τιτάνιου έργου της επιβράδυνσης της κλιματικής αλλαγής. Άρχισαν λοιπόν να επαναλειτουργούν λιγνιτικές μονάδες σε όλη την Ευρώπη, που είτε είχαν παραμείνει σε εφεδρεία, είτε αποτελούσαν το τελευταίο σωσίβιο ευστάθειας του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, σε περιπτώσεις υπερβολικής κατανάλωσης ή μη παραγωγής επαρκούς ηλεκτρικού ρεύματος από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ / International Energy Agency), η παγκόσμια ζήτηση για ορυκτά στερεά καύσιμα, πιθανότατα να υπερβεί τα επίπεδα ρεκόρ του 2013, που είχαν αγγίξει τους 8,5 δισ. μετρικούς τόνους. Το 50,5% της παγκόσμιας κατανάλωσης στερεών ορυκτών καυσίμων καλύπτει τις ανάγκες της Κίνας, το 11,3% τις ανάγκες της Ινδίας, το 8,5% των ΗΠΑ, το 3,0% της Γερμανίας και το 2,7% της Ρωσίας.
Όπως παρατηρούμε και στο ακόλουθο γράφημα, οι τιμές των στερών ορυκτών καυσίμων, καταγράφουν τις υψηλότερες τιμές της τελευταίας δεκαετίας, πάνω στα $411 ανά μετρικό τόνο.
Έτσι οι στόχοι για τους ρύπους του CO2, παραμερίζονται με τη βιομηχανία να διψάει για ηλεκτρική ενέργεια από την καύση στερεών ορυκτών καυσίμων. Η Ινδία αυξάνει την κατανάλωση της κατά 8% και η Ευρώπη την αυξάνει κατά 7%, επιπλέον της περσινής αύξησης κατά 14% μέσα στο 2021. Η αύξηση της ζήτησης στην Κίνα έχει αυξηθεί μόνο κατά 3% λόγω της αδύναμης κινεζικής ανάπτυξης, σαν αποτέλεσμα των διαδοχικών lockdown.
Το 2021, το 27% της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας στηρίχθηκε πάνω στο «κάρβουνο». Και το ποσοστό αυτό είναι εφιαλτικό, αν σκεφτούμε ότι το 1973, με το ξέσπασμα της τότε ενεργειακής κρίσης το ποσοστό αυτό ήταν στο 25%.
Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα της απολιγνιτιοποίησης πάει πίσω τουλάχιστον κατά δυο χρόνια. Ο λιγνίτης είναι η φθηνότερη πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας από το φυσικό αέριο, αν δεν προσμετρηθούν οι επιπτώσεις πάνω στην υγεία των πολιτών. Στην Ελλάδα, ο στόχος είναι ο λιγνίτης να φτάσει στο 17-20% συμμετοχής στο ενεργειακό μίγμα από 5% που ήταν το 2021. Δηλαδή, από 2,5 TWH ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη, θα φτάσουμε στις 9 TWH, για να υπάρξει ισορροπία στο σύστημα.
Ποιος θα περίμενε, ότι τα ορυκτά στερεά καύσιμα θα επανέκαμπταν το 2022;
Αν κάποιος ανέφερε κάτι σχετικό το 2020, θα αντιμετωπιζόταν σαν τον τρελό του χωριού. Απολύτως κερδισμένοι έχουν βγει ωστόσο, οι παραγωγοί λιγνίτη και οι αντίστοιχοι traders στο χώρο των εμπορευμάτων, που απολαμβάνουν αποδόσεις της τάξης του 720%. Γι’ αυτούς το κάρβουνο, έχει πάρει το χρώμα του χρυσού.