Ποιος θα φανταζόταν πριν από περίπου δώδεκα χρόνια, όταν ο Μάριο Ντράγκι αναγκάστηκε να πει το περίφημο «whatever it takes» για να σώσει τα ομόλογα της περιφέρειας από τη μανία των αγορών και να δώσει το… φιλί της ζωής στην Ευρωζώνη, ότι σήμερα η κατάσταση θα είχε αντιστραφεί σε τόσο μεγάλο βαθμό.
Μετά τις διαδοχικές κρίσεις της πανδημίας και της ενέργειας, η Ευρώπη «διψάει» για ανάπτυξη και η πάλαι ποτέ «ατμομηχανή» της, Γερμανία, θεωρείται πλέον η οικονομία που εγκλωβίζει ολόκληρη την Ένωση σε συνθήκες στασιμότητας. Αντιθέτως, οικονομίες όπως της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας πρωταγωνιστούν στην προσπάθεια ανάκαμψης.
Ξένα μέσα αναφέρονται εδώ και καιρό στην «εκδίκηση» των PIGS, του καθόλου τιμητικού ακρωνύμιου των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου (Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία), που τις συνόδευε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Η Ιταλία, βέβαια, δεν έχει ακόμη καταφέρει να εμφανίσει ανάλογες επιδόσεις με τις υπόλοιπες τρεις χώρες, ωστόσο ακόμη και αυτή δείχνει σημάδια ανάκαμψης. Στο μεταξύ, Γερμανία και Γαλλία βρίσκονται αντιμέτωπες με μία οικονομική και πολιτική καταιγίδα που αυξάνει σε υπερβολικά επίπεδα την αβεβαιότητα αναφορικά με το μέλλον του κοινού νομίσματος.
Σύμφωνα με τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις των ειδικών, η Ελλάδα θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,5%-2,8% το 2025, το ΑΕΠ της Ισπανίας αναμένεται να μεγεθυνθεί κατά 2,3%, της Πορτογαλίας κατά 2,4% και της Ιταλίας το πολύ κατά 1,2%. Την ίδια ώρα, ο νέος πρωθυπουργός της Γαλλίας, Φρανσουά Μπαϊρού, υποβάθμισε προχθές την πρόβλεψη για φέτος, εκτιμώντας ότι το ΑΕΠ της Γαλλίας θα αναπτυχθεί μόλις κατά 0,9%, έναντι 1,1% στην προηγούμενη πρόβλεψη, καθώς η κυβέρνησή του θα εστιάσει στον περιορισμό του ελλείμματος στο 5,4% του ΑΕΠ. Στη Γερμανία, η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου θα κληθεί να επαναφέρει την οικονομία σε ανάπτυξη μετά από δύο συνεχόμενα έτη ύφεσης.
Σε κάθε περίπτωση, η οικονομία της Ευρωζώνης έχει μάθει να στηρίζεται στη Γερμανία και τη Γαλλία, καθώς το αθροιστικό ΑΕΠ των δύο αυτών χωρών αντιστοιχεί σχεδόν στο 50% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά ή να περιμένει από τις χώρες του Νότου κάτι περισσότερο, όταν το συνολικό ΑΕΠ των PIGS αντιστοιχεί σχεδόν στο 29% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την κρίση χρέους, αρκετοί ήταν οι αναλυτές που ανέδειξαν τις σημαντικές προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσει η Γερμανία, ωστόσο η ισχυρή της θέση, κυρίως σε ό,τι αφορούσε τη βιομηχανία της και τις εξαγωγές, μετρίαζε σε μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες. Στο ίδιο διάστημα, ο Ντράγκι διετέλεσε επικεφαλής της ΕΚΤ (από το 2011 έως το 2019), ανέλαβε στη συνέχεια να βγάλει την Ιταλία από το πολιτικό αδιέξοδο (την περίοδο 2021-22), ενώ πριν από λίγους μήνες κατέθεσε τις προτάσεις του για την επιβίωση της Ευρωζώνης. Αυτό που στην ουσία λέει ο Ντράγκι, είναι πως αν η Ευρώπη δεν αλλάξει, θα διαλυθεί.
Απαιτούνται επενδύσεις ύψους 800 δισ. ευρώ ετησίως και για τα επόμενα 10 χρόνια, αν θέλει πραγματικά η Ευρώπη να περάσει στην επόμενη φάση και να μην μείνει έτη φωτός πίσω από ΗΠΑ και Κίνα. Η μερίδα του λέοντος θα προέλθει από τον ιδιωτικό τομέα, ωστόσο ο «Super Mario» ξεκαθαρίζει πως για να πετύχει το σχέδιο θα πρέπει να ολοκληρωθεί η τραπεζική ένωση και η ένωση κεφαλαιαγορών. Μόνο στη Γερμανία, το ινστιτούτο IW εκτιμά ότι θα χρειαστούν επιπλέον επενδύσεις 213 δισ. ευρώ τα επόμενα δέκα έτη για την υλοποίηση επενδύσεων στις υποδομές αλλά και για την πράσινη μετάβαση.
Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι αλλαγές που θα φέρουν οι επικείμενες εκλογές δεν θα είναι τόσο μεγάλες και η νέα κυβέρνηση θα ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι με τις προηγούμενες, χαλαρώνοντας ενδεχομένως λίγο το φρένο χρέους. Το ερώτημα που ψάχνει απάντηση είναι το εξής: υπάρχει διάθεση και πρόθεση από τη Γερμανία να αλλάξει τη στάση της σε βασικά ζητήματα, όπως η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και η μεγαλύτερης έκτασης έκδοση κοινού χρέους, όταν δεν αλλάζει στάση ούτε σε ό,τι αφορά εσωτερικά της ζητήματα;
Ενώ η Γερμανία αναζητεί κατεύθυνση, η Ευρώπη «διψάει», όπως προαναφέρθηκε, για επενδύσεις και ανάπτυξη. Γι’ αυτό και η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσει σε περισσότερες μειώσεις επιτοκίων, ίσως και κάτω από το 2% μέσα στο 2025, στην προσπάθειά της να δώσει ώθηση στην όποια αναπτυξιακή δυναμική έχει απομείνει για την Ευρωζώνη.
Η έλλειψη ενός συνολικού σχεδίου πραγματικής ανάκαμψης – αλλά και εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης – από τις χώρες-μέλη, αφήνει στην ΕΚΤ τη δύσκολη αποστολή, αν και θα πρέπει να τονιστεί ότι βασική επιδίωξη της ΕΚΤ είναι να διασφαλίζει τη σταθερότητα των τιμών και όχι να εφαρμόζει αναπτυξιακές πολιτικές. Μέχρι, λοιπόν, να συνειδητοποιήσουν οι χώρες του πυρήνα ότι θα πρέπει να προχωρήσουν σε συναινέσεις για τις οποίες δημιουργήθηκε εξαρχής – τουλάχιστον στη θεωρία - η ζώνη του ευρώ, η Ευρωζώνη θα βλέπει το… τρένο να περνά από μπροστά της, με τις ΗΠΑ και την Κίνα στα πρώτα καθίσματα και ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες στις πιο πίσω θέσεις.