Καθώς οι αγορές μετοχών και ομολόγων προσπαθούν να συνέλθουν μετά τα απανωτά χτυπήματα που δέχθηκαν από τις 8 μέχρι τις 16 Ιουνίου, φαίνεται πως τη σκυτάλη της ταλαιπωρίας έχουν πάρει οι αγορές εμπορευμάτων. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας, και ακόμα περισσότερο μέσα στην τρέχουσα, σχεδόν όλα τα εμπορεύματα στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές υφίστανται σημαντικές πιέσεις, με κάποια από αυτά να σημειώνουν τις χαμηλότερες τιμές τους εδώ και πολλούς μήνες. Αν εξαιρέσουμε την τιμή του πετρελαίου, των προϊόντων πετρελαίου και του φυσικού αερίου, όλα σχεδόν τα υπόλοιπα εμπορεύματα, είτε πρόκειται για μέταλλα είτε για αγροτικά προϊόντα, έχουν απολέσει το μεγαλύτερο μέρος των κερδών που σημείωσαν μόλις ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Μία σημαντική εξέλιξη είναι η πτώση του χαλκού κάτω από την περιοχή των 4,05 δολαρίων/λίβρα, η οποία είχε αποτελέσει περιοχή στήριξης για το κόκκινο μέταλλο σχεδόν από τις αρχές του 2021. Τη Δευτέρα 20 Ιουνίου έπεσε και κάτω από τα 4 δολάρια, ενώ την Τετάρτη κατέβηκε και κάτω από τα 3,90 δολάρια/λίβρα. Αν, στην αναπόφευκτη ανοδική αντίδραση που θα γίνει κάποια στιγμή, δεν καταφέρει να ξαναπεράσει πάνω από τα 4,05 δολάρια/λίβρα, τότε θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη αυτό το γεγονός, δεδομένης της άμεσης σχέσης της πορείας της τιμής του χαλκού με τις εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας. Πολύ πρόσφατα είχαμε εκτιμήσει πως «ο χαλκός δεν καταλαβαίνει από ύφεση».
Αν δεν αλλάξει κάτι τις επόμενες ημέρες, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως μάλλον βιαστήκαμε λίγο. Μπορεί στο ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης να έχουμε σαφή υπεροχή της ζήτησης για αρκετά χρόνια ακόμα, αλλά οι βραχυπρόθεσμοι φόβοι για σημαντική επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας φαίνεται πως καταφέρνουν τελικά να πλήξουν τον χαλκό.
Μιλώντας για τον χαλκό, ο οποίος άγγιξε τα 5 δολάρια/λίβρα λίγες μέρες μετά την εκδήλωση της ρωσικής εισβολή και τώρα σημειώνει τις χαμηλότερες τιμές των τελευταίων δεκαπέντε μηνών, πρέπει να επισημάνουμε πως κάτι παρόμοιο έχει συμβεί και σε άλλα βασικά βιομηχανικά μέταλλα. Την Τετάρτη, το αλουμίνιο έπεσε κάτω από τα 2.500 δολάρια/τόνο, αγγίζοντας τα χαμηλότερα επίπεδα του τελευταίου δωδεκαμήνου, ενώ στις αρχές του Μαρτίου είχε πλησιάσει τα 3.800 δολάρια/τόνο. Ο ψευδάργυρος βρίσκεται κοντά στις 3.500 δολάρια/τόνο, που είναι τα χαμηλότερα επίπεδα του τελευταίου εξαμήνου, ενώ με την έναρξη του πολέμου είχε εκτοξευθεί προς τα 4.400 δολάρια/τόνο.
Περνώντας στις ενεργειακές πρώτες ύλες, θα αφήσουμε έξω από την εικόνα το φυσικό αέριο, και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, καθώς οι τελευταίες εξελίξεις, με τις σημαντικές ζημιές στις εγκαταστάσεις υγροποίησης φυσικού αέριου της Freeport LNG και την επίδειξη ισχύος της Ρωσίας η οποία προσπαθεί να σαμποτάρει την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να γεμίσει όσο πιο γρήγορα γίνεται τις αποθήκες φυσικού αερίου έχουν αναστατώσει και τις δύο αυτές αγορές.
Είναι φανερό όμως πως στην αγορά αργού πετρελαίου βρίσκεται σε εξέλιξη μία απόπειρα των αγορών να δοκιμάσουν χαμηλότερα επίπεδα, με τα δύο βασικά προϊόντα, το Brent και το US Texas Intermediate να εγκαταλείπουν τα επίπεδα των 120 δολαρίων/βαρέλι και να δοκιμάζουν να διασπάσουν προς τα κάτω την περιοχή των 110 δολαρίων. Μία μικρή διόρθωση τιμών παρατηρούμε και στα συμβόλαια της αμόλυβδης βενζίνης στις ΗΠΑ, με την τιμή της να έχει υποχωρήσει κατά περισσότερο από 10% από τα ψηλά που σημείωσε την 10η Ιουνίου κοντά στα 4,30 δολάρια/γαλόνι.
Στα αγροτικά προϊόντα, η κατάσταση είναι λίγο διαφορετική. Βασικά προϊόντα όπως το καλαμπόκι και τα φασόλια σόγιας δεν έχουν απομακρυνθεί πολύ από τις υψηλές τιμές που σημείωσαν λίγο μετά την ρωσική εισβολή. Στο σιτάρι όμως, που είναι και αυτό που είχε σημειώσει την μεγαλύτερη άνοδο εξ αιτίας του πολέμου, για τους γνωστούς σε όλους μας λόγους, φαίνεται πως γίνεται μία προσπάθεια καθοδικής διάσπασης σημαντικών σημείων στήριξης. Για πρώτη φορά μετά την έκρηξη της τιμής στις αρχές του Μαρτίου, όταν έφθασε τα 14 δολάρια/μπούσελ, το σιτάρι διέσπασε καθοδικά τα 10 δολάρια/μπούσελ.
Στην περίπτωση που αυτή η διάσπαση επιβεβαιωθεί θα είναι μία πολύ σημαντική εξέλιξη, είναι όμως λίγο νωρίς για να πούμε. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του βαμβακιού, το οποίο ανέβαινε ασταμάτητα από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι πολύ πρόσφατα. Πριν έναν χρόνο ήταν στα 0.90 δολάρια/λίβρα, και στα μέσα του Μαΐου ήταν κοντά στα 1,50 δολάρια/λίβρα. Από κει μετά σημειώθηκε μία συνεχής πτώση, η οποία εντάθηκε τις τελευταίες ημέρες και έφερε την τιμή του συμβολαίου κάτω και από τα 1,10 δολάρια/λίβρα.
Είναι φανερό πως οι αγορές των εμπορευμάτων δεν παρουσιάζουν πλέον την ξεκάθαρη ανοδική εικόνα που βλέπαμε μέχρι πριν λίγες εβδομάδες. Σε πολλές περιπτώσεις η κατάσταση έχει αλλάξει κατά πολύ, αφού βλέπουμε ορισμένα από αυτά, κυρίως μέταλλα, να σημειώνουν τις χαμηλότερες τιμές των τελευταίων δώδεκα μηνών. Δεν έχουμε πολλές αμφιβολίες για τα αίτια αυτής της αλλαγής. Κατά την άποψή μας, οφείλεται στις αυξήσεις των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, και κυρίως της Fed.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το γιατί. Όσο πιο επιθετικές είναι οι αυξήσεις επιτοκίων τόσο μεγαλώνουν οι ανησυχίες πως θα προκληθεί σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και θα μειωθεί η ζήτηση για τα πιο πολλά από τα εμπορεύματα που διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια. Σύμφωνα με ότι διαβάζουμε και στον διεθνή Τύπο, η πτώση του χαλκού, των υπόλοιπων μετάλλων, αλλά και του βαμβακιού, οφείλεται κατά κύριο λόγο σε αυτές τις ανησυχίες. Επίσης, σίγουρα έχει παίξει ρόλο και στην αδύναμη συμπεριφορά του αργού πετρελαίου τις τελευταίες ημέρες.
Στην περίπτωση του σιταριού και των άλλων τροφίμων δεν είναι πολύ λογικό όμως να αποδώσουμε την οποιαδήποτε αδυναμία (η αλήθεια είναι πως μόνο το σιτάρι δείχνει σχετική αδυναμία) στους φόβους για σημαντική επιβράδυνση της οικονομίας. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχει βάλει το «χεράκι» της η Fed. Στις χρηματιστηριακές αγορές εμπορευμάτων δεν μετράει μόνο η εικόνα του ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησης για το ίδιο το προϊόν, αλλά και το ισοζύγιο αγοραστών πωλητών (όπως σε όλες τις αγορές άλλωστε). Αυτό το ισοζύγιο αρχίζει και ανατρέπεται σταδιακά, εις βάρος των αγοραστών, για έναν απλό λόγο: το γεγονός πως η χρηματοδότηση των χρηματιστηριακών τοποθετήσεων γίνεται όλο και πιο δαπανηρή εξ αιτίας της αύξησης του κόστους χρήματος. Αυτό μπορεί από μόνο του να επηρεάζει την εξέλιξη των τιμών, χωρίς να συντρέχουν κατ’ ανάγκη και θεμελιώδεις λόγοι.
Οι αγορές εμπορευμάτων είναι πολλές φορές γεμάτες εκπλήξεις και ανατροπές. Δεν μπορεί να είμαστε σίγουροι πως η αδυναμία των τελευταίων ημερών θα έχει συνέχεια. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως η πιθανότητα να δούμε ακόμα πιο χαμηλές τιμές δεν είναι αμελητέα, λόγω των αυξανόμενων φόβων για την υγεία της οικονομίας και της πιο ακριβής χρηματοδότησης για τις θέσεις των traders στις αγορές. Αν έχουμε δίκιο στην εκτίμησή μας πως οι κινήσεις της Fed και των άλλων κεντρικών τραπεζών έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στις κινήσεις των τελευταίων ημερών, υποθέτουμε πως οι κεντρικοί τραπεζίτες ίσως έχουν αρχίσει να χαμογελούν, έστω και κάπως αδιόρατα.
Μία σημαντική πτώση των τιμών των μετάλλων, των αγροτικών προϊόντων και ίσως και ορισμένων καυσίμων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, σε μερικούς μήνες από τώρα βέβαια. Αυτό θα είναι ενός τύπου δικαίωση για τον διοικητή Πάουελ και τους συναδέλφους του, οι οποίοι όμως μέχρι τότε δεν θα γλυτώσουν την γκρίνια που έρχεται από χίλιες μεριές.