Αν η Γερμανία είναι ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης, επειδή ενώ είναι η ισχυρότερη οικονομία σήμερα παραπαίει και παρασύρει ολόκληρο το μπλοκ σε ύφεση, τότε η Ιταλία κερδίζει με άνεση τον χαρακτηρισμό του κακομαθημένου παιδιού της Ευρωζώνης.
Η ακροδεξιά κυβέρνηση της Ιταλίας ξαναχτυπά και προκαλεί την Κομισιόν με τις προθέσεις της, στέλνοντας μήνυμα στις αγορές ότι θα αυξήσει το δανεισμό της σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι επενδυτές απάντησαν, στέλνοντας με τη σειρά τους την απόδοση του ιταλικού 10ετούς μία ανάσα από το 5%. Το κόστος δανεισμού της Ιταλίας εκτινάχθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο του 2011, ξυπνώντας μνήμες κρίσης.
Αποδεικνύεται ότι πολλοί βιάστηκαν να επικροτήσουν τη σχετική δημοσιονομική σύνεση που έδειξε η ιταλική κυβέρνηση στον πρώτο χρόνο της θητείας της. Ο προϋπολογισμός για το 2023 ήταν στην ουσία γραμμένος από την κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι που σημαίνει ότι η Τζώρτζια Μελόνι είχε τα χέρια της σχεδόν δεμένα φέτος. Στον προϋπολογισμό για το 2024, η Ιταλίδα πρωθυπουργός αποκαλύπτει το πραγματικό της πρόσωπο. Όχι μόνο αγνοεί τους δημοσιονομικούς κανόνες και υποβαθμίζει τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη, αλλά στοχεύει και σε δημοσιονομική χαλάρωση της τάξης του 1% για την περίοδο 2024-2026.
Δεν ήθελε πολύ για να σημάνει συναγερμός στις Βρυξέλλες. Για μία ακόμη φορά, η Ιταλία παραβλέπει τον στόχο του Συμφώνου Σταθερότητας για έλλειμμα στο 3%. Είναι πολύ λογικό, λοιπόν, να θορυβηθούν οι επενδυτές και το spread με τα γερμανικά ομόλογα να φτάσει στις 200 μονάδες βάσης. Οι αναλυτές της Goldman Sachs εκτιμούν ότι με φόντο τις συνθήκες υψηλών επιτοκίων και αναιμικής ανάπτυξης, το ιταλικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα κινηθεί ανοδικά το 2024 και δεν αποκλείεται το spread να φτάσει έως τις 235 μονάδες βάσης.
Σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τις αγορές η Μελόνι υποστηρίζει ότι το χρέος θα παραμείνει σε γενικές γραμμές σταθερό στο επίπεδο του 140% έως το 2026, όμως οι επενδυτές αμφισβητούν την αξιοπιστία της. Και αυτό γιατί οι εκτιμήσεις της ιταλικής κυβέρνησης βασίζονται σε μέτρα ιδιωτικοποιήσεων αμφιβόλου αποτελέσματος και σε υπεραισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη. Για παράδειγμα, η Μελόνι προβλέπει ανάπτυξη 1,2% το 2024 όταν η Oxford Economics την τοποθετεί στο μισό.
Ο Ιταλός αναλυτής Λορέντζο Κοντόνιο, επισημαίνει τρία πολύ σημαντικά ζητήματα. Πρώτον, εξαιτίας του Superbonus, του μέτρου δηλαδή που δίνει πίστωση φόρου για ανακαινίσεις κατοικιών, και των αποφάσεων της Κομισιόν για αναθεώρηση του ελλείμματος, η Ιταλία δέχεται δημοσιονομικό πλήγμα ύψους 0,9 ποσοστιαίων μονάδων. Μπορεί το Superbonus να προϋπήρχε όμως η Μελόνι θέλει να διατηρήσει το μέτρο, οδηγώντας το έλλειμμα στο 5,3% του ΑΕΠ. Για το 2024 το έλλειμμα τοποθετείται στο 4,3% - έναντι αρχικού στόχου για 3,7% - γιατί η Μελόνι αποφάσισε να δαπανήσει επιπλέον 8-10 δισ. ευρώ.
Δεύτερον, η ιταλική κυβέρνηση πρέπει να βρει περί τα 80 δισ. ευρώ για φορολογικές ελαφρύνσεις, γεγονός που θα διατηρήσει σε πολύ υψηλά επίπεδα τις δανειοδοτικές ανάγκες της Ιταλίας και το σημαντικότερο είναι ότι δεν θα επιτρέψει τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια.
Τρίτον, ο υπουργός Οικονομικών Τζορτζέτι δήλωσε ότι θα γίνουν περικοπές δαπανών της τάξης των 2 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του προϋπολογισμού, όμως και πάλι δεν υπάρχει μέριμνα για διαρθρωτική αξιολόγηση των δαπανών που θα αντισταθμίσει τη μείωση των εσόδων. Στο μόνο που ελπίζει η ιταλική κυβέρνηση είναι να ξεπεράσει τις προσδοκίες η ανάπτυξη του ΑΕΠ, λόγω των μεγαλύτερων δαπανών, του μέτρου του Superbonus και των ευρωπαϊκών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Μέχρι να γίνουν όλα αυτά, η Ιταλία έχει μπροστά της ανηφόρα και οι αγορές θα αντιδρούν αναλόγως, όπως συμβαίνει αυτές τις ημέρες που εκτινάσσεται η απόδοση των ομολόγων της. Την ίδια ώρα, η Γαλλία δέχεται έντονη κριτική γιατί δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε περικοπές δαπανών που θα διατηρήσουν μία δημοσιονομική πειθαρχία και το θέμα των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων επανέρχεται στην επικαιρότητα.