Στο χώρο των επενδύσεων και των χρηματιστηρίων χρησιμοποιείται κατά κόρον ο αγγλοσαξονικός όρος «over», που στα ελληνικά τον ερμηνεύουμε με τη λέξη «υπέρ». Έτσι ακούμε για μετοχές ή αγορές που είναι «overbought» ή «oversold», δηλαδή υπεραγορασμένες ή υπερπουλημένες, ή που είναι «overpriced» ή «overvalued», δηλαδή υπερτιμημένες ή υπερεκτιμημένες.
Σήμερα η Morgan Stanley έρχεται να δώσει νέες διαστάσεις στο “over”, χρησιμοποιώντας στην πρόσφατη έκθεση της για την Κίνα, τους όρους «overinvested», «overleveraged» και «oversupplied». Στην ανάλυση της η Morgan Stanley εκτιμά λοιπόν ότι η Κίνα βρίσκεται σε μια φάση υπερ-επένδυσης, ότι η κινεζική οικονομία είναι υπερμοχλευμένη και υπερδανεισμένη και ταυτόχρονα παρουσιάζει μια υπερπροσφορά στο χώρο των ακινήτων.
Δηλαδή μιλάμε για ένα επικίνδυνο κοκτέιλ, σε μια οικονομία που αποκλιμακώνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της. Με αποτέλεσμα να μην βρίσκει αγοραστές για τα οικιστικά projects, να αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις χρηματοδοτήσεις που είχε λάβει για την ανάπτυξη και εκτέλεση μη παραγωγικών επενδύσεων και να μην επιστρέφει στα επενδεδυμένα κεφάλαια από το εξωτερικό, ικανοποιητικές αποδόσεις.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης της Morgan Stanley, αποδεικνύεται απολύτως επιτυχής η επενδυτική στρατηγική που βασιζόταν στο «China-plus-one». Ποια είναι αυτή η στρατηγική; Η στρατηγική αυτή που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες, στοχεύει στη διακοπή των αποκλειστικών επενδύσεων στην Κίνα με μοναδικό γνώμονα το χαμηλό οικονομικό κόστος. Το C+1, σημαίνει πως για κάθε επένδυση στην Κίνα, ο επενδυτής προβαίνει σε μια αντίστοιχη επένδυση σε μια άλλη χώρα που δεν έχει τους κινδύνους που παρουσιάζει η Κίνα. Είναι μια προσφιλής πολιτική που ακολουθείται από όσους διέκριναν πιθανούς κινδύνους από την ανάπτυξη μιας εφοδιαστικής αλυσίδας που θα είχε σαν κομβικό σημείο αναφοράς μόνο την Κίνα.
Η στρατηγική αυτή είχε αρχίσει να κατευθύνει επενδύσεις στην Ινδονησία, στο Βιετνάμ, στην Ινδία και αλλού. Κάτι που επιταχύνθηκε ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που έκανε την εμφάνιση του το τοξικό σύννεφο του γεωπολιτικού κινδύνου και της έντασης ανάμεσα στη Δύση και τη Κίνα. Η JP Morgan εκτιμά πως μέχρι το 2025 η παραγωγή των προϊόντων της Apple στην Κίνα θα έχει μειωθεί από το 95% στο 75%. Και πιο ειδικά η παραγωγή του 20% των iPad, 5% των MacBooks, 20% των ρολογιών και το 65% των Air Pods θα έχει μεταφερθεί στο Βιετνάμ. Επιχειρήσεις όπως η Foxconn, η Pegatron, η Luxshare και η Wistron, μετέφεραν σημαντικό μέρος της παραγωγής τους στο Βιετνάμ.
Ωστόσο, στο παιχνίδι της «αποκινεζοποίησης», πρωτεύοντα ρόλο θα κληθεί να παίξει η Ινδία. Έτσι σήμερα η Ινδία με τις συμφωνίες που έχει κάνει με τις ΗΠΑ και τις χώρες της Ευρωπαϊκή Ένωσης αρχίζει να φαντάζει πως θα αποτελέσει τον πιθανό εναλλακτικό προορισμό των επενδύσεων που επιθυμούν να αποφύγουν τα οικονομικά προβλήματα που αναδύονται στην Κίνα και τη γεωπολιτική ένταση που αυξάνεται με εκθετικούς ρυθμούς. Ήδη η Foxconn μετά το Βιετνάμ παράγει για λογαριασμό της Apple, μεγάλο αριθμό από iPhone14, Airpods και Beats και σε νέες παραγωγικές μονάδες που ίδρυσε στην Ινδία.
Ποιοι είναι οι οικονομικοί τομείς οι οποίοι θα ευεργετηθούν ιδιαίτερα από τη μεταφορά παραγωγής από την Κίνα στην Ινδία;
Ο τομέας της ψηφιακής τεχνολογίας μια που αφενός η Ινδία διαθέτει ανθρώπινο δυναμικό υψηλής κατάρτισης σε αυτόν τον χώρο και αφετέρου το Νέο Δελχί προσφέρει σημαντικά επενδυτικά κίνητρα. Έτσι επιχειρήσεις όπως η TCS, η Infosys, η Wipro, η Hyundai και η BMW επενδύουν στην Ινδία. Και μάλιστα το σήμα «Made in India», αποτελεί εχέγγυο καλής ποιότητας.
Ο φαρμακευτικός τομέας, αναμένεται να αποτελέσει πόλο έλξης για τους ξένους επενδυτές. Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) κατά τη διετία 2021 -2022, το 70% των εμβολίων που είχε προμηθευτεί, είχαν παρασκευαστεί την Ινδία. Το κόστος παρασκευής των φαρμάκων στην Ινδία είναι κατά 33% χαμηλότερο από το αντίστοιχο των ΗΠΑ. Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις της Ινδικής κυβέρνησης το μέγεθος της ινδικής φαρμακοβιομηχανίας θα έχει τριπλασιαστεί μέχρι το 2030.
Η μεταλλουργία αποτελεί ένα ακόμα κλάδο με δυναμικές προοπτικές ανάπτυξης, που θα στηρίζεται τόσο στην εσωτερική οικιστική πολιτική της ινδικής κυβέρνησης όσο και στην παγκόσμια ζήτηση. Και όπως φαίνεται η τεχνογνωσία που έχει αποκτήσει η ινδική μεταλλουργία είναι σημαντική.
O πιο ιδανικός τρόπος να εκμεταλλευτεί ένας επενδυτής τις ευκαιρίες που ανοίγονται στην ινδική οικονομία, δεν είναι άλλος από την αγορά ETFs μεγάλων και αξιόπιστων επενδυτικών οίκων, όπως είναι για παράδειγμα το Franklin FTSE India ETF (FLIN), το Columbia India Consumer ETF (INCO), το Invesco India ETF (PIN), το WisdomTree India Earnings (EPI) και τα iShares MSCI India Small – Cap (SMIN), iShare India 50 (INDY) και iShares MSCI India ETF (INDA) της Blackrock.