Ύστερα από αρκετά χρόνια έντονης ανάπτυξης που συνοδευόταν από μεγάλες ζημιές στα οικονομικά αποτελέσματά της, η σουηδική εταιρεία Klarna Bank AB κατάφερε επιτέλους να περάσει σε κέρδη. Όπως ανακοίνωσε στη Στοκχόλμη την περασμένη Δευτέρα, τα οργανικά αποτελέσματά της για το τρίτο τρίμηνο του 2023 ήταν θετικά κατά περίπου 12 εκατομμύρια δολάρια, ενώ ο κύκλος εργασιών ήταν κοντά στα 550 εκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της διοίκησης, η θετική πορεία θα συνεχιστεί και στο τελευταίο τρίμηνο του χρόνου καθώς παραδοσιακά αυξάνονται αρκετά οι δαπάνες των καταναλωτών. Η Klarna είναι μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παγκοσμίως στον χώρο της χρηματοδότησης των καταναλωτικών δαπανών πολιτών με τη χρήση της μεθόδου «Buy now, pay later» ή όπως έχει γίνει διεθνώς γνωστή, BNPL.
Μαζί με την αμερικανική Affirm (AFRM NASDAQ) είναι ίσως οι δύο πιο γνωστές ανεξάρτητες εταιρείες που παρέχουν αυτή την υπηρεσία, η οποία στην ουσία είναι μία βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση των πελατών τους που δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ρευστότητα για να προχωρήσουν σε μία αγορά αγαθών ή υπηρεσιών. Η υπηρεσία αυτή έχει γίνει πολύ δημοφιλής τα τελευταία χρόνια και εταιρείες σαν την Klarna συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον των επενδυτών οι οποίοι τις χρηματοδότησαν κατ’ επανάληψη.
Κάποια στιγμή το 2021 επικρατούσε ευφορία σχετικά με τις προοπτικές τους και οι αγορές τις αποτιμούσαν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Η αποτίμηση της Klarna είχε φθάσει στο επίπεδο των 45 δισεκατομμυρίων δολαρίων και οι χρηματοδότες που την ενίσχυσαν εκείνη την εποχή αγόρασαν τις μετοχές της σε αυτή την αποτίμηση. Στη συνέχεια, όμως, τα πράγματα άλλαξαν και η άνοδος των επιτοκίων σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών των μετοχών στα διεθνή χρηματιστήρια, έφεραν την απότομη προσγείωση με αποτέλεσμα την κατάρρευση των αποτιμήσεων.
Η χρηματοδότηση που έλαβε η Klarna τον Ιούλιο του 2022 έγινε με συνολική αποτίμηση της εταιρείας στα 6,7 δισεκατομμύρια δολάρια, οπότε το μεγάλο ερώτημα είναι τι αποτίμηση θα της δώσουν οι αγορές εφόσον προχωρήσει τη διαδικασία που ξεκινά τώρα και φτάσει έξω από την πόρτα των διεθνών χρηματιστηρίων. Πάνω στο θέμα αυτό θα χρησιμοποιήσουμε την βοήθεια των αναλυτών του Reuters με βάση την ανάλυσή τους σε άρθρο της 9ης Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με αυτούς, αν κάνουμε μία σύγκριση ανάμεσα στα οικονομικά μεγέθη της Klarna και της Affirm και δώσουμε στην Klarna μία αξία με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που αποτιμάται η Affirm στο χρηματιστήριο, καταλήγουμε σε μία αποτίμηση της τάξης των 14 με 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων (η χρηματιστηριακή αποτίμηση της Affirm είναι κοντά στα 7 δισεκατομμύρια και τα οικονομικά μεγέθη της είναι αρκετά μικρότερα από αυτά της Klarna). Αυτό ακούγεται αρκετά καλό για τους μετόχους της σουηδικής εταιρείας καθώς είναι περισσότερο από διπλάσιο σε σχέση με την αποτίμηση του Ιουλίου 2022. Όπως όμως επισημαίνουν οι αναλυτές του Reuters, υπάρχει μία βασική διαφορά μεταξύ του τρόπου λειτουργίας των δύο επιχειρήσεων.
Ενώ η Affirm αντλεί χρηματοδότηση από την χρηματαγορά προκειμένου να παράσχει τις διευκολύνσεις προς τους πελάτες της, η Klarna έχει περίπου 8 δισεκατομμύρια δολάρια από καταθέσεις πελατών της. Αυτό σημαίνει πως οι επενδυτές που θα θελήσουν να την αγοράσουν πριν μπει στο χρηματιστήριο είναι πολύ πιθανόν να θέλουν να την αποτιμήσουν περισσότερο σαν τράπεζα και λιγότερο σαν εταιρεία fintech. Αν συμβεί αυτό, τότε η αποτίμηση θα είναι αρκετά χαμηλότερη από τα 14 με 15 δισ. δολάρια που αναφέραμε παραπάνω, καθώς αντιστοιχεί σε περίπου 7 φορές την λογιστική της αξία.
Εφόσον η εταιρεία αποφασίσει να «τρέξει» τη διαδικασία της δημόσιας εγγραφής της σε ένα μεγάλο διεθνές χρηματιστήριο, θα πρέπει να πείσει τους υποψήφιους επενδυτές πως δεν πρέπει να την αντιμετωπίσουν σαν τράπεζα. Ελάχιστες τράπεζες αποτιμώνται κοντά στις 7 φορές πάνω από τη λογιστική τους αξία. Δύο που αναφέρουν οι αναλυτές του Reuters είναι η βραζιλιάνικη Nu (NU NYSE) και η σουηδική Nordnet (SAVE STOCKHOLM), οι οποίες όμως επιτυγχάνουν πολύ υψηλότερη κερδοφορία από αυτή που τώρα αρχίζει να επιτυγχάνει η Klarna.
Αν οι εκτιμήσεις του Reuters είναι κοντά στην πραγματικότητα, τότε ο Σεμπάστιαν Σιεματόφσκι, διευθύνων σύμβουλος της Klarna θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να πείσει όσους επενδυτές βλέπουν την εταιρεία του πιο πολύ σαν τράπεζα και λιγότερο σαν μία fintech που απλώς διαμεσολαβεί για τη χρηματοδότηση των πελατών της. Εκτός από αυτό όμως, ο Σιεματόφσκι θα πρέπει να αποφασίσει σε ποιο χρηματιστήριο να εισαγάγει τις μετοχές της εταιρείας του.
Από τα λίγα πράγματα που έχουμε δει στον διεθνή Τύπο αντιλαμβανόμαστε πως τα υποψήφια χρηματιστήρια πρέπει να είναι αυτό του Λονδίνου και τα δύο βασικά αμερικανικά, το NASDAQ και το NYSE. Αν κρίνουμε από την περίπτωση της Arm Holdings (ARM NASDAQ), η οποία επέλεξε το NASDAQ παρά το ότι η έδρα της είναι στην Αγγλία, θα πρέπει να πιθανολογήσουμε πως αυτή θα είναι η πιο λογική επιλογή για την Klarna. Όχι μόνο γιατί τα αμερικανικά χρηματιστήρια δίνουν σε μία εισηγμένη εταιρεία πρόσβαση σε πιο πολλά κεφάλαια αλλά και γιατί η Klarna έχει ξεκινήσει την επέκταση της στις ΗΠΑ που είναι αυτή τη στιγμή η πιο πολλά υποσχόμενη αγορά δραστηριοποίησής της. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως το χρηματιστήριο του Λονδίνου θα πέσει αμαχητί.
Η ήττα γοήτρου που υπέστη από την απόφαση της Arm είναι βέβαιο πως θα κάνει την ηγεσία του χρηματιστηρίου να βάλει τα δυνατά της προκειμένου να πείσει την Klarna να το διαλέξει. Και είναι επίσης βέβαιο πως θα έχει και την συμπαράσταση του πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου Ρίσι Σούνακ, ο οποίος προσπάθησε ανεπιτυχώς να αλλάξει την απόφαση της Arm. Εδώ βέβαια μπορεί να δημιουργηθεί ένα σημαντικό πρόβλημα, σύμφωνα τουλάχιστον με την εκτίμηση του Λιονέλ Λωράν, αρθρογράφου του Bloomberg.
Ο Λωράν επισημαίνει πως αν ο πρωθυπουργός και η ηγεσία του χρηματιστηρίου του Λονδίνου ξεκινήσουν μία εκστρατεία για να «γοητεύσουν» τη σουηδική επιχείρηση, είναι πολύ πιθανόν να βρεθούν σε πορεία σύγκρουσης με τις εποπτικές αρχές και την αντιπολίτευση καθώς έχει ήδη καθυστερήσει πολύ η δημιουργία ενός σύγχρονου ρυθμιστικού και νομικού πλαισίου που θα διέπει την λειτουργία των εταιρειών BNPL. Δεδομένου ότι πολλοί από τους χρήστες της υπηρεσίας BNPL έχει παρατηρηθεί πως αποκτούν ένα είδος «εθισμού» και κινδυνεύουν να βρεθούν σύντομα υπερχρεωμένοι, το ζήτημα είναι λογικό να είναι αρκετά ευαίσθητο.
Αυτό όμως ίσως να είναι το δευτερεύον πρόβλημα του Σιεματόφσκι. Λογικά θα ξεκινήσει πρώτα με την προσπάθεια να πείσει τους επενδυτές να του δώσουν την αποτίμηση που θα ήθελε και ύστερα θα επιλέξει το χρηματιστήριο στο οποίο θα κάνει την δημόσια εγγραφή για την εισαγωγή των μετοχών. Και βέβαια, θα έχει συνεχώς το νου του στην πορεία των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών. Όσο καλύτερα θα πηγαίνουν τόσο θα μεγαλώνουν οι πιθανότητες να γοητεύσει τους επενδυτές, οι οποίοι (σε αντίθεση με τους πελάτες της Klarna) θα αγοράσουν και θα πληρώσουν την ίδια στιγμή!