Ήταν η 17η Σεπτεμβρίου 1999, όταν έσκαγε η μεγαλύτερη φούσκα της Σοφοκλέους. Ήταν το τέλος της επενδυτικής ευφορίας. Το τέλος της εποχής των παχέων χρηματιστηριακών αγελάδων. Το τέλος του ονείρου του εύκολου πλουτισμού, από τις παραλίες ή τις διακοπές. Το τέλος της φαντασίωσης, όπου οι λογιστικές υπεραξίες υποκαθιστούν τις ικανότητες, τη σκληρή δουλειά και την επαγγελματική προσπάθεια.
Μια μικρή υπενθύμιση χαρακτηριστικών αριθμών αρκεί, για να μας μεταφέρει στο πνεύμα και στο κλίμα της εποχής.
Κλείσιμο του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, στις 6.335,04 μονάδες, αφού ήδη είχε καταγραφεί ενδοσυνεδριακό υψηλό στις 6.484,30 μονάδες.
Ημερήσια αξία συναλλαγών πέριξ των 1,8 δισ. ευρώ.
Η συνολική κεφαλαιοποίηση του χρηματιστηρίου, δηλαδή το άθροισμα των αποτιμήσεων όλων των εισηγμένων εταιρειών, ανέρχονταν στα 212,8 δισ. ευρώ ή 182% του ΑΕΠ.
1,5 εκατομμύριο ενεργοί επενδυτικοί κωδικοί.
Σαν τα μανιτάρια ιδρύονταν χρηματιστηριακές εταιρείες. Μαζί και εταιρείες λήψης και διαβίβασης εντολών, έχοντας υπερβεί τον συνολικό αριθμό των 1.300 εταιρειών.
Και μέσα σε μια μέρα, το «Θαύμα του Χρηματιστηρίου» στα μάτια των πολιτών, μετατράπηκε σε «Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου». Το +118% της απόδοσης του Γενικού Δείκτη από τη 1/1/1999, καθώς και το +1.000% για μια σειρά μετοχών, ξεχάστηκαν. Και ξεκίνησε το κυνήγι των μαγισσών.
Μετά από τόσα χρόνια, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε ένα κεντρικό συντονισμένο σχέδιο, που δημιούργησε τη φούσκα του 1999. Η παγκόσμια άνοδος των χρηματιστηρίων, η πλήρης απελευθέρωση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, η πρωτοφανής τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων, η μείωση των επιτοκίων, ο περιορισμός του πληθωρισμού, η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος, η επιτυχία της ένταξης στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η απουσία νομισματικού κινδύνου, καθώς και η εκτέλεση των υποδομών για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και των λοιπών έργων στο Λεκανοπέδιο, ήταν κατά τη γνώμη μας οι βασικές αιτίες που δημιούργησαν αυτήν την ευεξία.
Στην πορεία προστέθηκαν και άλλες αιτίες που παρείχαν εύφλεκτα καύσιμα. Τέτοιες ήταν η υπέρμετρη πολιτική εκμετάλλευση από τη πλευρά της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, που είχε κατέβει στις ευρωεκλογές του 2019 με συνθήματα όπως «1.000.000 Έλληνες επενδυτές, ξέρουν ότι οι μετοχές έχουν αξία», «όχι, στην αστάθεια», «ναι, στη σταθερότητα». Και δηλώσεις, όπως του υπουργού Οικονομικών Γ. Παπαντωνίου, ότι «η περίοδος της νευρικότητας στο χρηματιστήριο έχει ημερομηνία λήξης, είναι η 9η Απριλίου 2000, είναι η επανεκλογή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Εμείς, το ΠΑΣΟΚ είμαστε εγγυητές της ομαλής πορείας των αγορών».
Άλλες αιτίες ήταν η συντονισμένη κίνηση ιδιωτικών «λόμπυ» με σημαντική οικονομική επιφάνεια. H δημιουργία πολιτικών «λόμπυ», ή «λόμπυ» κρατικών λειτουργών με προσβάσεις στο τραπεζικό σύστημα που είχαν μετατρέψει τα διαθέσιμα των τραπεζών, τα αποθεματικά των ταμείων, το ενεργητικό των αμοιβαίων κεφαλαίων και των χαρτοφυλακίων των εταιρειών επενδύσεων, σε μοχλούς κερδοσκοπίας. Οι αγορές μετοχών με «αέρα» και με άτυπες δανειοδοτήσεις που λειτουργούσαν σαν πυραμίδες.
Η βασική όμως αιτία ήταν η απουσία γνώσης και επενδυτικής παιδείας, αλλά και κουλτούρας από τη πλευρά των επενδυτών που έγιναν έρμαια των «πληροφοριών», του «inside trading», των splits και της διανομής «δωρεάν» μετοχών, των «χαρτζιλικιών» για να περαστούν γρήγορα στο σύστημα οι εντολές τους, της απληστίας τους και του υπέρμετρου ανορθολογισμού τους.
Αν δεν υπήρχαν αυτού του είδους οι επενδυτές, πως θα βλέπαμε την αποτίμηση του ΔΟΛ πάνω από το 1 δισ. ευρώ, το σενάριο της δήθεν εξαγοράς της Benetton από τον όμιλο της Κλωνατέξ, την μετοχή της εταιρείας «Αθηναϊκές Συμμετοχές» που το 1997 ήταν στις 61 δραχμές δηλαδή στα 0,17 ευρώ, και βρέθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου του 1999 στα 55,73 ευρώ, σημειώνοντας απόδοση ρεκόρ 30.866% και την είσοδο απίθανων εταιρειών στο χρηματιστήριο μόνο και μόνο επειδή είχαν ισχυρές πολιτικές προσβάσεις;
Επομένως, παρ’ όλο που δεν υπήρχε μια κεντρική και συντονισμένη κατευθυντήρια γραμμή, υπήρχε η πολιτική βούληση το χρηματιστήριο να αποτελέσει εκλογικό και ψηφοθηρικό εργαλείο. Έτσι δημιουργήθηκε ένα σύστημα ανάδυσης πολλών μικρών και μεγάλων σκανδάλων, εκατοντάδων απατών, που εκμεταλλεύτηκαν την ανεπάρκεια του θεσμικού πλαισίου, την απουσία ελεγκτικών και εποπτικών μηχανισμών και την αόρατη αλλά υπαρκτή βούληση, «να πάει το χρηματιστήριο πάνω».
Το τρίπτυχο της επιτυχίας των λίγων και ισχυρών κερδισμένων του ’99 ταυτίζεται με το τρίπτυχο της αποτυχίας των πολλών και αδυνάτων χαμένων του ’99. Χειραγώγηση, παραπληροφόρηση και «μαϊμού» συναλλαγές για δημιουργία απατηλών εντυπώσεων Αυτό το τρίπτυχο στοιχειώνει ακόμα μέχρι σήμερα τους εμπλεκόμενους στο χρηματιστήριο, που μαραζώνει σαν το παραμάγαζο της πραγματικής οικονομίας.
Βέβαια το ’99 άφησε και θετικά δείγματα γραφής. Μέσα στο 1999, η Eurobank μπήκε στο χρηματιστήριο μέσω της συγχώνευσης με την Τράπεζα Αθηνών και ακολούθως προχώρησε στην απόκτηση μέσω δημόσια πρότασης αγοράς μετοχών της Τράπεζας Εργασίας. Μέσα το ’99 έγινε η 4η μετοχοποίηση του ΟΤΕ και η διάθεση μετοχών της Εθνικής Τράπεζας στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.