Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, η οικονομική άνοδος της Κίνας υπήρξε τίποτα λιγότερο από θεαματική. Η χώρα μετασχηματίστηκε από μια κυρίως αγροτική κοινωνία που χειμαζόταν από την ανέχεια σε μια παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη. Αυτή η ταχεία μετάβαση στηρίχτηκε κυρίως σε ένα κρατικά επιδοτούμενο επενδυτικό μοντέλο, επικεντρωμένο στην ανάπτυξη υποδομών, από γιγαντιαία εργοστάσια έως πολυτελείς ουρανοξύστες.
Ωστόσο, σήμερα, το μοντέλο αυτής της δημόσιας υπερεπένδυσης φαίνεται να παράγει ολοένα και πιο φθίνουσες αποδόσεις, με μακροοικονομικούς υπολογισμούς να καταλήγουν ότι η Κίνα πρέπει εφεξής να επενδύει περίπου $9 για να παράγει κάθε δολάριο αύξησης του ΑΕΠ, από περίπου $3 τη δεκαετία του '90. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τέλματος στο οποίο έχει περιέλθει η κινεζική οικονομική πολιτική αποτελούν οι πρόσφατα ανεγειρόμενες αστικές ζώνες των διαφόρων μητροπολιτικών κέντρων, οι οποίες πλέον βρίθουν από υποχρησιμοποιούμενες υποδομές και ημιτελή διαμερίσματα.
Η μη διατηρησιμότητα των πρόσφατων ρυθμών μεγέθυνσης της κινεζικής οικονομίας επιβεβαιώνονται και στις προβλέψεις του ΔΝΤ, οι οποίες κάνουν λόγο για υποτονική ανάπτυξη, της τάξης του 2%, έως το 2030. Αυτές οι οικονομικές δυσχέρειες συνοδεύονται κι από σοβαρές πολιτικές συνέπειες, αφού καθιστούν σχεδόν απίθανο πια το φιλόδοξο σχέδιο του προέδρου Τζινπίνγκ να διπλασιάσει την οικονομία της Κίνας έως το 2035.
Λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνητές γεωπολιτικές εντάσεις που προκαλεί η Κίνα σε περιοχές αμφισβητούμενης κυριότητας, όπως το Νότιο Κινεζικό Πέλαγος, αλλά και την εχθρικότητα με την οποία εγείρει εδαφικές αξιώσεις επί της Ταϊβάν, η Δύση νιώθει την ανάγκη να αναθεωρήσει τις οικονομικές της σχέσεις με το Πεκίνο. Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ, υπό την ηγεσία του προέδρου Μπάιντεν, προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν την εξάρτηση από την Κίνα και παράλληλα ωθούν τους δυτικούς τους συμμάχους να πράξουν το ίδιο, ώστε να αποτραπεί μια δυνητική εργαλειοποίηση των εμπορικών και παραγωγικών δεσμών σε περίπτωση μιας γενικευμένης σύγκρουσης.
Στο πνεύμα αυτής της προληπτικής αποσύνδεσης με στόχο την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας, οι ΗΠΑ προωθούν επίσης τον επαναπατρισμό κρίσιμων γραμμών παραγωγής και τον περιορισμό της μεταφοράς στρατηγικής τεχνογνωσίας προς την Κίνα. Αν και τέτοιες προστατευτικές πολιτικές δυστυχώς διαβρώνουν τα οικονομικά οφέλη της παγκοσμιοποίησης, όπως η σταθερότητα των τιμών και η μείωση των ανισοτήτων πλούτου, αποτελούν αναπόφευκτο μέτρο για την περιθωριοποίηση αυταρχικών καθεστώτων που επιχειρούν ανοιχτά να παραβιάσουν τη διεθνή τάξη.
Στο πλαίσιο των δυτικών μέτρων εναντίον του κινεζικού οικονομικού επεκτατισμού, εντάσσεται και η πρόσφατη κίνηση της Ιταλίας να αναθεωρήσει τη συμμετοχή της στην Πρωτοβουλία Ζώνης και Δρόμου. Η συνεργασία της Ιταλίας με την Κίνα το 2019, παρόλο που παρουσιάστηκε από τον προπαγανδιστικό μηχανισμό του ΚΚΚ ως σημαντικό διπλωματικό επίτευγμα για το Πεκίνο, δεν προσέφερε τα αναμενόμενα οικονομικά οφέλη στη Ρώμη, κι έτσι κινδυνεύει να αποτελέσει ένα διεθνές φιάσκο για την Κίνα.
Αυτή η επανεξέταση της στάσης της Ιταλίας δεν είναι απλώς μια τεχνοκρατική αξιολόγηση βάσει οικονομικών κριτηρίων, αλλά είναι βαθιά συνδεδεμένη με τις διαμορφούμενες γεωπολιτικές δυναμικές στο δυτικό ημισφαίριο, ειδικά με τις προσπάθειες που καθοδηγούνται από τις ΗΠΑ και συνεπικουρούνται από την ΕΕ για να αντισταθμίσουν την παγκόσμια επιρροή της Κίνας.
Η Ελλάδα οφείλει να μεταβολίσει την πρόσφατη δραστηριότητα στο πεδίο της διεθνούς οικονομικής διπλωματίας και να καθορίσει τη στρατηγική τοποθέτησής της μέσα σε αυτή τη νέα ψυχροπολεμική πόλωση. Με δεδομένες τις υπάρχουσες επενδύσεις, όπως στο λιμάνι του Πειραιά, τον ΑΔΜΗΕ, και σε διάφορες ακίνητες περιουσίες σε ολόκληρη τη χώρα, η κυβέρνηση πρέπει στο μέλλον να τηρήσει μια πιο συντηρητική στάση απέναντι στις προοπτικές βαθύτερης επενδυτικής διείσδυσης από την Κίνα.
Πρωταρχικός λόγος για μια τέτοια επιφυλακτική προσέγγιση περαιτέρω οικονομικής συνεργασίας με την Κίνα είναι η διατήρηση μιας θέσης που ευθυγραμμίζεται με εκείνη των στενότερων εμπορικών και επενδυτικών μας εταίρων. Ενδεικτικά, για το 2022, οι εξαγωγές της Ελλάδας στις ΗΠΑ ανήλθαν σε $2,3 δισ. ενώ στην Κίνα μόλις σε $430 εκ., και οι άμεσες ξένες επενδύσεις ήταν $446 εκ. και $47 εκ., αντίστοιχα.
Εάν η Κίνα ενίσχυε το επενδυτικό της αποτύπωμα στη χώρα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι στενές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ κι Ελλάδας θα διαταράσσονταν. Μια τέτοια μεταβολή δεν θα οδηγούσε απλώς σε οικονομική ζημιά, αλλά θα μπορούσε επίσης να έχει και δυσμενείς γεωπολιτικές επιπτώσεις. Προσπαθώντας να στέκεται ισαπέχουσα μεταξύ υπερδυνάμεων, η Ελλάδα ρισκάρει να προσαρτηθεί σε μια μη βιώσιμη οικονομία, να αποξενώσει μακροχρόνιους συμμάχους, και να υπονομεύσει τη στρατηγική της θέση στο δυτικό κόσμο.
Πέραν μιας ενδεχόμενης διαταραχής των πολυεπίπεδων σχέσεων της Ελλάδας με δυτικούς παράγοντες, η χώρα ωφέλιμο θα ήταν να αντλήσει πολύτιμα διδάγματα κι από τις δυσχέρειες που ακολούθησαν την επενδυτική παρουσία της Κίνας σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες. Σύμφωνα με δυτικούς ηγέτες, οι δανειακές συμβάσεις στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας Ζώνης και Δρόμου επιφέρουν τοκογλυφικά βάρη, κατηγορώντας την Κίνα ότι χορηγεί δάνεια σε χώρες για έργα υποδομών γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι αυτές δε θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, αποκτώντας έτσι διαπραγματευτικό πλεονέκτημα έναντί τους.
Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η Σρι Λάνκα, όπου ένα λιμενικό έργο κινεζικής χρηματοδότησης απέτυχε να καλύψει το χρέος του μέσω των εσόδων του το 2018, κι έτσι η χώρα αναγκάστηκε να παραχωρήσει τον έλεγχο του κρίσιμου αυτού περιουσιακού στοιχείου. Παρομοίως, στο Πακιστάν το 2022, κινεζικά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που προέκυψαν από διακρατική συνεργασία έκλεισαν μονομερώς ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς λόγω αδυναμίας της πακιστανικής κυβέρνησης να αποπληρώσει προηγούμενες οφειλές.
O κόσμος βρίσκεται σε οικονομικό και γεωπολιτικό σταυροδρόμι. Καθώς η Κίνα αντιμετωπίζει εσωτερικές προκλήσεις και αυξάνει την επιθετικότητά της, η Δύση, κινούμενη τόσο από οικονομικές ανάγκες όσο και από προβλήματα ασφαλείας, επαναπροσδιορίζει τη σχέση της με ανελευθεριακά συστήματα.
Για την Ελλάδα, τα μαθήματα από αυτή τη συγκρουσιακή συνθήκη είναι σαφή. Παρόλο που οι κινεζικές επενδύσεις προσφέρουν δελεαστικά βραχυπρόθεσμα οικονομικά κέρδη, αυτά δεν θα πρέπει να υπερκαλύπτουν τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές προτεραιότητες. Σε αυτούς τους ταραχώδεις καιρούς, είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα να συντονίζεται πιο στενά με τους δυτικούς συμμάχους της, διασφαλίζοντας ότι οι οικονομικές της φιλοδοξίες δεν θα υπονομεύσουν τα γεωπολιτικά της συμφέροντα.