Αν προέκυψε κάποιο συμπέρασμα από τη Σύνοδο του Παρισιού αυτό δεν αφορά στη στρατηγική που θα ακολουθήσει η Ευρώπη στο θέμα της Ουκρανίας, αλλά στη δεδομένη πλέον αύξηση των αμυντικών δαπανών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μία ανάγκη που ξαφνικά αποτελεί το βασικό θέμα συζήτησης, καθώς τα τεράστια ποσά που χρειάζονται φέρνουν για πολλοστή φορά τους Ευρωπαίους αντιμέτωπους με τα μόνιμα προβλήματα που εμποδίζουν την περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ποιος θα πληρώσει τον «λογαριασμό»; Τι άλλο πρέπει να συμβεί για να αποφασίσουν στην κοινή έκδοση χρέους;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και του Σιδηρούν Παραπετάσματος, η Ευρώπη εισήλθε σε μακρά περίοδο αφοπλισμού. Σε πολλές χώρες καταργήθηκε η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και μειώθηκαν σημαντικά οι δαπάνες για άμυνα και στρατιωτικό εξοπλισμό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του think tank Bruegel, οι κρατικές δαπάνες για στρατιωτικό εξοπλισμό στην ΕΕ διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στο 0,3% του ΑΕΠ μεταξύ του 2008 και του 2020. Οι συνολικές αμυντικές δαπάνες στην ΕΕ μειώθηκαν από το 2,3% του ΑΕΠ το 1990 στο 1,3% του ΑΕΠ το 2014, με τη Γερμανία να υστερεί μεταξύ των μεγαλύτερων οικονομιών.
Στη συνέχεια, οι συνολικές αμυντικές δαπάνες σε επίπεδο ΕΕ αυξήθηκαν από το 1,3% το 2017 στο 2% το 2024, ωστόσο 7 χώρες της ΕΕ που είναι μέλη και του ΝΑΤΟ συνεχίζουν να βρίσκονται κάτω από το 2% του ΑΕΠ που είναι ο στόχος της Συμμαχίας. Μάλιστα, η ING εκτιμά ότι δεν αποκλείεται να αυξηθεί ο στόχος για τις αμυντικές δαπάνες στο 3,6% ή ακόμα υψηλότερα, με φόντο τις τρέχουσες εξελίξεις.
Αν φτάσουμε σε αυτά τα επίπεδα (γύρω στο 4% του ΑΕΠ), ο αντίκτυπος θα είναι μεγάλος για την ευρωπαϊκή οικονομία. Και από τη στιγμή που η συζήτηση πλέον δεν αφορά στο «αν» αλλά στο «πότε» θα αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες, είναι σημαντικό να πούμε ότι ο τελικός «λογαριασμός» θα είναι ιδιαίτερα… «τσουχτερός». Οι χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία έχουν ζητήσει άμεσες δαπάνες της τάξης των 100 δισ. ευρώ, ενώ η φον ντερ Λάιεν έχει αναφερθεί σε 500 δισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία.
Η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική και οι αριθμοί είναι αυτοί που λένε την αλήθεια. Πιθανή αύξηση από το 2% στο 4% του ΑΕΠ θα ισοδυναμούσε με περίπου 340 δισ. ευρώ ετησίως, καθώς το ΑΕΠ της ΕΕ αγγίζει τα 17 τρισ. ευρώ. Πού θα βρεθούν, λοιπόν, αυτά τα χρήματα; Η ING σημειώνει ότι οι χώρες με τις μεγαλύτερες ανάγκες είναι η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και το Βέλγιο, ενώ στον αντίποδα η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στις αμυντικές δαπάνες. Για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι πολύ στενά και η ανάγκη εξαίρεσης των αμυντικών δαπανών από το έλλειμμα είναι δεδομένη.
Για μία ακόμα φορά αναμένεται να δοκιμαστεί η ΕΕ σε ό,τι αφορά στην αλληλεγγύη και την οικονομική της σταθερότητα, αφού είναι βέβαιο ότι θα χρειαστεί πανευρωπαϊκή χρηματοδότηση και έκδοση κοινού χρέους. Και όπως πάντα, αξιοποιούνται όλα τα διαθέσιμα εργαλεία πριν φτάσουμε στη λύση της αμοιβαιοποίησης των κινδύνων. Σε πρώτη φάση, η Ευρώπη προσπαθεί να βάλει… στο παιχνίδι την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η οποία είτε θα χρηματοδοτήσει τον αμυντικό κλάδο, είτε θα εκδώσει «αμυντικά ομόλογα». Είναι μία λύση που δεν στερείται προκλήσεων, καθώς η ΕΕ αφενός πρέπει να αλλάξει σκοπό και αφετέρου δεν θέλει να θέσει σε κίνδυνο την πιστοληπτική της αξιολόγηση. Ένα άλλο εργαλείο είναι ο ESM, ο οποίος διαθέτει περίπου 427 δισ. ευρώ, αλλά θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για αλλαγή του συμφώνου, διότι η αποστολή του είναι σαφής και προβλέπει την παροχή βοήθειας σε χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Κάπως έτσι φτάνουμε ξανά στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται ένα νέο πανευρωπαϊκό ταμείο, για την άμυνα αυτή τη φορά. Η δημιουργία ενός Ταμείου Άμυνας απαιτεί νέα πανευρωπαϊκή συμφωνία και φυσικά επαρκή κεφάλαια. Ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο τα διαθέσιμα κεφάλαια μπορούν να χρησιμοποιηθούν με μόχλευση, διατηρώντας ταυτόχρονα καλύτερο επιτόκιο από τις εκδώσεις κάθε χώρας. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη δομή του σχήματος σε επίπεδο εγγυήσεων, αλλά και από το πόσο γρήγορα μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία.
Μέχρι τότε, οι χώρες-μέλη θα προσπαθήσουν να καλύψουν μόνες τους τις όποιες ανάγκες και γι’ αυτό η Κομισιόν πρότεινε να ισχύσει η ρήτρα διαφυγής, η οποία θα επιτρέψει στις κυβερνήσεις να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες χωρίς να παραβιάζουν τους δημοσιονομικούς κανόνες. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα τρέχουν μεγαλύτερα ελλείμματα και οι αγορές δεν μπορούν να το παραβλέψουν. Γι’ αυτό θα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος εκτίναξης των spreads στην περίπτωση που το έλλειμμα μιας χώρας ξεφύγει από τον έλεγχο. Σε αυτό το σενάριο η ΕΚΤ θα κληθεί να… σώσει την παρτίδα, βγάζοντας από το ντουλάπι το μπαζούκα TPI και τελικά οι Ευρωπαίοι θα συμφωνήσουν στο «Ταμείο Άμυνας» για να επανέλθει η ηρεμία στις αγορές και να αποτραπεί μία νέα κρίση χρέους.