Τι κάνουν οι αγορές όταν έχουν να διαχειριστούν μία εμπόλεμη κατάσταση, σε μία περιοχή που μοιάζει με πυριτιδαποθήκη; Με 10 πτωτικές στις τελευταίες 15 συνεδριάσεις, ο κορυφαίος χρηματιστηριακός δείκτης S&P 500 αντανακλά την ανησυχία των παγκόσμιων αγορών για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.
Και λέμε την ανησυχία γιατί οι απώλειες από την ημέρα που η Χαμάς εξαπέλυσε τρομοκρατική επίθεση στο Ισραήλ, δεν υποδηλώνουν πανικό. Η ανησυχία, βέβαια, μπορεί να μετατραπεί σε πανικό εν μία νυκτί. Η διεθνής κοινότητα κρατά… την ανάσα της, ελπίζοντας να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να μη γενικευθεί ο πόλεμος.
Είναι σαφές ότι ο πόλεμος και ο κίνδυνος συμμετοχής και του Ιράν, έχουν ενισχύσει την αβεβαιότητα γύρω από τις οικονομικές και χρηματιστηριακές προοπτικές. Παρ’ όλα αυτά, στα περισσότερα σενάρια που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για την εξέλιξη των εχθροπραξιών, οι μεγαλύτερες αγορές δε φαίνεται να δέχονται ισχυρό πλήγμα. Την ίδια ώρα, τα κακά νέα συγκεκριμένα για τις αγορές είναι ότι ακόμη και στο καλό σενάριο, αυτό του τερματισμού των βομβαρδισμών από Ισραήλ, Χαμάς και Χεζμπολάχ, οι προβλέψεις κάνουν λόγο για δύσκολο δρόμο προς ένα νέο ανοδικό ράλι.
Δε θα πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι εκτός από τον πόλεμο, τα επιτόκια και τον πληθωρισμό, υπάρχει και ένας άλλο κίνδυνος στα ραντάρ των επενδυτών. Η κλιμάκωση του τεχνολογικού πολέμου ΗΠΑ - Κίνας, με φόντο την Ταϊβάν. Τα παιχνίδια που μπορούν να παιχτούν με επίκεντρο τα τεχνολογικά τσιπάκια που χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές και συσκευές τεχνητής νοημοσύνης και άλλων τεχνολογιών ίσως είναι πολύ πιο επικίνδυνα από τον κίνδυνο που έχουν προεξοφλήσει οι αγορές.
Σε κάθε περίπτωση, για μία ακόμη φορά το κλίμα έχει χαλάσει και οι αβεβαιότητες είναι περισσότερες από τους παράγοντες που ενισχύουν την αισιοδοξία. Τα πρώτα σημάδια αποστροφής κινδύνου είναι ξεκάθαρα από την ημέρα της επίθεσης της Χαμάς. Η τιμή του χρυσού, του για πολλούς κορυφαίου ασφαλούς καταφυγίου σε περιόδους αναταραχών, έχει ενισχυθεί κατά 9%, με τα futures να ξεπερνούν το επίπεδο των 2.000 δολαρίων.
Ταυτόχρονα, η τιμή του χρυσού έχει αποσυνδεθεί από τις αποδόσεις των TIPS (προστατευμένα από τον πληθωρισμό αμερικανικά ομόλογα) αλλά και από το δολάριο. Ένα άλλο ασφαλές καταφύγιο, το ελβετικό φράγκο, έχει ενισχυθεί κοντά σε ιστορικό υψηλό έναντι του ευρώ. Ο δείκτης VIX ή δείκτης φόβου, από την πλευρά του, έχει ενισχυθεί κατά περίπου 22% στο ίδιο διάστημα.
Όλα αυτά, όμως, δεν είναι σημάδια πανικού αλλά ανησυχίας. Όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές σε γεωπολιτικές κρίσεις, οι αγορές εμφανίζονται στην αρχή ανθεκτικές γιατί πολύ απλά δεν προεξοφλούν το χειρότερο σενάριο και αναμένουν τις εξελίξεις. Βέβαια, δε συνέβη το ίδιο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, διότι τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα και ήταν δεδομένο ότι θα υπήρχαν προβλήματα με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Παραδοσιακά, εξάλλου, οι τιμές της ενέργειας είναι το κανάλι μέσω του οποίου μεταδίδονται οι γεωπολιτικοί φόβοι στις διεθνείς αγορές.
Η ρωσική εισβολή οδήγησε σε άνοδο τις τιμές της ενέργειας, εξέλιξη που συνέβαλε στην πτώση των τιμών ομολόγων και μετοχών την περσινή χρονιά, κυρίως αναγκάζοντας τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι θα το έκαναν, αφού η ενεργειακή κρίση είχε ξεκινήσει και πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία. Τα τεράστια προβλήματα αναφορικά με την προμήθεια πετρελαίου και φυσικού αερίου που αντιμετώπισε η Ευρώπη οδήγησαν σε μεγάλη πτώση τα ευρωπαϊκά assets (μετοχές, ευρώ κλπ).
Οι ειδικοί εκτιμούν πως για να φτάσουμε σε επίπεδο πανικού, ανάλογου με της περίοδο μετά τη ρωσική εισβολή θα πρέπει να γενικευτεί ο πόλεμος και να εμπλακεί το Ιράν. Σε αυτό το σενάριο οι προβλέψεις θέλουν το Brent να ξεπερνάει εύκολα σε πρώτη φάση τα 100 δολάρια και να ξεπερνάει ακόμη και τα 150 δολάρια. Το φυσικό αέριο μπορεί σε πρώτη φάση να φτάσει έως τα 200 ευρώ και θα μπορούσε να γράψει νέα ιστορικά υψηλά αν κλείσουν τα στενά του Ορμούζ.
Άλλα παραδείγματα γεωπολιτικών αναταράξεων που οδήγησαν σε άνοδο τις τιμές της ενέργειας και προκάλεσαν σημαντικά - αν και τις περισσότερες φορές μικρής διάρκειας – προβλήματα στις αγορές, είναι ο δεύτερος Πόλεμος του Κόλπου, οι επιθέσεις της 9ης Σεπτεμβρίου και η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ.