Οι αγορές θα τιμολογήσουν τα καλά ή τα κακά νέα;

Οι αγορές θα τιμολογήσουν τα καλά ή τα κακά νέα;

Η μικρή οπισθοχώρηση των βασικότερων διεθνών δεικτών- συμπεριλαμβανομένου και του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών- πέριξ του κινητού μέσου των 9 ημερών ή και ελαφρώς χαμηλότερα σε κάποιες περιπτώσεις, προκάλεσε νευρικότητα σε αρκετούς επενδυτές και άναψε την κουβέντα όσον αφορά την πιθανότητα μιας επικείμενης σοβαρής διόρθωσης ή όχι.

Από τεχνικής πλευράς η απόκλιση του RSI στους περισσότερους διεθνείς δείκτες υποδεικνύει εδώ και μέρες μια οπισθοχώρηση, το μέγεθος της οποίας θα εξαρτηθεί όπως έχουμε γράψει από την απώλεια ή όχι καίριων τεχνικών σημείων.

Τα επίπεδα που ανακόπτουν το momentum για να κάνουμε και μια επικαιροποίηση, είναι οι 3640 μονάδες για τον SP500, οι 13130 μονάδες για τον δείκτη DAX, ενώ για τον γαλλικό δείκτη CAC40 οι 5520 μονάδες. Μέχρι τα επίπεδα αυτά είναι αστείο να χρησιμοποιούμε τον όρο διόρθωση μετά το πρόσφατο ράλι.

Τα «ζόρια» όμως θα αρχίσουν σε περίπτωση που η μητέρα των αγορών χάσει τη ζώνη των 3476-3540 μονάδων, ο DAX τις 12860 μονάδες και ο CAC τις 5374 μονάδες.

Αφού ξεκαθαρίσαμε την τεχνική εικόνα, ας δούμε ποιές είναι οι βασικές ειδήσεις που μπαίνουν εκατέρωθεν της ζυγαριάς των ταύρων και των αρκούδων και τι βαρύτητα έχει η κάθε μία από αυτές.

Το κυρίως καύσιμα παραμένουν άφθονα από ΕΚΤ και Σύνοδο Κορυφής

Οι αγορές συνεχίζουν της στήριξης των Κεντρικών Τραπεζών όπως απέδειξε και η χθεσινή συνεδρίαση της ΕΚΤ.

Οι εμβολιασμοί μπορεί να ξεκίνησαν, αλλά το πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης λόγω πανδημίας (PEPP) όχι μόνο διατηρείται, αλλά αυξάνεται κατά 500 δισεκατομμύρια ευρώ και φτάνει πλέον στα 1,85 τρισ, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές συνέπειες των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης.

Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αγοράζει κρατικά και εταιρικά ομόλογα, η χρονική διάρκεια του προγράμματος επεκτείνεται κατά εννέα μήνες, δηλαδή μέχρι τον Μάρτιο του 2022, ενώ δεν αποκλείεται νέα παράταση.

Αν και η τελευταία φράση προβλημάτισε σαφέστατα τους πιο συντηρητικούς επενδυτές, μιας και έρχεται σε μια έμμεση σύγκρουση με τη διάχυτη αισιοδοξία ότι οι εμβολιασμοί θα επαναφέρουν την οικονομική δραστηριότητα εκτινάσσοντας τις οικονομίες, η Κριστίν Λαγκάρντ για άλλη μια φορά έδωσε γη και ύδωρ για τις εθισμένες στην εκτύπωση χρήματος αγορές: «Στόχος μας είναι να μειώσουμε την αβεβαιότητα και να ενισχύσουμε την εμπιστοσύνη τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους επενδυτές».

Προεξοφλημένη μεν, αλλά άκρως απαραίτητη για την αποφυγή ενός βίαιου sell off η εγγύηση της Κριστίν Λαγκάρντ ότι η ΕΚΤ είναι εδώ, με την υποστηρικτική της πολιτική διαθέσιμη για όσο χρειαστεί.

Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε επίσης να παρατείνει την επανεπένδυση των ποσών κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτώνται στο πλαίσιο του PEPP κατά τη λήξη τους, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2023.

Φυσικά θα συνεχιστεί και η διενέργεια καθαρών αγορών στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme - APP) με ύψος 20 δισ. ευρώ μηνιαίως, ενώ η κεντρική τραπεζίτης υπενθύμισε ότι θα συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά από την εξόφληση τίτλων αποκτηθέντων στο πλαίσιο του APP κατά τη λήξη τους για παρατεταμένη χρονική περίοδο, μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.

Αποφάσισε επίσης να προσφέρει τέσσερις πρόσθετες έκτακτες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης λόγω πανδημίας (pandemic emergency longer-term refinancing operations – PELTRO) το 2021, ενώ χαλαρώνει περαιτέρω τις προϋποθέσεις αποπληρωμής για τα δάνεια που έχουν ήδη χορηγηθεί. Επίσης η διευκόλυνση repo του Ευρωσυστήματος για τις κεντρικές τράπεζες (EUREP) και όλες οι προσωρινές γραμμές swap και repo με κεντρικές τράπεζες εκτός ζώνης ευρώ θα παραταθούν έως τον Μάρτιο του 2022.

Μέσα στο ίδιο πνεύμα και οι ανακοινώσεις για αμετάβλητα επιτόκια μεν , χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα περαιτέρω μειώσεων δε, ενώ η ΕΚΤ ταυτόχρονα αναβάθμισε προς το ευνοϊκότερο τους όρους της τρίτης σειράς στοχευμένων πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III), προνοώντας όμως οι αναπροσαρμοσμένοι όροι δανεισμού να καταστούν διαθέσιμοι μόνο σε εκείνες τις τράπεζες που διατηρούν υψηλά τους στόχους για την χορήγηση δανείων.

Ακόμα πιο σημαντικές όμως από τις προεξοφλημένες ανακοινώσεις της EKT ήταν οι βραδινές ανακοινώσεις για επίτευξη συμφωνίας στη Σύνοδο Κορυφής των 27 ηγετών των κρατών-μελών της ΕΕ για τον Προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2021-2027) και το Ταμείο Ανάκαμψης, αθροιστικού όγκου 1,8 τρισ. ευρώ.

Όπως δήλωσε o πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ: «Τώρα μπορούμε να αρχίσουμε την εφαρμογή τους και να αναστηλώσουμε τις οικονομίες μας. Το ιστορικό πακέτο ανάκαμψης θα δώσει ώθηση τόσο στην πράσινη όσο και στην ψηφιακή μας μετάβαση».

Εν ολίγοις, η πλάτη της ΕΚΤ όχι μόνο παραμένει, αλλά αποκτάει τον χαρακτήρα ενός πραγματικού τείχους, ενώ οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μετά την χθεσινή Σύνοδο έρχονται να δυναμώσουν το τείχος αυτό, προκειμένου να στηριχθούν οι επενδύσεις και η απασχόληση.

Καύσιμα υπάρχουν αλλά ο δρόμος παραμένει ανώμαλος και ομιχλώδης

Η αλήθεια είναι όμως ότι χτες είχαμε ένα μωσαϊκό καλών, αλλά και κακών ειδήσεων.

Με την κλεψύδρα για μια συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης - Ηνωμένου Βασιλείου να έχει φτάσει σχεδόν στο μηδέν, το σενάριο να μην καταφέρουν οι δύο πλευρές να συμφωνήσουν στους όρους που θα διέπουν την εμπορική τους σχέση στη μετά -Brexit εποχή ενισχύεται.

Η βρετανική κυβέρνηση έκανε λόγο για «πολύ μεγάλα κενά», ενώ η πρόεδρος της Κομισιόν σημείωσε ότι οι δύο πλευρές «είναι ακόμα πολύ μακριά».

Το χειρότερο από όλα είναι ότι η πορεία των συνομιλιών καταδεικνύει ότι ο Βρετανός Πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον, δείχνει περισσότερο έτοιμος για τον κίνδυνο αφύπνισης του βορειο-ιρλανδικού προβλήματος, παρά να αναλάβει το πολιτικό κόστος μιας συμφωνίας.

Περνώντας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τα απογοητευτικά στοιχεία για την αγορά εργασίας των ΗΠΑ αποκαλύπτουν το σφυροκόπημα της αμερικανικής οικονομίας από την επιδημία Covid-19.

Οι αιτήσεις για επίδομα ανεργίας αυξήθηκαν κατά 137.000 στις 853.000 την περασμένη εβδομάδα, ενώ οι αναλυτές προέβλεπαν ότι θα διαμορφωθούν στις 730.000.

Αυτό που προβληματίζει όμως περισσότερο είναι ότι δεδομένων των τελευταίων στοιχείων, πιθανότατα θα δούμε περαιτέρω αύξηση στον αριθμό των Αμερικανών που λαμβάνουν επίδομα τις προσεχείς εβδομάδες.

Την ίδια στιγμή το Κογκρέσο αδυνατεί να καταλήξει σε συμφωνία για ένα νέο και γενναίο πακέτο τόνωσης της αμερικανικής οικονομίας και υποστήριξης της εργασίας.

Στο Κογκρέσο ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Γερουσίας Μιτς Μακόνελ δήλωσε ότι θέλει το πακέτο οικονομικής στήριξης να περάσει χωρίς νομική αμνηστία για τις επιχειρήσεις και χωρίς ελάφρυνση για τις πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις, με τον επικεφαλή της μειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σούμερ να απορρίπτει ευθέως την πρόταση του. Άλλη μια περίπτωση που η πολιτική σκηνή δεν καταφέρνει να ανταπεξέλθει στις ιδιαίτερες απαιτήσεις της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου που διανύουμε.

Μια περιόδου που παρά το γεγονός ότι η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική προσανατολίζεται στο να είναι όσο πιο υποστηρικτική γίνεται, εντούτοις δεδομένης της διάρκειας της υγειονομικής κρίσης, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος να αρχίσουμε να ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα ευρύ φάσμα χρεοκοπιών.

Τον φόβο αυτό εξέφρασε ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών Πέτερ Αλτμάιερ, ενώ και ο Γάλλος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Μπρουνό Λε Μερ, συμπλήρωσε πως «Ξεκινά τώρα μια επικίνδυνη φάση κατά την οποία πρέπει να υποστηρίξουμε ιδιαίτερα εύθραυστους τομείς όπως είναι τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και ο πολιτιστικός και αθλητικός τομέας».

Καθώς είμαστε στην καρδιά του δεύτερου κύματος, αλλά και λίγες μόνο μέρες πριν την λήξη μιας επεισοδιακής μεν χρονιάς αλλά εξαιρετικών αποδόσεων για τον επενδυτικό κόσμο, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα τιμολογηθεί το ετερόκλητο αυτό μωσαϊκό ειδήσεων από τις αγορές.

[email protected]

Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.