Οι μεγάλες προκλήσεις και οι κίνδυνοι για τρεις σημαντικούς παίκτες
Shutterstock
Shutterstock
Αυτοκινητοβιομηχανία

Οι μεγάλες προκλήσεις και οι κίνδυνοι για τρεις σημαντικούς παίκτες

Χωρίς αμφιβολία, το 2025 αποτελεί μία κομβική χρονιά για την παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία. Οι διεθνείς εξελίξεις στον τομέα, με τις κινεζικές βιομηχανίες να αυξάνουν συνεχώς τα μερίδιά τους, τις ευρωπαϊκές να δυσκολεύονται να ακολουθήσουν, τις ιαπωνικές να έχουν βρει σανίδα σωτηρίας στα υβριδικά αυτοκίνητα είναι ούτως ή άλλως πολύ ενδιαφέρουσες.

Το ίδιο και οι εξελίξεις στις ΗΠΑ, όπου η κυριαρχία της Tesla στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα δεν έχει απειληθεί ακόμα και πολλές φιλόδοξες νέες επιχειρήσεις τα έχουν βρει σκούρα. Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ κάνει τα πράγματα ακόμα πιο ενδιαφέροντα, καθώς ετοιμάζεται να αλλάξει ριζικά την κρατική πολιτική στον τομέα των ηλεκτρικών αυτοκινήτων και απειλεί με επιβολή πολύ υψηλών δασμών τα εισαγόμενα αυτοκίνητα. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε το «κυνηγητό» των κινεζικών αυτοκινήτων από τις ΗΠΑ και, σε μικρότερο βαθμό, την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η αμερικανική General Motors (GM NYSE), η επίσης αμερικανική Rivian (RIVN NASDAQ) και η σουηδική αλλά υπό κινεζικό έλεγχο Volvo Cars (VOLCAR-B STOCKHOLM) είναι τρεις εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους εταιρείες, οι οποίες έχουν να αντιμετωπίσουν ένα πλήθος προκλήσεων που σίγουρα πονοκεφαλιάζουν τις διοικήσεις τους. Μία γρήγορη ματιά στα τελευταία νέα τους μας δίνει μία αρκετά καλή εικόνα για το τι αντιμετωπίζουν τα στελέχη και οι εργαζόμενοι αυτών των επιχειρήσεων.

Η General Motors παραμένει η μεγαλύτερη αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία από πλευράς πωλήσεων και είναι εξαιρετικά κερδοφόρα τα τελευταία χρόνια. Το 2024 ήταν μία καλή χρονιά, παρά το γεγονός πως κατέγραψε σημαντικές ζημιές από τις φθίνουσες κινεζικές δραστηριότητές της και αναγκάστηκε να «σκοτώσει» το πρόγραμμα Cruise με τα αυτόνομα αυτοκίνητα χάνοντας επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τα κέρδη ανά μετοχή σημείωσαν ιστορικό ρεκόρ στα 10,60 δολάρια, οι πωλήσεις πήγαν πολύ καλά χωρίς τη χρήση υπερβολικών εκπτώσεων, όπως έκαναν άλλες εταιρείες και οι πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων επιτέλους άρχισαν να ανεβαίνουν και έφθασαν στις 190.000 για όλη τη χρονιά.

Μαζί με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων για το 2024, η εταιρεία ανακοίνωσε την Τρίτη το πρωί τις εκτιμήσεις της για το 2025, οι οποίες ήταν ανώτερες αυτών που είχαν κάνει οι χρηματιστηριακοί αναλυτές της Wall Street. Παρόλα αυτά όμως, η μετοχή της εταιρείας καταποντίστηκε και οι πωλήσεις την έστειλαν στο -10%. Τι έφταιξε; Πολύ απλά το γεγονός πως οι εκτιμήσεις της διοίκησης για το 2025 είχαν γίνει με την υπόθεση πως δεν θα γίνουν αλλαγές στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Δηλαδή, με την προϋπόθεση πως ο πρόεδρος Τραμπ δεν θα επιβάλλει νέους δασμούς και δεν θα καταργήσει τις επιδοτήσεις προς τους καταναλωτές για την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων.

Αυτό δεν άρεσε καθόλου στους επενδυτές, οι οποίοι προφανώς δεν πιστεύουν πως τα πράγματα θα παραμείνουν ίδια. Όπως διαβάσαμε στο Barron’s οι επενδυτές που προχώρησαν σε μαζικές πωλήσεις θεωρούν πως αν ο Αμερικανός πρόεδρος επιβάλει υψηλούς δασμούς σε ό,τι εισάγεται από τον Καναδά και το Μεξικό, το κόστος παραγωγής των αυτοκινήτων της GM θα αυξηθεί κατά πολύ, θα πλήξει τα κέρδη της και τις ταμειακές ροές και θα την αναγκάσει να σταματήσει το γιγάντιο πρόγραμμα αγοράς ιδίων μετοχών που έχει ξεκινήσει από το τέλος του 2023 και έχει δώσει ώθηση στην τιμή της μετοχής.

Με λίγα λόγια, παρότι η GM είναι αμερικανική εταιρεία, πουλάει αυτοκίνητα κυρίως στις ΗΠΑ και τα κατασκευάζει εκεί και στις διπλανές χώρες, δηλαδή το Μεξικό και τον Καναδά, στο μυαλό των επενδυτών βρίσκεται κυριολεκτικά στο έλεος των δασμών και του προέδρου Τραμπ. Και το χειρότερο, δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει για να αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση.

Η Rivian είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αμερικανική εταιρεία που κατασκευάζει μόνο ηλεκτρικά αυτοκίνητα, με τεράστια διαφορά πίσω από την Tesla (TSLA NASDAQ). Όπως και όλες οι άλλες σαν και αυτήν, δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις που έδωσε στους επενδυτές όταν μπήκε στο χρηματιστήριο το 2021 αντλώντας σχεδόν 20 δισεκατομμύρια δολάρια. Η αύξηση του κόστους παραγωγής, η απορρύθμιση των εφοδιαστικών αλυσίδων και η αδυναμία της να ξεπεράσει γρήγορα τα προβλήματα στη γραμμή παραγωγής του εργοστασίου της την έριξαν εντελώς έξω από τους στόχους της και την ανάγκασαν να αναζητήσει νέα κεφάλαια και να καθυστερήσει την κατασκευή του δεύτερου εργοστασίου της.

Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ πρόσθεσε ένα νέο πρόβλημα σε όλα τα άλλα. Την πιθανή κατάργηση των επιδοτήσεων προς τους αγοραστές των αυτοκινήτων της. Μπροστά σε αυτή την απειλή, η Rivian προσπάθησε να κινηθεί εγκαίρως και τον περσινό Νοέμβριο σύναψε μία πολύ σημαντική συμφωνία με τη γερμανική Volkswagen. Οι δύο εταιρείες δημιούργησαν μία κοινή επιχείρηση με αντικείμενο όχι την παραγωγή αυτοκινήτων, αλλά τη «στέγαση» της τεχνολογίας που έχει αναπτύξει η εταιρεία. Σε αντάλλαγμα, η Rivian εξασφάλισε κεφάλαια σχεδόν 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τα επόμενα χρόνια και ίσως και σημαντικά νέα έσοδα από την πώληση της τεχνολογίας αυτής σε άλλες αυτοκινητοβιομηχανίες. Οι πρώτες ενδείξεις είναι θετικές.

Σύμφωνα με άρθρο του Reuters από την 25η Ιανουαρίου, ανώτατος αξιωματούχος της Rivian δήλωσε πως ήδη υπάρχει μεγάλη ζήτηση από αρκετές παραδοσιακές αυτοκινητοβιομηχανίες για την τεχνολογία της εταιρείας, καθώς οι ίδιες δεν έχουν καταφέρει ακόμα να κάνουν σημαντική πρόοδο στον τομέα. Αν τα πράγματα έχουν όντως έτσι, δεν αποκλείεται η εταιρεία να βρήκε την ασπίδα της απέναντι στους κινδύνους της εποχής, εκμεταλλευόμενη την τεχνολογική υστέρηση των παραδοσιακών αυτοκινητοβιομηχανιών στον τομέα των ηλεκτρικών αυτοκινήτων.

Η Volvo Cars είναι θεωρητικά μία σουηδική εταιρεία, καθώς έχει την έδρα της στη χώρα όπου γεννήθηκε αλλά στην πραγματικότητα ελέγχεται από τον Κινέζο βιομήχανο Li Shufu, βασικό μέτοχο του ομίλου Geely. Αυτό αποτελεί ήδη ένα σημαντικό εμπόδιο για τη δραστηριοποίηση της εταιρείας στις ΗΠΑ, όπου πραγματοποιεί περίπου το 16% των ετήσιων πωλήσεων της και έχει και ένα εργοστάσιο στην πολιτεία της Νότιας Καρολίνας.

Το πρόβλημα που δημιουργεί η κινεζική ιδιοκτησία και το γεγονός πως τα αυτοκίνητά της εταιρείας χρησιμοποιούν εξαρτήματα από Κινέζους προμηθευτές και – σε σημαντικό βαθμό – κινεζικό λογισμικό και τεχνολογία είναι διπλό. Νόμος που ήδη πέρασε η απελθούσα κυβέρνηση απαγορεύει την πώληση, από το 2027 και μετά, αυτοκινήτων που χρησιμοποιούν υψηλή τεχνολογία από την Κίνα, για λόγους εθνικής ασφαλείας. Αυτό είναι πολύ πιθανόν να ισχύσει ακόμα και για τα αυτοκίνητα που παράγει η εταιρεία στο αμερικανικό της εργοστάσιο.

Από την άλλη μεριά, για τα αυτοκίνητα που παράγει στην Ευρώπη και στέλνει στις ΗΠΑ, σύντομα θα ισχύσουν δασμοί της τάξης του 100%, σύμφωνα με νόμο της κυβέρνησης Μπάιντεν. Αν δεν καταφέρει να πείσει την κυβέρνηση Τραμπ πως οι παραπάνω νόμοι δεν πρέπει να εφαρμοστούν στην ίδια, η Volvo Cars κινδυνεύει να μείνει εντελώς έξω από την αμερικανική αγορά, κάτι που θα αποτελεί πολύ σοβαρό πλήγμα για αυτήν. Όπως αναφέρει στο Bloomberg ο αρθρογράφος Chris Bryant, αν η κυβέρνηση Τραμπ δεν πεισθεί από τα επιχειρήματα της διοίκησης της Volvo Cars και από το γεγονός πως έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό συνεργασίες με αμερικανικές τεχνολογικές επιχειρήσεις, τότε η μοναδική λύση που θα απομείνει στον δισεκατομμυριούχο Κινέζο βασικό της μέτοχο θα είναι η πώληση της σε κάποια δυτική, ίσως αμερικανική επιχείρηση.

Κάτι δηλαδή σαν τη λύση που προωθεί ήδη ο Αμερικανός πρόεδρος στην περίπτωση του κοινωνικού δικτύου TikTok. Όπως και να έχει το πράγμα, φαίνεται πως η παρουσία της ιστορικής αυτοκινητοβιομηχανίας στις ΗΠΑ βρίσκεται στα χέρια του Αμερικανού προέδρου.

Και οι τρεις εταιρείες που είδαμε σήμερα αντιμετωπίζουν σύνθετα προβλήματα με πολλές άγνωστες παραμέτρους, με κοινό παρονομαστή την εξάρτησή τους από τις αποφάσεις των αμερικανικών κυβερνήσεων. Σε παρόμοια θέση βρίσκονται πρακτικά σχεδόν όλες οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες του κόσμου, οι οποίες περιμένουν να μάθουν μέσα στο επόμενο διάστημα τους νέους κανόνες του παιχνιδιού.

Όταν ο πρόεδρος πάρει τις αποφάσεις του, ίσως να μπορέσουν οι επενδυτές να εκτιμήσουν καλύτερα τον πραγματικό κίνδυνο για κάθε εταιρεία. Μέχρι τότε, οι περισσότεροι από εμάς θα συνεχίσουν να βρίσκονται στο σκοτάδι.