Οι χρηματιστηριακές αγορές έχουν αποδείξει ότι ξεπερνούν τις αντιξοότητες, ότι είναι πιο ισχυρές από τις κρίσεις και ότι μετά από κάθε κραχ κατακτούν νέα υψηλά επίπεδα τιμών. Γενικότερα οι αγορές παρουσιάζουν διαχρονικά μια σημαντική ανθεκτικότητα απέναντι σε γεγονότα και καταστάσεις, που σπέρνουν τον φόβο και τον πανικό στην οικονομία και την κοινωνία.
Και δεν αναφερόμαστε μόνο σε εξωγενείς παράγοντες των αγορών, αλλά και σε ενδογενείς. Και όταν λέμε ενδογενείς, εννοούμε παράγοντες του ευρύτερου χρηματοοικονομικού πυρήνα. Για παράδειγμα, οι εκτιμήσεις στις οποίες είχαν προβεί πέρσι τέτοια εποχή οι ιθύνοντες της Fed και οι ισχυρότεροι χρηματιστηριακοί παράγοντες για το ύψος των επιτοκίων, έχουν διαψευστεί πανηγυρικά.
Συγκεκριμένα οι τραπεζίτες της Fed εκτιμούσαν πριν από 12 μήνες ότι το ανώτερο όριο των επιτοκίων θα ήταν το 5,25% και ότι θα καταγραφόταν τον Δεκέμβριο του ’23, ενώ οι χρηματιστηριακοί αναλυτές εκτιμούσαν ότι θα ήταν το 5,00% που θα αποφασιζόταν τον Σεπτέμβριο του ’23. Αμφότερες οι πλευρές ατύχησαν στις προβλέψεις τους.
Η δεύτερη σημαντική διάψευση έρχεται από το ύψος των σημερινών επιτοκίων. Και πάλι τον Φεβρουάριο του ’23, οι επιτελείς της Fed υπολόγιζαν ότι τον Φεβρουάριο του ’24 το επιτόκιο θα ήταν στο 4,50%, ενώ η χρηματιστηριακή αγορά εκτιμούσε ότι θα είχε υποχωρήσει στο 4,00%.
Δηλαδή κατά τη διάρκεια του τελευταίου δωδεκαμήνου, οι χρηματιστηριακές αγορές βασίζονταν πάνω σε εκτιμήσεις και προσδοκίες που εκ του αποτελέσματος διαψεύστηκαν. Το επιτόκιο της Fed βρίσκεται σήμερα υψηλότερα από τις προβλέψεις πάνω στις οποίες είχαν «ποντάρει» οι αγορές. Κατά 100 μονάδες βάσης όσον αφορά τους υπολογισμούς της Fed και κατά 150 μονάδες βάσης σε σχέση με τις εκτιμήσεις των χρηματιστηριακών οίκων. Και η διαφορά δεν είναι μικρή.
Οπότε λογικά θα περιμέναμε οι αγορές να έχουν υποχωρήσει, αφού έχουν διαψευσθεί οι θετικές προσδοκίες όσον αφορά το επιτοκιακό περιβάλλον. Ωστόσο, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι χρηματιστηριακοί δείκτες της Wall Street καταγράφουν αδιάκοπα νέες υψηλές τιμές. Μα δεν είναι παράδοξο, με βάση όλα όσα έχουμε διαβάσει στα βιβλία των οικονομικών, να βρίσκονται στο ζενίθ ταυτόχρονα, τόσο τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών, όσο και οι τιμές των μετοχών; Ναι, είναι. Οπότε, καλωσορίσατε στο μαγικό κόσμο των αγορών.
Είναι φανερό ότι οι τιμές των μετοχών όχι μόνο έχουν απορροφήσει με ανώδυνο τρόπο τη διάψευση των κυρίαρχων προβλέψεων που επικρατούσαν στην αγορά από τον Φεβρουάριο το 2023, αλλά ταυτόχρονα προεξοφλούν τη δυναμική, που θα εμφανιστεί στις αγορές μέσω της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων. Οι επενδυτές πιστεύουν ότι η μάχη της Fed κατά του πληθωρισμού έχει ήδη κερδηθεί. Επομένως, αντέχουν να περιμένουν ακόμα και με μια σημαντική καθυστέρηση, τη δρομολόγηση της μείωσης των επιτοκίων.
Με τον ίδιο τρόπο οι αγορές ξεπέρασαν την ρωσική εισβολή και το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, τη μεγάλη αναταραχή στον διεθνή τραπεζικό τομέα από την κρίση των περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ, την κατάρρευση της Credit Suisse στην Ευρώπη και τώρα ξεπερνούν τους φόβους που έρχονται από την βραδεία ανάπτυξη της Κινεζική οικονομίας, από την ανησυχία που εξαπλώνεται από τη Μέση Ανατολή και την Ερυθρά Θάλασσα, από την υποβόσκουσα ενεργειακή κρίση, από την αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων και την πιθανολογούμενη έκρηξη της κρίσης χρέους των περιφερειακών οικονομιών.
Οι αγορές δεν είναι ένας απρόσωπος μηχανισμός. Είναι ο χώρος συνάντησης των επενδυτών με τις επιχειρήσεις. Ο χώρος συνάντησης των κεφαλαίων με την πραγματική οικονομία. Τα κεφάλαια δείχνουν να μην πτοούνται από τις κινδύνους. Ίσα - ίσα που οι επενδυτές διακατέχονται σήμερα αφ’ ενός από τον ενθουσιασμό για την αναμενόμενη πτώση των επιτοκίων και εφ’ ετέρου από την αγωνία να μην βρεθούν έξω από το πάρτι των χρηματιστηρίων.
Διότι δεν υπάρχουν σύμφωνα με τους ίδιους, εναλλακτικές επιλογές πέραν των χρηματιστηρίων. Δεν αρκεί η υποψία για ύφεση, ή ο φόβος για μια γεωπολιτική κρίση, για να τρομάξουν οι επενδυτές και απομακρύνουν τα κεφάλαια τους από τα χρηματιστήρια.
Άλλωστε ποιος από όλους τους μεγάλους επενδυτικούς οίκους που δραστηριοποιούνται στα χρηματιστήρια θα επιλέξει να αυτοπυροβοληθεί, ρευστοποιώντας μέρος των μετοχών που κατέχουν στα χαρτοφυλάκια τους; Κάτι που θα οδηγούσε στην αυτόματη υποτίμηση του συνόλου του ενεργητικού τους;
Ποιος διαχειριστής θα επιλέξει να πάει κόντρα στο κλίμα της Wall Street, τη στιγμή που το 75% των εταιρειών του δείκτη S&P 500, ανακοινώνει αποτελέσματα υψηλότερα των εκτιμήσεων των χρηματιστηριακών αναλυτών; Και που θα τοποθετήσουν τα κεφάλαια τους; Τι αποδόσεις θα διεκδικήσουν; Ειδικά σε μια εποχή που οι συγκρίσεις ανάμεσα στις αποδόσεις των διαχειριστών χαρτοφυλακίων, αποτελούν το βασικό κριτήριο επιλογής για την τοποθέτηση των κεφαλαίων των ιδιωτών και θεσμικών επενδυτών.
Τότε από τι κινδυνεύουν τα νέα υψηλά επίπεδα των χρηματιστηρίων; Μόνο από την παρατεταμένη κερδοσκοπική μανία και ακραία αγελαία συμπεριφορά των μικροεπενδυτών, που μπορεί απότομα να ανατραπεί. Μέσα από το αυτό το πρίσμα, αρκετοί συντηρητικοί γκουρού των αγορών, παρομοιάζουν τις σημερινές τάσεις με τις αντίστοιχες που είχαν εμφανιστεί σε προηγούμενα ράλι, όπως ήταν το «dot com» και το «nifty fifty». Ανοδικά ράλι που είχαν ακολουθηθεί από υποχωρήσεις των χρηματιστηριακών δεικτών της τάξης του 50% και του 60%.