Παρά το γεγονός πως κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητα λογικό, πριν την αρχή κάθε χρόνου συνηθίζουμε να αφιερώνουμε αρκετό χρόνο στην προσπάθεια διαμόρφωσης της επενδυτικής μας στρατηγικής για το νέο έτος. Από τη στιγμή όμως που το κάνουν όλοι, αυτή η διαδικασία έχει τη χρησιμότητά της.
Έτσι και τώρα λοιπόν, με την είσοδο του 2024, έχει έρθει η ώρα για να δούμε αν πρέπει να αλλάξουμε κάτι σε σχέση με το 2023 και να αποφασίσουμε προς τα που θα πρέπει να ρίξουμε το επενδυτικό μας βάρος. Καθώς οι διαφορετικές μεταξύ τους απόψεις μας βομβαρδίζουν ασταμάτητα από τις σελίδες του διαδικτύου, τις τηλεοπτικές οθόνες και τον οικονομικό Τύπο, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να θυμηθούμε πως στόχος μας δεν είναι να ξεπεράσουμε τους διάσημους διαχειριστές των hedge funds και να λάβουμε πρόσκληση να μιλήσουμε στο Bloomberg.
Ο στόχος μας είναι να θέσουμε στον εαυτό μας τις σωστές ερωτήσεις και ανάλογα με τις απαντήσεις να πάρουμε τις αποφάσεις μας με βάση τις ανάγκες μας, τις οικονομικές δυνατότητές μας και φυσικά την αντοχή μας στον κίνδυνο.
Η πρώτη και σημαντικότερη ερώτηση, ακριβώς όπως τη διαβάσαμε προ πολλών ετών σε ένα αγαπημένο μας βιβλίο, είναι η εξής: «is this a bull or a bear market? (βρισκόμαστε σε ανοδική ή καθοδική αγορά;)». Η ερώτηση αυτή δεν είναι ανάγκη να αναφέρεται μόνο συνολικά στις αγορές μετοχών, ομολόγων, εμπορευμάτων, ακίνητης περιουσίας, κ.α. αλλά και σε επιμέρους κλάδους τους.
Η απάντηση σε αυτή την, επενδυτικά θεμελιώδη, ερώτηση, σε συνδυασμό με την απάντηση σε κάποιες άλλες πολύ σημαντικές, όπως αυτή για την πορεία των επιτοκίων και αυτή για την εξέλιξη των γεωπολιτικών πραγμάτων ανά τον κόσμο, οφείλουν να αποτελούν τη βάση των επενδυτικών αποφάσεων.
Ξεκινώντας από τη βασικότερη χρηματιστηριακή αγορά στον κόσμο, η οποία επηρεάζει αρκετά και τις υπόλοιπες, δηλαδή την αμερικανική, πρέπει να ομολογήσουμε πως η πλειοψηφία των ειδικών που ακούγονται στα διεθνή μέσα ενημέρωσης δείχνει να μην ανησυχεί πολύ για την πορεία της αγοράς στο 2024.
Ειδικά μετά την παραδοχή της Fed πως η αύξηση των επιτοκίων για την καταπολέμηση του πληθωρισμού έχει φθάσει στο αποκορύφωμά της και την εκτίμησή της πως ούτε η οικονομία θα περάσει σε ύφεση ούτε η ανεργία θα αυξηθεί σημαντικά την επόμενη διετία. Αν κάποιος συμφωνεί με αυτά, λογικά θα θέλει να έχει στα χέρια του αμερικανικές μετοχές. Αν αυτές θα ανήκουν κυρίως στον χώρο της τεχνολογίας και ειδικότερα σε ό,τι έχει σχέση με την τεχνητή νοημοσύνη, με βάση την πολύ επιτυχημένη συνταγή του 2023, είναι μία άλλη υπόθεση.
Η αναζήτηση μετοχών εταιρειών που «έχουν μείνει πίσω» αλλά παρουσιάζουν ποιοτικά χαρακτηριστικά είναι πάντα μία χρήσιμη διαδικασία. Πολύ θετικές είναι και οι εκτιμήσεις των ειδικών, εγχώριων και διεθνών, για τη δική μας χρηματιστηριακή αγορά, η οποία έκλεψε για μία ακόμα φορά την - διεθνή -παράσταση. Ο συνδυασμός των ειδικών χαρακτηριστικών της δικής αγοράς με τη γενική διεθνή εκτίμηση για υποχώρηση της πίεσης από τα επιτόκια είναι πολύ θετικός.
Όποιος επενδυτής δεν έχει κάποια βασική διαφωνία, είναι αυτονόητο πως θα πρέπει να κρατήσει τις θέσεις του στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά ή ακόμα και να τις αυξήσει. Οι επενδυτικές επιλογές εντός Ελλάδος είναι πάλι θέμα του κάθε επενδυτή. Είναι πολύ λογικό όμως να περιλαμβάνουν αρκετές από τις βασικές ποιοτικές μετοχές της αγοράς μας, όπως τις τραπεζικές, τις βιομηχανικές, όσες έχουν σχέση με την ενέργεια, τις ανερχόμενες κατασκευαστικές.
Ακούγοντας τις εκτιμήσεις των ειδικών ακούγεται αρκετά λογικό να περιμένουμε καλές αποδόσεις από αυτές και για το 2024, ενώ όποιος έχει όρεξη για μελέτη μπορεί φυσικά να αναζητήσει και μετοχές εταιρειών που δεν έχουν περάσει ακόμα στο προσκήνιο. Βέβαια, υπάρχουν και άλλες χρηματιστηριακές αγορές εκτός από την ελληνική και την αμερικανική, και προφανώς κρύβουν ευκαιρίες για τους επενδυτές που θέλουν να ψάξουν λίγο πιο βαθιά. Αυτό όμως ξεφεύγει λίγο από τον βασικό σκοπό των σημερινών μας προβληματισμών.
Σχετικά με τις αγορές ομολόγων, αν η βασική εκτίμηση που κάνουν αυτή την περίοδο οι αγορές σχετικά με την πορεία των επιτοκίων στις δυτικές χώρες αποδειχθεί σωστή, είναι λογικό να δούμε την συνέχιση της καλής πορείας των ομολόγων που ξεκίνησε από τα μέσα του Οκτωβρίου μέσα και στο 2024.
Με τη δέουσα προσοχή όμως στη διάρκεια του κάθε ομολόγου, καθώς ο κίνδυνος γενικά είναι αυξημένος στα ομόλογα μεγαλύτερης διάρκειας. Στην περίπτωση εταιρικών ομολόγων χρειάζεται προσοχή και στο θέμα της αξιολόγησης της κάθε εταιρείας και του κλάδου δραστηριοποίησής της, καθώς η τυχόν γενικά πτωτική πορεία των επιτοκίων δεν αποτελεί εγγύηση για την καλή πορεία οποιουδήποτε ομολόγου.
Η διαφαινόμενη παύση της διαδικασίας ανόδου των επιτοκίων είναι πολύ πιθανόν να κάνει αρκετούς επενδυτές να στραφούν προς τα πολύτιμα μέταλλα, καθώς τα ανοδικά επιτόκια ήταν ένας από τους βασικότερους παράγοντες που ταλαιπώρησαν τον χρυσό και το ασήμι τα τελευταία χρόνια, παρά τις συνεχείς αγορές από διάφορες κεντρικές τράπεζες και την ανησυχία από τις διάφορες αρνητικές γεωπολιτικές εξελίξεις.
Όπως πάντα, οι εκτιμήσεις γύρω από το τι θα κάνει ο χρυσός είναι ποικίλες και αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους. Αν όμως έχει όντως σταματήσει η άνοδος των επιτοκίων, η επένδυση σε πολύτιμα μέταλλα, ή (αυτή είναι λίγο πιο επικίνδυνη) η αγορά μετοχών χρυσωρυχείων, ακούγεται ως μία λογική κίνηση για όσους φοβούνται τις γεωπολιτικές εξελίξεις ή πιστεύουν πως η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τις κεντρικές τράπεζες και τα βασικά νομίσματα μπορεί να μειωθεί σταδιακά.
Σχετικά με τις επενδύσεις στην ακίνητη περιουσία, είναι γεγονός πως τα πράγματα είναι λίγο πιο μπερδεμένα από ότι στις άλλες κατηγορίες επενδύσεων, κυρίως γιατί από την φύση τους είναι υποχρεωτικά πιο μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, χωρίζονται σε πολλές κατηγορίες και απαιτούν συνήθως μεγαλύτερη εξειδίκευση από τις επενδύσεις χρηματιστηριακού χαρακτήρα. Παρά το ότι η διαφαινόμενη αποκλιμάκωση των επιτοκίων γενικά θα έχει θετικές επιπτώσεις στον τομέα αυτόν, τα προβλήματα που έχουν ήδη εμφανιστεί στις ΗΠΑ και την Ευρώπη (αφήνουμε την Κίνα απέξω) δείχνουν πως ειδικά στο real estate χρειάζεται αυξημένη προσοχή.
Στον τομέα των εμπορευμάτων, είτε μιλάμε για μέταλλα είτε για καύσιμες πρώτες ύλες είτε για αγροτικά προϊόντα, η διατύπωση μιας, πολύ γενικής έστω, εκτίμησης για τις προοπτικές τον νέο χρόνο δεν έχει πολύ νόημα, παρά το ότι η πιθανολογούμενη πτώση του δολαρίου αν αρχίσει η μείωση των επιτοκίων είναι πολύ πιθανόν να έχει ευεργετικές συνέπειες για τα περισσότερα προϊόντα που διαπραγματεύονται σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων.
Νόημα έχει για όσους έχουν την εξειδίκευση για να μπορέσουν να εκτιμήσουν την πορεία του ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησης, κάτι το οποίο δεν είναι και τόσο εύκολο αφού πολύ συχνά είναι συνάρτηση αστάθμητων παραγόντων όπως οι μεταβολές των καιρικών συνθηκών, οι αποφάσεις της κινεζικής οικονομικής ηγεσίας και οι προθέσεις της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας.
Πέρα από ό,τι είπαμε παραπάνω, οι επενδυτές που έχουν όρεξη για μελέτη και ανάληψη λίγο μεγαλύτερου ρίσκου μπορούν να ασχοληθούν με ορισμένες εξειδικευμένες αναζητήσεις. Κάποιες τέτοιες είναι σχετικές με το αν έχει έρθει η ώρα για επενδύσεις σε χρηματιστηριακούς κλάδους που έχουν ταλαιπωρηθεί πολύ μέσα στο 2023.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι μετοχές που έχουν σχέση με την πράσινη ενέργεια, αυτές που ασχολούνται με την εξόρυξη λιθίου, οι μετοχές των φαρμακευτικών εταιρειών που είχαν ωφεληθεί πολύ από τις πωλήσεις των εμβολίων για την αντιμετώπιση της πανδημίας και άλλες παρόμοιες.
Για να αποφύγουμε κάθε παρεξήγηση, θέλουμε να τονίσουμε πως το γεγονός ότι πολλοί αναλυτές και παρατηρητές των αγορών έχουν μία άποψη, θετική ή αρνητική, δεν σημαίνει πως υποχρεωτικά έχουν δίκιο. Ας μην ξεχνάμε πως πριν έναν χρόνο υπήρχε μία πολύ διαδεδομένη εκτίμηση για επερχόμενες πολύ κακές χρηματιστηριακές εξελίξεις, τουλάχιστον για το πρώτο μισό του 2023, ενώ η ύφεση στις ΗΠΑ και η βαθιά ύφεση στην Ευρώπη για πολλούς ήταν απολύτως βέβαιες.
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι και δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα εξελιχθούν το 2024 σύμφωνα με τις επικρατέστερες απόψεις. Επειδή λοιπόν η απόφαση για το πως θα επενδύσουμε τα χρήματά μας πρέπει πάντα να είναι δική μας, καλό είναι να προσπαθούμε πάντα να βάζουμε το δικό μας φίλτρο πριν αρχίσουμε να απαντάμε στις βασικές ερωτήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε νωρίτερα.