Με τη βαριά βιομηχανία της να έχει χάσει την αίγλη του παρελθόντος, τη μετανάστευση να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα, τον παράγοντα Τραμπ να αλλάζει τις γεωπολιτικές και εμπορικές ισορροπίες διεθνώς και το φρένο χρέους να αποτελεί κεντρικό θέμα αντιπαράθεσης, οι Γερμανοί καλούνται να αποφασίσουν για το μέλλον τους την ερχόμενη Κυριακή. Οι εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου είναι κρίσιμες τόσο για το μέλλον της Ευρώπης όσο και για τις αγορές, αφού ο κυβερνητικός συνασπισμός που θα δημιουργηθεί θα λάβει πολύ σημαντικές αποφάσεις.
Σε μία συγκυρία που οι οικονομίες της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας απογοητεύουν, αλλά τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια εντυπωσιάζουν, οι γερμανικές εκλογές ενδέχεται να αποτελέσουν καταλύτη για τη συνέχεια. Το πρώτο δεδομένο ενόψει των εκλογών είναι ότι η οικονομική ύφεση και το μεταναστευτικό έχουν διαμορφώσει συνθήκες που δυσκολεύουν τα πράγματα για τα παραδοσιακά κόμματα, δημιουργώντας παράλληλα χώρο για άνοδο των ακροδεξιών υποψηφίων, όπως σημειώνει σε νέα της ανάλυση η JPMorgan.
Η Γερμανία αδυνατεί να αναπτυχθεί την τελευταία πενταετία (από τότε που ξέσπασε η πανδημία) και σήμερα είναι «βαρίδι» που κρατάει ολόκληρη την οικονομία της Ευρωζώνης σε στασιμότητα. Αναλυτές εκτιμούν ότι στον απόηχο των πολιτικών εξελίξεων των τελευταίων μηνών, η δημιουργία κυβερνητικού συνασπισμού δεν θα είναι μία εύκολη υπόθεση. Σύμφωνα με την JPMorgan, θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να στεφθούν από επιτυχία οι πολιτικές ζυμώσεις μετά τις εκλογές. Συνήθως, η διαδικασία διαρκεί έναν με δύο μήνες αλλά υπάρχει και το παράδειγμα του 2017, όταν χρειάστηκαν σχεδόν έξι μήνες για να καταλήξουν σε συμφωνία τα κόμματα.
Αυτό από μόνο του αποτελεί τον πρώτο σοβαρό παράγοντα ανησυχίας για τις ευρωπαϊκές αγορές, όπως συμβαίνει κάθε φορά που αυξάνεται η πολιτική αβεβαιότητα. Αν, μάλιστα, κρίνουμε από τις δημοσκοπήσεις – οι οποίες βέβαια συχνά πέφτουν έξω – οι διαπραγματεύσεις θα είναι δύσκολες, καθώς αυτή τη στιγμή προηγούνται οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU, CSU) του Φρίντριχ Μερτς με ποσοστό 29% και ακολουθεί το εθνικιστικό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) με 21%, οι Σοσιαλδημοκράτες με 16% και οι Πράσινοι με 13%, με βάση στοιχεία του Politico.
Οι αγορές θα περιμένουν να δουν κατά πόσο τα κόμματα που στηρίζουν τη δημοσιονομική μεταρρύθμιση θα εξασφαλίσουν τα δύο-τρίτα της πλειοψηφίας. Και αυτό γιατί υπάρχει ο κίνδυνος του «blocking minority», μίας συμμαχίας μικρότερων κομμάτων που θα δυσκολέψει το κυβερνητικό έργο. Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι με φόντο τα παραπάνω η νέα κυβέρνηση θα χαλαρώσει έως ένα βαθμό το φρένο χρέους για να προωθήσει αναπτυξιακά μέτρα. Εκτός και αν το AfD καταφέρει να εμποδίσει τις όποιες πρωτοβουλίες. Αυτό μπορεί να συμβεί αν συμμαχήσει για τον συγκεκριμένο σκοπό με άλλα μικρότερα κόμματα και όλοι μαζί έχουν ποσοστό άνω του 33%.
Παρά την πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο πανευρωπαϊκός Stoxx 600 έχει υπεραποδώσει του S&P 500 στο πρώτο δίμηνο του έτους, ενώ ο γερμανικός DAX έχει σημειώσει ελαφρώς καλύτερη επίδοση από τις αμερικανικές μετοχές όχι μόνο φέτος αλλά στα τελευταία 4 χρόνια της πλήρους οικονομικής στασιμότητας, τονίζει η JPMorgan. Οι αγορές, λοιπόν, δεν έχουν συγχρονιστεί με την οικονομία και αυτό ίσως λέει πολλά για τη συνέχεια.
Μελέτη του 2021 έδειξε ότι οι Γερμανοί επενδυτές τοποθετούν το 58% των assets τους σε γερμανικές μετοχές, κάτι που όπως σημειώνει η JPMorgan, παρατηρείται ευρύτερα στην Ευρώπη. Σε αυτό το πλαίσιο, η αμερικανική τράπεζα επιλέγει κλάδους που αναμένεται να αναπτυχθούν με φόντο το αβέβαιο γεωπολιτικό τοπίο και τις προσπάθειες τόνωσης της ανάπτυξης. Κλάδους στους οποίους πρωταγωνιστούν ευρωπαϊκές εταιρείες όπως των πολυτελών αγαθών (που ευνοούνται από την αμερικανική ζήτηση) αλλά και τους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας.
Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα αφορά την αντιμετώπιση της ακρίβειας και την ανάπτυξη. Το καλύτερο σενάριο για το γερμανικό ΑΕΠ δείχνει στασιμότητα ή ύφεση και το 2025 και οι προβλέψεις των ειδικών δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Η Γερμανία έχει ανάγκη τεράστια ποσά επενδύσεων και με τον Μερτς καγκελάριο δύσκολα θα δούμε να χαλαρώνει σημαντικά το «φρένο χρέους» (που περιορίζει το έλλειμμα στο 0,35% του ΑΕΠ) παρά την πολύ καλή δημοσιονομική θέση της Γερμανίας (στο 60% ο λόγος χρέους/ΑΕΠ).
Οι Χριστιανοδημοκράτες, το AfD και οι Φιλελεύθεροι τάσσονται υπέρ της διατήρησης του «φρένου χρέους», ενώ το SPD και οι Πράσινοι υποστηρίζουν τη χαλάρωση. Ο Μερτς, πάντως, δηλώνει πρόθυμος να διαπραγματευτεί πιθανή χαλάρωση με αντάλλαγμα περικοπές σε κρατικές δαπάνες και επιδόματα. Αναλυτές της γερμανικής Allianz προβλέπουν ότι ο Μερτς θα σχηματίσει κυβέρνηση με ένα ή δύο κόμματα, όπως το SPD, του Πράσινους ή/και τους Φιλελεύθερους, ενώ δεν πιστεύουν ότι τα μικρότερα κόμματα θα εξασφαλίσουν το 33% για να μπλοκάρουν νομοσχέδια.
Μία σταθερή γερμανική κυβέρνηση που θα εφαρμόσει μία φιλική προς την επιχειρηματικότητα ατζέντα θα δώσει θετικό τόνο στις ευρωπαϊκές αγορές. Η σημασία μίας τέτοιας εξέλιξης ενισχύεται αν λάβουμε υπόψη την απειλή των δασμών, προσθέτει η Allianz. Ο οίκος εκτιμά ότι θα σημειωθεί μικρή άνοδος στις αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων, με φόντο τη χαλάρωση του φρένου χρέους που θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη και θα φέρει περισσότερες εκδόσεις κρατικών τίτλων.
«Οι μετοχές που αναμένεται να ευνοηθούν είναι οι ευρωπαϊκές και κυρίως οι γερμανικές κυκλικές βιομηχανικές, καθώς θα βελτιωθεί το outlook για την ανάπτυξη της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης. Τέλος, ένα θετικό εκλογικό αποτέλεσμα (που μειώνει την αβεβαιότητα) αναμένεται να δώσει συνέχεια στην υπεραπόδοση των ευρωπαϊκών μετοχών έναντι των αμερικανικών», προσθέτει η Allianz.