Πώς οι ΗΠΑ «δένουν» την αγορά microchips
Shutterstock
Shutterstock

Πώς οι ΗΠΑ «δένουν» την αγορά microchips

Μία πολύ συνηθισμένη τα τελευταία χρόνια έκφραση είναι αυτή που λέει πως «καμία κρίση δεν πρέπει να πάει χαμένη». Στο μυαλό του Αμερικανού προέδρου και των συνεργατών του η έκφραση τροποποιείται και γίνεται «καμία επιχορήγηση δεν πρέπει να πάει χαμένη». Για την αποφυγή παρεξηγήσεων, όταν λέμε χαμένη δεν εννοούμε οικονομικά αλλά πολιτικά. Καμία επιχορήγηση δεν πρέπει να δοθεί χωρίς ταυτόχρονα να προωθείται η πολιτική του Τζο Μπάιντεν και του κόμματός του.

Αναφερόμαστε στις μεγάλες επιχορηγήσεις, συνολικού ύψους 39 δισεκατομμυρίων που προορίζονται για την ενίσχυση της βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών στις ΗΠΑ (το συνολικό «πακέτο» ενίσχυσης ανέρχεται στα 52 δισεκατομμύρια). Όπως έχουμε δει πολλές φορές στο liberal.gr, μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις του κλάδου, αμερικανικές ή μη, έχουν ήδη αποφασίσει να προχωρήσουν σε επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων στηριζόμενες σε σημαντικό βαθμό στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου Inflation Reduction Act (IRA), μέρος του οποίου αποτελεί το «πακέτο» των 52 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Οι αμερικανικές Intel (INTC NASDAQ) και Micron Technologies (MU NASDAQ) και η ταϊβανέζικη Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSM NYSE) είναι από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις που αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν αυτήν τη βοήθεια. Χθες είχαμε την ευκαιρία να δούμε από μία διαφορετική άποψη τη μεγάλη επένδυση της TSM στην Αριζόνα και τα προβλήματα που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει (TSM: Εμπόδια για τα τσιπάκια στον δρόμο προς τις ΗΠΑ | Liberal.gr).

Σήμερα θα μας απασχολήσει κάτι άλλο: οι όροι που πρόκειται να θέσουν οι αμερικανικές αρχές σε όσες επιχειρήσεις κάνουν χρήση αυτής της βοήθειας. Οι όροι αυτοί δεν είχαν ακόμα ανακοινωθεί επίσημα από την κυβέρνηση και την αρμόδια υπουργό Τζίνα Ραϊμόντο την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές αλλά είναι πολύ δύσκολο να απέχουν σημαντικά από αυτούς που περιγράφονται λεπτομερώς από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης και ειδικότερα τους New York Times οι οποίοι ήταν από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με το ζήτημα. 

Σύμφωνα λοιπόν με το ρεπορτάζ των NYT, οι κρατικές επιχορηγήσεις θα φτάσουν στα ταμεία των βιομηχανιών μικροεπεξεργαστών μόνο αν οι επιχειρήσεις αυτές αναλάβουν πλήθος δεσμεύσεων. Ένα από τα σημεία που έχει κάνει μεγάλη εντύπωση είναι αυτό που σχετίζεται με την υποχρέωση των επιχορηγούμενων με πάνω από 150 εκατομμύρια δολάρια επιχειρήσεων να εξασφαλίσουν στους εργαζόμενους στα εργοστάσια που θα κατασκευαστούν αλλά και σε αυτούς που θα τα κατασκευάσουν, την παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών παιδικής φροντίδας σε προσιτές τιμές.

Λίγο πολύ αυτό σημαίνει πως οι επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν την ανέγερση και λειτουργία κέντρων παροχής παιδικής φροντίδας, όπως π.χ. παιδικών σταθμών, κοντά στις περιοχές που θα ανεγερθούν τα εργοστάσια. Αναφερόμαστε σε ανέγερση διότι στις περιοχές που έχουν επιλεγεί υπάρχει ήδη σημαντική έλλειψη τέτοιων υποδομών, όπως άλλωστε και σε πάρα πολλές περιοχές των ΗΠΑ. Οι επιχειρήσεις θα έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν για την χρηματοδότηση της κατασκευής και της λειτουργίας αυτών των υποδομών, μέρος των χρημάτων που θα λάβουν ως επιχορήγηση.

Όπως αναφέρεται στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, η κυβέρνηση Μπάιντεν βρίσκει ευκαιρία να προωθήσει την πολιτική της σε αυτόν τον τομέα μέσω αυτής της μεθόδου γιατί δεν έχει καταφέρει να πείσει ακόμα τα μέλη του Κονγκρέσου, ακόμα και πολλούς από τους βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος, να προωθήσουν τις απαραίτητες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Εκτός από τις υποχρεώσεις σχετικά με την παιδική φροντίδα, φαίνεται πως οι επιχορηγούμενες εταιρείες θα πρέπει να βρουν τρόπους να προσελκύσουν περισσότερες γυναίκες στο εργατικό τους δυναμικό, ιδίως σε θέσεις που έχουν άμεση σχέση με την παραγωγική διαδικασία.

Προφανώς, η παροχή υπηρεσιών παιδικής φροντίδας έχει άμεση σχέση και με την προσέλκυση γυναικών εργαζομένων αλλά οι προσπάθειες των επιχειρήσεων δεν θα πρέπει να εξαντλούνται εκεί, τουλάχιστον σύμφωνα με παλαιότερες δηλώσεις της υπουργού Ραϊμόντο. 

Οι υποχρεώσεις των εταιρειών δεν θα εξαντλούνται όμως σε κοινωνικά και εργατικά θέματα αλλά θα επεκτείνονται και σε αμιγώς οικονομικά/επιχειρηματικά ζητήματα. Σύμφωνα με τους NYT, αλλά και με βάση παλαιότερες κυβερνητικές δηλώσεις, προτεραιότητα θα δοθεί στις επιχειρήσεις που θα δεσμευθούν πως δεν θα προχωρούν σε αγορές ιδίων μετοχών εφόσον λάβουν επιχορηγήσεις στα πλαίσια του προγράμματος στήριξης. Είναι γνωστή η αντιπάθεια του προέδρου και πολλών μελών της κυβέρνησης προς τη συνηθέστατη αυτή επιχειρηματική πρακτική, την οποία θα επιθυμούσαν διακαώς να απαγορεύσουν πλήρως.

Επειδή αυτό μάλλον δεν μπορεί να γίνει, ψάχνουν να βρουν αφορμές για να δυσκολέψουν τα πράγματα για τις επιχειρήσεις που το κάνουν. Βέβαια, θα είναι πολύ δύσκολο για μία επιχείρηση να δεσμευθεί πως θα σταματήσει εντελώς την αγορά ιδίων μετοχών, δεν αποκλείεται να καταλήξουμε σε ξεκάθαρες δεσμεύσεις των επιχειρήσεων πως δεν θα χρησιμοποιήσουν ούτε ένα δολάριο από τις επιχορηγήσεις για να χρηματοδοτήσουν αγορές ιδίων μετοχών. (Αυτό μπορεί όμως να είναι περιττό, αφού όπως σημειώνουν οι NYT ήδη απαγορεύεται η χρήση ομοσπονδιακών κεφαλαίων για χρηματοδότηση επαναγορών ιδίων μετοχών). 

Αυτό όμως που μας έχει κάνει μεγαλύτερη εντύπωση είναι πως οι εταιρείες θα κληθούν να μοιραστούν με το αμερικανικό δημόσιο τα μη αναμενόμενα κέρδη τους. Τι σημαίνει αυτό; Θεωρητικά, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, η κάθε εταιρεία θα κάνει λεπτομερείς προβλέψεις για τα κέρδη που εκτιμά πως θα προέλθουν από τις επενδύσεις για τις οποίες θα λάβει κρατική ομοσπονδιακή επιχορήγηση.

Όπως λένε οι NYT, αν τα κέρδη ξεπεράσουν τους υπολογισμούς της εταιρείας, τότε αυτή θα επιστρέφει ένα μέρος των παραπάνω κερδών στο δημόσιο. Το υπουργείο Εμπορίου υποστηρίζει πως με αυτόν τον τρόπο οι εταιρείες θα «ενθαρρυνθούν» να ετοιμάσουν όσο το δυνατόν πιο ακριβείς προβλέψεις για την μελλοντική τους κερδοφορία και δεν θα έχουν την δυνατότητα να εμφανίζουν σκόπιμα μειωμένα κέρδη ή και ζημιές για να ζητήσουν περαιτέρω επιχορηγήσεις. 

Πέρα από τα παραπάνω, οι επιχορηγούμενες επιχειρήσεις θα είναι υποχρεωμένες να τηρούν πολύ υψηλά επίπεδα προστασίας των εργαζομένων και θα πρέπει να δίνουν πάντα προτεραιότητα στην προμήθεια προϊόντων και υλικών αμερικανικής προέλευσης. Επίσης, θα πρέπει να σταματήσουν τις νέες επενδύσεις τους στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας σε χώρες που δεν εμπιστεύονται οι ΗΠΑ, όπως π.χ. η Κίνα, για τουλάχιστον μία δεκαετία από την λήψη της χρηματοδότησης. 

Είναι προφανές πως ο Τζο Μπάιντεν και η κυβέρνησή του προσπαθούν να πετύχουν «με έναν σμπάρο δύο τρυγόνια». Ελπίζουν πως θα βοηθήσουν την ενίσχυση της αμερικανικής βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών προωθώντας ταυτόχρονα πολιτικές επιλογές που δεν είχαν και δεν θα έχουν την ευκαιρία να τις περάσουν υπό μορφή νόμων μέσα από το Κονγκρέσο. Ανεξάρτητα από το αν τα κίνητρά τους είναι αγαθά ή όχι, πρέπει να ομολογήσουμε πως όλα αυτά μπορεί να δυσκολέψουν, ακόμα και να υπονομεύσουν, τον βασικό στόχο τους για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ σε έναν τόσο κρίσιμο τομέα.

Ούτως η άλλως, η ιστορία έχει δείξει πως όταν οι κυβερνήσεις προσπαθούν να κατευθύνουν τη βιομηχανική πολιτική ασκώντας σφιχτό έλεγχο σε αντάλλαγμα για τις οικονομικές ενισχύσεις, πολύ συχνά τα αποτελέσματα απέχουν αρκετά από τα επιθυμητά, ειδικά αν χρησιμοποιούνται ως ευκαιρία για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Το τι θα γίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έχει πολύ ενδιαφέρον αλλά μάλλον θα περάσουν αρκετά χρόνια για να μάθουμε πόσα τρυγόνια σκότωσε ο πρόεδρος.