Μία εβδομάδα απομένει για την κρίσιμη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο θα αποφασιστεί κατά πόσο θα συνεχιστούν οι μειώσεις επιτοκίων ή θα επιλεγεί μία πιο επιφυλακτική προσέγγιση, δεδομένων και των συνθηκών που επικρατούν τόσο στην οικονομία όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το Liberal, η ΕΚΤ εξετάζει διάφορα σενάρια, καθώς οι εστίες αβεβαιότητας είναι πολλές, με πρώτη φυσικά την κλιμάκωση του πολέμου στη Μέση Ανατολή αλλά και την οικονομική δυσπραγία της Ευρωζώνης.
Τα δεδομένα έχουν ως εξής: Αρχικά, το αν θα μειωθούν περαιτέρω τα επιτόκια ή όχι, εξαρτάται από την πορεία του πληθωρισμού. Οι νέες προβλέψεις που έχει στα χέρια της η Κριστίν Λαγκάρντ αναφέρουν ότι ο πληθωρισμός για το σύνολο της Ευρωζώνης θα σταθεροποιηθεί στο 2%, που είναι ο στόχος της ΕΚΤ, νωρίτερα από το αναμενόμενο και μέσα στο α’ τρίμηνο του 2025. Οι αμέσως προηγούμενες εκτιμήσεις τοποθετούσαν την εξέλιξη αυτή στο τέλος του 2025, που συνεπάγεται ότι η ΕΚΤ έχει μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας.
Επομένως, ενώ δεν θεωρείται δεδομένη η μείωση των επιτοκίων στη συνεδρίαση της ερχόμενης Πέμπτης, το επικρατέστερο σενάριο κάνει λόγο για δύο μειώσεις στις συνεδριάσεις του Οκτωβρίου και του Δεκεμβρίου, που θα στείλουν το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 3% στο τέλος του 2024.
Και κάπου εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, καθώς για μία ακόμη φορά το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ είναι χωρισμένο σε δύο κύρια «στρατόπεδα». Τα «γεράκια» (όπου ξεχωρίζουν ο Αυστριακός Χόλτσμαν και ο Ολλανδός Νοτ) ζητούν μία πιο σταδιακή μείωση των επιτοκίων, επισημαίνοντας τον κίνδυνο αναθέρμανσης του πληθωρισμού – ιδίως στην περίπτωση που εκτιναχθούν οι τιμές του πετρελαίου ως αποτέλεσμα του πολέμου στη Μ. Ανατολή. Τα «περιστέρια» από την πλευρά τους (με μπροστάρηδες τον Ιταλό Πανέτα και τον Γιάννη Στουρνάρα), επιθυμούν την ταχύτερη μείωση των επιτοκίων, έτσι ώστε να υποστηριχθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές των χωρών-μελών.
Ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα των «περιστεριών» είναι ότι η ΕΚΤ εφαρμόζει πολιτικές με βάση την πορεία του πληθωρισμού - όπου ο δομικός πληθωρισμός εξασθένησε στο 2,7% τον Σεπτέμβριο που είναι χαμηλό 5 μηνών – και όχι με βάση τις εκτιμήσεις για την εξέλιξη του πολέμου στη Μ. Ανατολή. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ εξετάζει όλα τα σενάρια, ανάλογα με τις οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις, αλλά προσανατολίζεται στη μείωση του βασικού επιτοκίου στο 2,25%.
Πετρελαϊκή κρίση: Στην περίπτωση που το Ισραήλ πλήξει πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν ή/και στην περίπτωση που το Ιράν αποφασίσει να κλείσει το Στενό του Ορμούζ, οι τιμές του πετρελαίου θα εκτιναχθούν. Το πιο αισιόδοξο σενάριο θέλει την τιμή του Brent να φτάνει πολύ γρήγορα στα 100 δολάρια/βαρέλι και να εκτοξεύεται ακόμη και σε νέα ιστορικά υψηλά, με ορισμένες προβλέψεις να το τοποθετούν ακόμα και πάνω από τα 200 δολάρια. Τα «γεράκια», λοιπόν, της ΕΚΤ θεωρούν ότι μία τέτοια εξέλιξη είναι πληθωριστική, αφού θα οδηγήσει σε απότομη αύξηση το κόστος των μεταφορών και της ενέργειας. Όμως, τα «περιστέρια» επισημαίνουν ότι την ίδια ώρα, η κρίση θα έχει και υφεσιακές επιπτώσεις και εντέλει η ΕΚΤ θα κληθεί να εφαρμόσει ξανά έκτακτα μέτρα, όπως λ.χ. συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Δημοσιονομική κρίση: Το πάθημα της Ελλάδας φαίνεται ότι δεν έγινε μάθημα και η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος μετά της Ελλάδας και της Ιταλίας, καθώς και με έλλειμμα που ακόμη και με τα μέτρα λιτότητας που ανακοινώθηκαν για το 2025, δύσκολα θα μειωθεί έως το 2027. Η δημοσιονομική κατάσταση των χωρών-μελών αποτελεί ένα ζήτημα που απασχολεί διαρκώς την ΕΚΤ, με το Παρίσι να έχει ήδη αναθεωρήσει επί τα χείρω την πρόβλεψη για το έλλειμμα του 2024 στο 5,5% του ΑΕΠ, από 4,9% προηγουμένως.
Οικονομική κρίση: Η Γερμανία βρίσκεται ήδη σε ύφεση και δεν αποκλείεται η περίοδος 2023-2025 να μείνει στην ιστορία ως η χειρότερη για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης από τη γέννηση του ευρώ. Πληροφορίες, μάλιστα, θέλουν τον Γιόακιμ Νάγκελ, διοικητή της Bundesbank, να εμφανίζεται πιο ανοιχτός στο σενάριο περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων, βλέποντας τον μεταποιητικό PMI να καταρρέει στο 40 τον Σεπτέμβριο, υποδηλώνοντας ότι βαθαίνει επικίνδυνα η ύφεση της γερμανικής βιομηχανίας.