Το σιδηρομετάλλευμα της Γουινέας που λύνει τα χέρια της Κίνας
Shutterstock
Shutterstock

Το σιδηρομετάλλευμα της Γουινέας που λύνει τα χέρια της Κίνας

Όσοι ασχολούνται με την παγκόσμια εξορυκτική βιομηχανία και παρακολουθούν τις κινήσεις των διεθνών μεγαθηρίων του τομέα, γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει το όνομα Simandou. Εδώ και είκοσι χρόνια είναι γνωστό πως το κοίτασμα σιδηρομεταλλεύματος που βρίσκεται στην ομώνυμη περιοχή της Γουινέας στη Δυτική Αφρική, είναι ένα από τα σημαντικότερα παγκοσμίως.

Όχι μόνο λόγω του μεγέθους του και των αποθεμάτων του αλλά και λόγω της πολύ υψηλής περιεκτικότητας σε καθαρό σίδηρο. Όπως έχουν εκτιμήσει οι ειδικοί μεταλλειολόγοι, η περιεκτικότητα του σε σίδηρο είναι κοντά στο 65,3%. Σε άλλα κοιτάσματα παρόμοιου μεγέθους, όπως αυτά της Vale (VALE NYSE) στην Βραζιλία και αυτά της BHP (BHP NYSE), της Rio Tinto (RIO NYSE) και της Fortescue Mining (FMG SYDNEY) στην Αυστραλία, η περιεκτικότητα είναι πολύ χαμηλότερη, κοντά στο 60%.

Σύμφωνα με όσους γνωρίζουν τη διαδικασία διαχωρισμού του σιδήρου από το σιδηρομετάλλευμα και τη μετέπειτα μετατροπή του σε χάλυβα, τα κοιτάσματα υψηλής περιεκτικότητας έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα. Όχι μόνο γιατί η επεξεργασία τους απαιτεί χαμηλότερη κατανάλωση ενέργειας και λιγότερο χρόνο, πράγμα που μεταφράζεται σε μεγαλύτερα κέρδη για τις εταιρείες εξόρυξης και τις χαλυβουργίες αλλά και γιατί τα επόμενα χρόνια θα είναι κυριολεκτικά περιζήτητα λόγω του ότι είναι τα μόνα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή «πράσινου» χάλυβα. 

Η ιστορία του Simandou και της προσπάθειάς για την εκμετάλλευσή του κρατάει εδώ και πάνω από 20 χρόνια. Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση που ασχολήθηκε με αυτό ήταν η Rio Tinto, η οποία είναι η μεγαλύτερη παραγωγός σιδηρομεταλλεύματος παγκοσμίως. Οι έρευνές της είχαν δείξει το πόσο πολύτιμο είναι το κοίτασμα σιδηρομεταλλεύματος στην περιοχή Simandou πριν το 2000 και η Rio ήταν η πρώτη που απέκτησε από την κυβέρνηση της Γουινέας τα δικαιώματα για τη δημιουργία ορυχείου και την εκμετάλλευση του.

Όμως το 2008 η τότε κυβέρνηση της Γουινέας κατηγόρησε την Rio πως καθυστερούσε πολύ τις απαραίτητες ενέργειες προσπαθώντας να ελέγξει την παγκόσμια προσφορά σιδηρομεταλλεύματος και αφαίρεσε από την Αγγλοαυστραλιανή επιχείρηση τα μισά δικαιώματα, τα οποία πούλησε για 160 εκατομμύρια δολάρια στον Ισραηλινό επιχειρηματία (εσχάτως γνωστό και στην Ελλάδα) Μπένι Στάινμετζ.

Δύο χρόνια αργότερα, ο Στάινμετζ μεταπούλησε τα δικαιώματα στην Vale για 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια (δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος). Το 2014, η νέα κυβέρνηση της χώρας επενέβη υποστηρίζοντας πως ο Στάινμετζ είχε αποκτήσει τα δικαιώματα μέσω δωροδοκιών και ακύρωσε την ισχύ των δικαιωμάτων, χωρίς όμως να κατηγορήσει για κάτι την Vale (όλα αυτά περιγράφονται διεξοδικά στο βιβλίο «The looting of Africa» του δημοσιογράφου των Financial Times Dan Burgis).

Ύστερα από αρκετά άλλα επεισόδια, η κατάσταση ξεκαθάρισε κάποια στιγμή το 2019, αφού η Γουινέα διενέργησε διαγωνισμό για τα δικαιώματα που είχαν καταλήξει στην Vale. Αυτή την στιγμή, και λογικά και από εδώ και πέρα καθώς δεν φαίνεται να υπάρχει πλέον κάτι προς αμφισβήτηση, το κοίτασμα του Simandou είναι χωρισμένο σε τέσσερα κομμάτια. Για τα δύο από αυτά, τα δικαιώματα ανήκουν στην Simfer S.A. και για τα άλλα δύο στην Winning Consortium Simandou (WCS).

Η Simfer ανήκει κατά 15% στην κυβέρνηση της Γουινέας και κατά 85% στην κοινοπραξία Simfer Jersey η οποία με τη σειρά της ανήκει κατά 53% στην Rio Tinto και κατά 47% σε ομάδα κινεζικών επιχειρήσεων υπό κρατικό έλεγχο, με επικεφαλής την Chinalco (Aluminum Corporation of China). Η WCS ανήκει κατά 15% στην κυβέρνηση της χώρας και κατά 85% σε κοινοπραξία εταιρειών από την Κίνα και την Σινγκαπούρη.

Χωρίς να μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες, είναι φανερό πως πάνω από το 50% των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων του Simandou ανήκει σε κινεζικά συμφέροντα, για να μην πούμε πως είναι κοντά στο 70%, αφού οι εταιρείες από τη Σινγκαπούρη κατά πάσα πιθανότητα είναι κατ’ ουσία κινεζικές. 

Τι σημαίνει αυτό; Πως όταν αρχίσει η λειτουργία των ορυχείων, η μισή τουλάχιστον παραγωγή τους θα ελέγχεται άμεσα από την Κίνα και θα μπορεί να κατευθύνεται αμέσως εκεί. Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις της Rio Tinto που έγιναν προχθές Τρίτη, τα ορυχεία θα αρχίσουν να λειτουργούν το 2025 και προβλέπεται να λειτουργούν σε πλήρη δυναμικότητα τουλάχιστον μέχρι το 2051. Για να γίνει αυτό θα απαιτηθούν συνολικές επενδύσεις που θα ξεπεράσουν τα 25 δισεκατομμύρια δολάρια.

Οι επενδύσεις αυτές δεν αφορούν μόνο στην ανάπτυξη των ορυχείων αλλά και στην κατασκευή μίας σιδηροδρομικής γραμμής 600 και πλέον χιλιομέτρων η οποία είναι απόλυτα απαραίτητη για την μεταφορά του μεταλλεύματος από το ορυχείο προς ένα λιμάνι που θα κατασκευαστεί στις ακτές της Γουιάνας. Η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής δεν είναι και πολύ εύκολη υπόθεση καθώς χρειάζεται πλήθος σηράγγων και γεφυρών.

Η ετήσια συνολική παραγωγή αναμένεται να φθάσει στα 120 εκατομμύρια τόνους, εκ των οποίων τα 27 εκατομμύρια θα αναλογούν στην Rio Tinto και σχεδόν όλα τα υπόλοιπα στις εταιρείες κινεζικών συμφερόντων που προαναφέραμε. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, οι 120 εκατομμύρια τόνοι αντιστοιχούν περίπου στο 5% της τωρινής παγκόσμιας ετήσιας παραγωγής σιδηρομεταλλεύματος. Για την Κίνα, η οποία προμηθεύεται τεράστιες ποσότητες σιδηρομεταλλεύματος από την Αυστραλία (κυρίως) και την Βραζιλία, αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό.

Από την μία μεριά, αυτό σημαίνει πως μειώνεται η εξάρτησή της από την Αυστραλία και τις δυτικές εταιρείες και από την άλλη, η αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής θα είναι τόσο σημαντική που αρκετοί αναλυτές πιθανολογούν πως θα δημιουργήσει πλεόνασμα προσφοράς στην αγορά σιδηρομεταλλεύματος, ενώ πολύ σημαντικό ζήτημα είναι και η πρόσβασή της στην πρώτη ύλη για το «πράσινο» ατσάλι.

Τριπλό το κέρδος δηλαδή για την Κίνα, η οποία είναι με διαφορά ο μεγαλύτερος καταναλωτής σιδηρομεταλλεύματος στον κόσμο, πράγμα λογικό αφού η χαλυβουργία της είναι τεραστίων διαστάσεων, όπως και η εσωτερική ζήτηση για χάλυβα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πολλές φορές οι αρχές της χώρας έχουν προσπαθήσει να «τιθασεύσουν» την τιμή του σιδηρομεταλλεύματος πιέζοντας τις επιχειρήσεις του κλάδου. Αυτό δεν σημαίνει πως οι προσπάθειες πάντα πετυχαίνουν, αλλά δείχνει τη σημασία που δίνει η ηγεσία της χώρας στη χαλυβουργία και την πρώτη ύλη της. 

Εδώ βέβαια πρέπει να πούμε πως είναι πολύ νωρίς για να υποστηρίξει κανείς πως το σιδηρομετάλλευμα που θα έρχεται από την Γουινέα θα ρίξει τις τιμές στην παγκόσμια αγορά. Μπορεί να ακούγεται λογικό αλλά δεν συμφωνούν όλοι με αυτή την εκτίμηση. Ένας από αυτούς είναι ο διευθύνων σύμβουλος της Rio Tinto, o Γιάκομπ Στράουσχολμ. Κατά την διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που έδωσε την Τετάρτη για το Simandou, δεν φάνηκε να ανησυχεί για το πως θα εξελιχθεί η τιμή του σιδηρομεταλλεύματος τα επόμενα χρόνια με την αύξηση της προσφοράς που θα φέρει η εκμετάλλευση του Simandou.

Ο Στράουσχολμ εκτιμά πως η σταδιακή αύξηση της ζήτησης για χάλυβα από οικονομίες αναπτυσσόμενων χωρών εκτός της Κίνας θα αντισταθμίσει και την αύξηση της προσφοράς λόγω του Simandou και την αναμενόμενη για κάποια στιγμή τα επόμενα χρόνια κορύφωση της ζήτησης από την Κίνα. Συνολικά, εκτιμά πως η παγκόσμια ζήτηση θα αυξάνεται μέχρι και το 2050. 

Καθώς είναι πολύ νωρίς για να πιθανολογήσουμε οτιδήποτε σχετικά με το αν η τιμή του σιδηρομεταλλεύματος θα κάνει το χατήρι της Κίνας ή όχι, θα μείνουμε σε αυτά για τα οποία είμαστε βέβαιοι. Το πρώτο είναι πως η Κίνα θα πατήσει ακόμα πιο γερά το πόδι της στις αφρικανικές πρώτες ύλες, το δεύτερο είναι πως η Rio Tinto θα εδραιώσει την πρωτοκαθεδρία της στην παγκόσμια αγορά σιδηρομεταλλεύματος και το τρίτο, δυστυχώς, είναι πως οι κάτοικοι αυτής της αφρικανικής χώρας (όπως και πολλών άλλων σε παρόμοιες καταστάσεις) έχουν ελάχιστες πιθανότητες να δουν κάτι πραγματικά καλό για αυτούς μέσα από αυτό το τεράστιο έργο.